Είναι θαρρείς ένα με το τοπίο σκέφτομαι καθώς τον βλέπω να πλησιάζει, καθισμένη στο φρεσκοασπρισμένο πεζούλι της εκκλησιάς του, του Ταξιάρχη του Άι Λούκα στη Σίφνο. Μορφή ασκητική ο παπα-Γιάννης Ψαραύτης ή παπα-Κουρούλης, όπως τον φωνάζουν στο νησί. Του κόσμου ετούτου, ωστόσο.
Κείμενο: Δέσποινα Παπαγεωργίου (Popaganda.gr) – Photo: Γιάννης Κοντός
Με μια απλότητα ξεχασμένη, σα λαξεμένος απ’ τα σιφνέικα βράχια. Περπατά γρήγορα. Κρατά τη μαγκούρα του, μάλλον για συντροφιά, δεν μοιάζει να την έχει ανάγκη για στήριξη. Από δίπλα του, το σκυλάκι του, η Μαλού. Μαγκούρα και Μαλού δεν τα αποχωρίζεται ποτέ, μου είπαν στο νησί. «Γέρασε κι αυτή μαζί μου, άσπρισε», θα μου πει αργότερα για τη σκυλίτσα.
«Έχετε χρόνο να κουβεντιάσουμε;» τον ρωτώ καθώς η συνέντευξη κανονίστηκε στο πι και φι, αφού άκουσα για εκείνον και κατέληξα ότι, αν μη τι άλλο, συνηθισμένο παπά δεν τον λες. Ο παπα-Γιάννης Ψαραύτης είναι στιχοπλόκος, φτιάχνει χειροτεχνήματα, διαβάζει Τριβιζά στα παιδιά κι ασχολείται με το μικρό χωράφι του. «Τώρα το πρωί; Δεν θα τον βρεις. Είναι στη Χερρόνησο, στις καλλιέργειές του. Πήγαινε τ’ απόγευμα στην εκκλησιά», μου είπαν.
«Ουου, από χρόνο, άλλο τίποτα», απαντά. Κουβαλά κλαδιά και φύλλα. Κάθεται στο πεζούλι κι αρχίζει να τα πλέκει.
«Τι φτιάχνετε;»
«Τα Βάϊα των Φοινίκων. Τα βάγια. Κάνουμε καλαθάκι τώρα, θα το δώσουμε στα παιδάκια που έρχονται στην εκκλησία. Το παίρνουν, και το στολίζουν με διάφορα λουλούδια οι γονείς. Ως επί το πλείστον γαρύφαλλα, δηλαδή βιολέτες Εμείς λέμε τις βιολέτες γαρύφαλλα και τα γαρύφαλλα βιολέτες. Έχουμε την Βαϊοφόρο την Κυριακή».
«Είστε πολυπράγμων, έμαθα. Γράφετε και στίχους».
«Ναι, γράφω. Δεν είναι επαγγελματικά, πώς να σου πω τώρα. Και Κάλαντα, που είναι τετράστιχα την Πρωτοχρονιά, γιατί έχουμε μια ιδιόρρυθμη κατάσταση εμείς εδώ την Πρωτοχρονιά. Στα Κάλαντα δεν λέμε Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά. Υπάρχουν πολλοί σαν κι εμένα, υπήρχαν και παλιά – στιχοπλόκοι, ηκάμανε Κάλαντα. Και πάμε και τα λέμε στα σπίτια με έναν ειδικό τρόπο ψαλσίματος».
«Του φθινοπώρου είσαι εσύ/ το πρώτο το λουλούδι/ που κάνεις την κατάθλιψη/ του έρωτα τραγούδι», διαβάζω στο τοπικό έντυπο «You Are Here» άλλους στίχους του, ωδή στο κυκλάμινο.
«Είστε εδώ γέννημα θρέμμα, έτσι; Στον Αρτεμώνα;»
«Ναι, ναι. Στον Αρτεμώνα. Γέννημα θρέμμα Σιφνιός».
