29 Οκτωβρίου 1986 και η Ελλάδα ξυπνάει σοκαρισμένη από την είδηση του θανάτου του Μίμη Φωτόπουλου – Ενας από τους πλέον ταλαντούχους ηθοποιούς (και όχι μόνο) της γενιάς του
Σαν σήμερα, το 1986, ο Μίμης Φωτόπουλος ταξίδεψε για τη γειτονιά των αγγέλων, σε ηλικία 73 ετών, από ανακοπή της καρδιάς. «Έφυγε» στο Μαρούσι, έχοντας δίπλα τους δικούς του ανθρώπους. Ο μεγάλος ηθοποιός μας γεννήθηκε στη Ζάτουνα Αρκαδίας, το 1923, χωριό το οποίο -σύμφωνα με τον ίδιον- έγινε γνωστό γιατί εκεί εξορίστηκε από τη χούντα ο Μίκης Θεοδωράκης. Υπήρξε πολυτάλαντο άτομο, με σημαντική καλλιέργεια και μόρφωση.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Συγγραφέας, ποιητής αλλά και εξαιρετικός στη χρήση του κολάζ. Χρησιμοποιώντας ψηφίδες από γραμματόσημα, έφτιαξε μεγάλο αριθμό πινάκων ζωγραφικής. Γιατί αυτό ήταν το μεγάλο του χόμπι, η μεγάλη του αγάπη. Στο βιβλίο του, «Το ποτάμι της ζωής», αναφέρει: «Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω γιατί μόνο η δημιουργία μού γεμίζει τη ζωή. Εγώ, αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω».
Ο Μίμης έχασε τον πατέρα του πολύ μικρός και η μητέρα του αναγκάστηκε να έρθει με τους δυο γιους της στην Αθήνα. Ξεκίνησε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική, αλλά την εγκατέλειψε, προκειμένου να στραφεί στην Υποκριτική. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρξε βαθύτατα πολιτικοποιημένο άτομο. Στην Κατοχή εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ. Κατά τα Δεκεμβριανά, τέλη του ’44, κάηκε το σπίτι του και μαζί η τεράστια βιβλιοθήκη του, αποτελούμενη από 2.000 βιβλία. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του ’45 επισκέφθηκε το στέκι των καλλιτεχνών, στο Κολωνάκι, ψάχνοντας δουλειά. Στο βιβλίο του, λοιπόν, εξιστορεί πώς τον συνέλαβαν και τον έστειλαν εξορία στην πόλη της Αιγύπτου, Ελ Ντάμπα: «Ξαφνικά ένα βάναυσο χέρι μού χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήταν το γνωστό κάθαρμα του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο βρίσκομαι στα βάθη ενός κρατητηρίου».
Επιστρέφοντας από την εξορία, έδωσε όλο το είναι του γι’ αυτό που αγαπούσε, που λάτρευε. Η διαδρομή του τελικά στο θέατρο και τον κινηματογράφο υπήρξε εξαιρετική. Πρωταγωνίστησε σε πάνω από 100 ταινίες με κωμικούς ρόλους. Μερικές απ’ αυτές: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Κάλπικη λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Η καφετζού», «Τα κίτρινα γάντια», «Η ωραία των Αθηνών», «Ούτε γάτα ούτε ζημιά», «Ο Φανούρης και το σόι του», «Ο Θόδωρος και το δίκαννο» κ.ά.
Έμεινε γνωστός για τέσσερις χαρακτηριστικές του ατάκες: «Αόμματος», «Σεμνάαα», «Το δίκαννο», «Κι ύστερα κάααθεσαι».
Οι διάλογοι στις ταινίες που συμμετείχε απολαυστικοί, σπαρταριστοί. Η παρουσία του σκόρπαγε άφθονο γέλιο. Μερικοί απ’ αυτούς:
-Και θα μ’ αφήσεις μόνη με τον ταξιτζή;
-Ε, τώρα δεν φοβάται πια. Σε συνήθισε!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Ξέρω ένα μικρό ξενοδοχείο στο Γαλάτσι.
-Και να κλειστώ στο δωμάτιο μόνη με έναν άντρα;
-Μη φοβάσαι. Θα σβήσω το φως!
-Θα είσαι φρόνιμος;
-Χάρακας!
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Άντε, Νώντα, και καλούς απογόνους.
-Ναι. Να μην ξεχάσω να σου κρατήσω ένα κανελί με βούλες!
Τέλος, μιλώντας στον καθρέφτη με το είδωλό του, προκειμένου να παντρευτεί τη Γεωργία Βασιλειάδου και να… τακτοποιηθεί:
-Νώντα, σκέψου το. Νώντα, σώζεσαι. Τέρμα πια οι αλητείες. Θα έχεις το σπιτάκι σου, τη γυναικούλα σου, τη ζεστασιά σου.
– Γυναίκα είναι αυτή ή πολιομυελίτιδα;
«Η ωραία των Αθηνών», 1954
-Και είσαι και γλυκούλης…
-Κληρονομικό. Ο πατέρας μου πούλαγε σάμαλι.
