Η Ελλάδα μπορεί να μην είναι Ισλανδία, με τα 32 ενεργά ηφαίστεια, αλλά στον υποθαλάσσιο χώρο της διαθέτει το πιο ενεργό ηφαίστειο της Μεσογείου που δεν είναι άλλο από το Κολούμπο και είναι απαραίτητη η εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου διαχείρισης πιθανών ηφαιστειακών κινδύνων για την αντιμετώπιση της απειλής στις κοντινές κατοικημένες περιοχές.
Αυτό αποτυπώνεται στη νέα δημοσίευση της ομάδας του Ε.Κ.Π.Α. με επικεφαλής την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ στο τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Δρ. Παρασκευή Νομικού.
Μέσα από την έρευνα που δημοσιεύτηκε στο International Conference on Humanitarian Crisis Management (KRISIS 2023), προτείνεται ότι ένας συνδυασμός επιστημονικής έρευνας (συνεχής παρακολούθηση, χάρτες ηφαιστειακών κινδύνων), ενημέρωσης των πολιτών, σχεδιασμού ετοιμότητας με την πολιτεία και στρατηγικών έγκαιρης αντιμετώπισης, είναι ζωτικής σημασίας για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων και την αποφυγή ατυχημάτων και επιζήμιων συνεπειών.
«Δεν υπάρχει σχετικό πρωτόκολλο διαχείρισης για τους ηφαιστειακούς κινδύνους του Κολούμπου»
«Οι ηφαιστειακές εκρήξεις είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά φυσικά φαινόμενα στη Γη, αλλά ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τις κοινότητες που αναπτύσσονται γύρω τους, λόγω των σχετικών κινδύνων τους (σεισμοί, τσουνάμι, πυροκλαστικές ροές, τοξικά αέρια). Το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπος βρίσκεται περίπου 7 χλμ βορειοανατολικά της Σαντορίνης, αποτελεί μέρος του Ελληνικού Ηφαιστειακού Τόξου και θεωρείται το πιο ενεργό υποθαλάσσιο ηφαίστειο της Μεσογείου.
Η πιο πρόσφατη έκρηξη του Κολούμπου, το 1650, προκάλεσε ένα τσουνάμι που είχε ως αποτέλεσμα εκτενείς καταστροφές στα κοντινά νησιά καθώς και πολλά θύματα στη Σαντορίνη λόγω των δηλητηριωδών αερίων που απελευθερώθηκαν κατά την έκρηξη. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν πλημμύρες στα γειτονικά νησιά οι οποίες έφτασαν τα 240 μέτρα στη Σίκινο και έως και 2 km² γης στην ανατολική ακτή της Σαντορίνης, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές», αναφέρει στο iefimerida.gr η πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης και Υποψήφια Διδάκτωρ Θαλάσσιας Γεωλογίας και Ηφαιστειακής Επικινδυνότητας στο ΕΚΠΑ, Άννα Κατσίγερα (foto). Και σχολιάζει με νόημα ότι «μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάποιο σχετικό πρωτόκολλο διαχείρισης για τους ηφαιστειακούς κινδύνους του Κολούμπου για το ηφαιστειακό συγκρότημα της Σαντορίνης».
Η διαχείριση του ηφαιστειακού κινδύνου είναι μια περίπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει επιστημονική γνώση, αξιολόγηση κινδύνου, ετοιμότητα της κοινότητας και σχεδιασμό αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών σε μία πιθανή μελλοντική έκρηξη από τον Κολούμπο. «Οι γνώσεις μας σχετικά με τους μηχανισμούς του ηφαιστείου και την ιστορία των εκρήξεων είναι ακόμα περιορισμένες. Ο πιθανός κίνδυνος που ενέχει ο Κολούμπος για τις γειτονικές κοινότητες, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη στρατηγική πολιτικής προστασίας, όπου θα πραγματοποιείται εκτίμηση της επικινδυνότητας και θα αναφέρονται μέτρα ελαχιστοποίησης του κινδύνου», εξηγεί ο κ. Κατσίγερα.
