Στέκουν αγέρωχα, κάποια ακόμη και για περισσότερο από έναν αιώνα, αιχμαλωτίζοντας με την επιβλητική μουσική τους το κοινό. Στα πλήκτρα τους έμαθε να παίζει πιάνο ο έφηβος τότε, μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, ενώ το μεγαλύτερο από αυτά, με 6.080 αυλούς και μέγιστο μήκος σχεδόν πέντε μέτρων, εντυπωσιάζει. Τα εκκλησιαστικά όργανα της Ελλάδας, άγνωστα στους περισσότερους, φωτογραφίστηκαν για πρώτη φορά και θα παρουσιαστούν όλα μαζί σε μια μοναδική έκθεση που θα φιλοξενηθεί σε λίγες ημέρες στο 8o Διεθνές Φεστιβάλ ΑΝΩ στη Σύρο.
Ανάμεσά τους και το παλαιότερο εν λειτουργία εκκλησιαστικό όργανο στην Ελλάδα, αυτό του ιερού καθολικού ναού του Αγίου Γεωργίου στην Ανω Σύρο. Το υπέροχο αυτό μουσικό όργανο κατασκευάστηκε το 1888 από τα επιδέξια χέρια του Ζένο Φεντέλι στην Ιταλία και έπειτα ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι: έφτασε στην Ελλάδα ως δώρο του Πάπα Λεόντα ΙΓ’ για να στολίσει τον τότε καθεδρικό ναό της Αθήνας, τον Αγιο Διονύσιο στην οδό Πανεπιστημίου, συνέχισε την πορεία του στη Ρόδο, τη δεκαετία του ’50 μεταφέρθηκε στη Σύρο και το 2016 ανακαλύφθηκε ξεχασμένο και επισκευάστηκε.
«Μέσα σε 20 μέρες καταφέραμε και φωτογραφίσαμε τα 18 εκκλησιαστικά όργανα που υπάρχουν στην Ελλάδα, ανατρέχοντας στην Κέρκυρα, στην Κατερίνη, στην Αττική, στη Ρόδο, στη Θεσσαλονίκη και βέβαια στη Σύρο» λέει στα «ΝΕΑ» ο Δημήτρης Βαμβακούσης, ο οποίος είχε την ευθύνη για την επιμέλεια της έκθεσης και για τη φωτογράφιση. «Ηταν μια ιδέα του εκτελεστικού διευθυντή του Φεστιβάλ Χάρη Βεκρή και τελικά εξελίχθηκε σε μια πολύ όμορφη εμπειρία. Σε αυτή τη διαδρομή γνωρίσαμε αξιόλογους ανθρώπους που ασχολούνται με το εκκλησιαστικό όργανο, πολύ ευαίσθητους σε θέματα πολιτισμού, μάθαμε σημαντικές πληροφορίες για τα εκκλησιαστικά όργανα της Ελλάδας και για την ιστορία τους και όλα αυτά θα τα παρουσιάσουμε στην έκθεση από τις 19 ως τις 25 Αυγούστου στη Σύρο».
Τα 18 όργανα που υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας βρίσκονται σε εκκλησίες, εκτός από ένα, το μεγαλύτερο σε διαστάσεις, που κατασκευάστηκε το 1993 και βρίσκεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – για να αποκτήσει φωνή χρειάστηκε η τρίμηνη καθημερινή 8ωρη εργασία ομάδας έξι ειδικών που έφτασαν από τη Βόννη. Δυστυχώς, κάποια από τα υπέροχα αυτά εκκλησιαστικά όργανα παραμένουν βουβά και παροπλισμένα περιμένοντας παρεμβάσεις για την αποκατάστασή τους.
Σε αυτά συγκαταλέγονται το εκκλησιαστικό όργανο της Αρμενικής Ευαγγελικής Εκκλησίας της Ελλάδος στη Νίκαια, το οποίο κατασκευάστηκε το 1882 στη Δανία από τον οίκο Knud Olsen, και το εκκλησιαστικό όργανο του καθολικού ναού της Αγίας Βαρβάρας στο Λαύριο της Αττικής, το οποίο ανήκει στα όργανα της βικτωριανής εποχής, που κοσμούσαν τα σαλόνια πλούσιων οικογενειών, γι’ αυτό και το περίβλημά του είναι ένα ιδιαίτερα επιμελημένο έπιπλο με διακοσμητικά σχήματα και όμορφες απλίκες φωτισμού. Εκτός λειτουργίας βρίσκονται και τα δύο εντυπωσιακά εκκλησιαστικά όργανα που υπάρχουν στην Κέρκυρα, κατασκευασμένα στη Ιταλία, το ένα εκ των οποίων πριν από 176 χρόνια.
Ρίζες στην Ελλάδα
Παρότι το εκκλησιαστικό όργανο μεγαλούργησε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με κορυφαίους συνθέτες όπως ο Μπαχ και ο Χέντελ, είναι σπάνιο στη χώρα μας. Κι όμως έχει τις ρίζες του στην Ελλάδα: για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο η αρχαία ύδραυλις του 3ου αιώνα π.Χ., ο ήχος της οποίας παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα, μια εφεύρεση που αποδίδεται στον Κτησίβιο τον Αλεξανδρέα. Τον 8ο αιώνα μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος δώρισε ένα τέτοιο μουσικό όργανο με μεγάλους μολύβδινους αυλούς στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο και από τότε ξεκίνησε η εγκατάστασή του σε ναούς της Δυτικής Ευρώπης.
Φέτος, το Διεθνές Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου ΑΝΩ, το οποίο διαγράφει μια δυναμική πορεία καθιστώντας τη Σύρο τόπο πολιτισμικής συνάντησης, είναι αφιερωμένο στον μεγάλο έλληνα συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα. Σημαντικοί καλλιτέχνες και οργανίστες φημισμένων καθεδρικών ναών από Πολωνία, Τσεχία, Ισπανία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο θα δώσουν το «παρών» στις εκδηλώσεις του αλλά και νέοι μουσικοί υπό την καθοδήγηση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ και διακεκριμένου διεθνούς αρχιμουσικού Στέφανου Τσιαλή.