«Η άγνωστη», 1956
-Πάρτι; Το δίκαννο! Η κόρη η δική μου σε πάρτι;
-Είναι και δική μου κόρη και θα πάει.
-Ωραία. Η μισή δική σου θα πάει και η άλλη μισή δική μου, από τη μέση και κάτω, θα μείνει σπίτι!
Από την ίδια ταινία:
-Και τρεις ώρες κάνουν να φάνε ένα γλυκό;
-Ε, μπορεί να φάγανε και δεύτερο.
-Το δεύτερο είναι που με φοβίζει. Και η ώρα είναι εννιά και οκτώ. Έχει γούστο να τελείωσαν τα
γλυκά και να αρχίσουν τα σορόπια!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-«Δεν πάμε, ντάρλινγκ», μου λέει, «στα πεύκα, αφού έχεις το τρανζιστοράκι σου, να χορέψουμε μόνοι μας;».
-Και πήγατε;
-Στα πεύκα…
-Γιατί πήγες στα πεύκα, Ρούλα; Κάμπια ήσουνα;
-Τώρα μετανοώ…
-Τώρα βράσ’ τα. Λοιπόν;
-Να, μ’ αγκάλιασε…
-Ο Μιχάλης…
-Με φίλησε…
-Ο Μιχάλης…
-Με έσφιξε πάνω του…
-Ο Μιχάλης…
-Και άρχισε να μου μιλά στ’ αυτί.
-Γιατί; Ήταν κι άλλος μπροστά;
-Τσου…
-Τότε, γιατί σου μίλαγε στ’ αυτί; Μη σας ακούσουν τα κουκουνάρια;
«Ο Θόδωρος και το δίκαννο», 1962
-Ε, τώρα δεν ξέρεις το χούι μου; Μπορώ να κοιμηθώ, αν δεν διαβάσω λίγο. Και τι να διαβάσω;
-Να σου δώσω, ρε, το απολυτήριο στρατού μου να διαβάσεις;
-Να διαβάσω, είπα, ρε Παυλάρα. Όχι να μελετήσω αρχαία Ελληνική Ιστορία.
Επίσης, από την ίδια ταινία:
-Αν δεν υπήρχαν οι λατερνατζήδες, οι χελώνες θα ήταν τα πιο δυστυχισμένα ζώα της Γης!
«Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», 1955
-Άντε, κάνε με επιλοχία.
-Τι;
-Κοπάνα μου τρία γαλόνια!
«Το σοφεράκι», 1953
-Οι πρόγονοι είναι το αντίθετο από τα ζαρζαβατικά. Όσο πιο μπαγιάτικοι είναι τόσο το καλύτερο.
Από την ίδια ταινία:
-Κλαίτε, δεσποινίς;
-Η ζωή δεν είναι μόνο χαρές…
-Ναι. Πρέπει να την ποτίζεις πού και πού!
«Ο πύργος των ιπποτών» 1952
-Ο αγοραστής δεν δίδει τας 400.
-Δεν δίδει;
-Όχι δεν δίδει.
Ε, άμα δεν δίδει, τότε τι σόι αγοραστής είναι; Έτσι και γω σου αγοράζω το Μετοχικό Ταμείο!
Από την ίδια ταινία:
-Το κτήμα πιάνει 200 λίρες.
-Ε, άμα έχεις τις 200…
-Άμα θέλεις 400 και έχεις τις 200, σου λείπουν 200. Με τα Μαθηματικά θα τα βάλουμε τώρα!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Εσείς, στην Αμερική, πρωινό το λέτε αυτό; Γιατί εμείς εδώ το λέμε βδομαδιάτικο.
«Ο Φανούρης και το σόι του», 1957
Εκπληκτικός ο τρόπος που αποδίδει το ρόλο του αριστερού πατριώτη στο έργο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», το 1948.
-Η οργανωμένη διεθνής μπουρζουαζία παίζει το τελευταίο χαρτί στον αγώνα ενάντια στη μεστωμένη πια θέληση της συνειδητής μάζας. Στη μεστωμένη πια θέληση, είπα, της συνειδητής μάζας.
Ο Αμερικανός προπονητής μπέιζμπολ, Τζακ Κρολ, έλεγε ότι το γέλιο είναι ένας οργανισμός που προκαλείται από τη συνέρευση του λογικού με το παράλογο. Πόσο ταιριαστό είναι το παραπάνω για τον Μίμη Φωτόπουλο. Πόσο ιδανικά ταίριαζε αυτές τις δύο καταστάσεις. Γιατί υπήρξε συγκροτημένος, υπέροχος, μοναδικός. Ήταν ο Μίμης μας, σεμνός, πολυδιάστατος, ακατάβλητος μέχρι τέλους. Γι’ αυτό αγαπήθηκε απ’ όλους τους Έλληνες.
Φωτογραφίες από την “Καθημερινή”