Για πρώτη φορά σχεδιάστηκε ο γεωλογικός χάρτης του κρατήρα του ηφαιστείου
Στη δημοσίευση παρουσιάζεται μια εκτίμηση της επικινδυνότητας η οποία προέκυψε τόσο από τις ιστορικές καταγραφές της έκρηξης του 1650 όσο και από ένα σύνολο οπτικών και γεωφυσικών δεδομένων που έχουν καταγραφεί σε πολλές διεθνείς ωκεανογραφικές αποστολές που πραγματοποιήθηκαν στο Κολούμπο την τελευταία εικοσαετία. Για πρώτη φορά σχεδιάστηκε ο γεωλογικός χάρτης του κρατήρα του ηφαιστείου, αποκαλύπτοντας τη γεωλογική του δομή. Η καλδέρα του Κολούμπου είναι δομημένη από λάβες για τις οποίες οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν την ακριβή ηλικία τους και, σε μεγαλύτερο ποσοστό, από ηφαιστειακή τέφρα που εκτινάχθηκε από την έκρηξη το 1650. Η τέφρα αποτελεί ένα γενικά ασταθές υλικό, το οποίο αποτέθηκε στην καλδέρα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ορισμένων μηνών. Αυτό το καθιστά ασταθές καθώς μία πιθανή ενεργοποίηση του ηφαιστείου θα μπορούσε να προκαλέσει μια κατολίσθηση του υλικού και στη συνέχεια ένα τσουνάμι, ακριβώς όπως έγινε και το 1650, όπου παλαιότερα υλικά κατέρρευσαν μέσα στον κρατήρα και αποτέλεσαν έναυσμα για την καταστροφή στα κοντινά νησιά.
Η εκτίμηση των πιθανών κινδύνων
«Γνωρίζοντας τι συνέβη στο παρελθόν και σε συνδυασμό με τα δεδομένα που συλλέγονται στις ωκεανογραφικές αποστολές, μπορέσαμε να εκτιμήσουμε τους πιθανούς κινδύνους και να δημιουργήσουμε χάρτες ηφαιστειακής επικινδυνότητας στους οποίους αποτυπώνονται οι πιο ευάλωτες περιοχές της Σαντορίνης και μας δίνουν μια πρώτη εικόνα για το πώς μπορούμε να περιορίσουμε τον κίνδυνο», αναφέρει η Υποψήφια Διδάκτωρ Θαλάσσιας Γεωλογίας και Ηφαιστειακής Επικινδυνότητας στο ΕΚΠΑ.
Ένα σημαντικό μέτρο για τη διαχείριση του κινδύνου είναι η συνεχής παρακολούθηση του ηφαιστείου, για τη συλλογή περισσότερων πληροφοριών για την εξέλιξη και τους μηχανισμούς του, καθώς και για την έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών για κάποια αλλαγή στη δραστηριότητά του. «Επί του παρόντος, παρακολουθούμε το Κολούμπο με το υποθαλάσσιο παρατηρητήριο SANTORY που έχει τοποθετηθεί στον κρατήρα του ηφαιστείου και παίρνει συνεχείς μετρήσεις. Το SANTORY (SANTORini’s seafloor volcanic observatorY) είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα με εταίρους από διεθνή ιδρύματα (INGV-Palermo, GEOMAR) και πανεπιστήμια (ΕΚΠΑ, ΕΛΚΕΘΕ, ΕΜΠ, ENS-PSL, UNIWA) που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας», λέει.
Συνεχής παρακολούθηση της δραστηριότητας του ηφαιστείου
Αυτή η συνεχής παρατήρηση της δραστηριότητας παρέχει στους επιστήμονες ανεκτίμητες πληροφορίες που με τη σειρά τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις κυβερνητικές υπηρεσίες και τις τοπικές κοινότητες στις προσπάθειές τους να σχεδιάσουν μια στρατηγική διαχείρισης της ηφαιστειακής επικινδυνότητας και να προετοιμαστούν για πιθανές κρίσεις.
Τα μοναδικά δεδομένα που συλλέγονται από τα όργανα του SANTORY έρχονται να συμπληρώσουν την ήδη υπάρχουσα βάση δεδομένων που έχουμε συγκεντρώσει σε πολυάριθμες ωκεανογραφικές αποστολές και μας παρέχουν τις απαραίτητες γνώσεις για τη δραστηριότητα και τη δυναμική του Κολούμπου. «Αυτή η απόκτηση γνώσεων είναι απαραίτητη για την δημιουργία χαρτών επικινδυνότητας, την αξιολόγηση των ηφαιστειακών κινδύνων και την προστασία των ευάλωτων κοινοτήτων κοντά στο Κολούμπο. Εξετάζοντας την ηφαιστειακή δραστηριότητα για εκτεταμένες περιόδους, μπορούμε να εντοπίσουμε επαναλαμβανόμενα μοτίβα και πιθανά ώστε να ελαχιστοποιούμε τις συνέπειές μιας υποθαλάσσιας έκρηξης», καταλήγει η κυρία Κατσίγερα.
Πηγή:iefimerida