Έγινε μαραγκός, ναυτικός, οικοδόμος, τυροπιτάς, πριν γίνει ιερέας. «Το ’χα στο μυαλό μου, αλλά δεν είχαμε τότε την ευχέρεια την οικονομική. Μεγαλώσαμε κάτω από άσχημες συνθήκες, το ’48 γεννημένος, μεταπολεμικές καταστάσεις. Παρόλο που ήμουν μοναχοπαίδι, ο πατέρας μου δεν είχε κλήρο, μεροκαματιάρης κι αυτός. Τέλειωσα το σχολείο, και τι κάμουμε τώρα;». Δυνατότητα για σπουδές δεν υπήρχε. Μου λέει για παιδιά του νησιού που είχαν συγγενείς στην Αθήνα, τα έπαιρναν υπό την επίβλεψή τους, «για να κάνουν κάτι, να πιάσουν τόπο». Εκείνου τού ’λαχε μόνο ένας μπάρμπας αγγειοπλάστης. «Αλλά εμένα η αγγειοπλαστική δεν μου άρεσε.
Επήγα κάθισα στον μπάρμπα μου δέκα μέρες, όχι παραπάνω. Κι επέστρεψα στο νησί και πήγα τσιράκι σε έναν μαραγκό, να μάθω αυτή τη δουλειά… Ήθελα πάντα όμως να πάω στη Ριζάρειο, αλλά δεν μπορούσα να τα κάμω αυτά. Πήγα στο μαραγκούδικο, εδούλευα 22 μήνες, στους 22 μήνες πήρα τα πρώτα λεφτά. Και μετά μπαρκάρισα με το “Φρειδερίκη”. Πήγα στην Αμερική, έκαμα επτά ταξίδια. Μετά ξεμπαρκάρισα γιατί το πουλήσανε και το πήρε ο Χαντρής και πήγαινε ταξίδια Αυστραλία, κι όλοι που ήτανε μέσα είπανε να φύγουν, κι έφυγα κι εγώ. Γύρισα πάλι, έκατσα 15-20 μέρες και μπαρκάρισα ύστερα σε ποντοπόρα φορτηγά».
Συνεχίζει να πλέκει τα «βάγια» ενώ κουβεντιάζουμε. «Τώρα μιλούμε, κι έχω και το μυαλό στην κατασκευή».
«Έκατσα 6 χρόνια υπηρεσία, αλλά δεν μ’ άρεσε η ζωή στη θάλασσα. Βγήκα, επαντρεύτηκα και δούλευα εδώ στις οικοδομές, ελαιοχρωματισμούς, τέτοια. Αλλά δεν με γέμιζε. Μέχρι τυρόπιτες ξεκινήσαμε και κάναμε με έναν φίλο που δουλεύαμε μαζί. Μετά υπήρχε έλλειψη ιερέων, κι ήρθε ο δεσπότης εδώ, του τό ’παμε, και μέ ’δε και μου λέει “Εσύ θέλεις, βρε, να γίνεις παπάς;”. Λέω, ναι. Λέει ωραία, να ταιριαστείς, να σε κάμω παπά, να σε πάω στη Φολέγανδρο, στη Σίκινο. Α, του λέω όχι, άμα με κάμεις, θέλω εδώ, στη Σίφνο. Ήμουν μοναχοπαίδι, ήταν η μάνα μου, ο πατέρας μου, να φύγω τώρα, δεν τό ’θελα. Σα να θύμωσε».
Τελικά, δύο χρόνια μετά, το 1980, ο Ιωάννης Ψαραύτης έγινε ιερέας. «Από τότες δεν έχω φύγει καθόλου. Κι είμαι εδώ, στον Ταξιάρχη».
«Ήντα άλλο να σου πω. Έχω ένα εξοχικό, μετά πάω κι ασχολούμαι εκεί, με το κτήμα. Φτιάχνω διάφορα. Ζώα, μόνο κότες έχω και γατιά. Και τη Μαλού. Αλλά εκεί είναι ησυχαστήριο, ξεκουράζομαι».
«Μου είπαν ότι έχετε ειδική μέθοδο με τα φυτά».
«Ήντα;»
«Ότι τους τραγουδάτε. Αληθεύει;»
«Α, βέβαια».
«Γιατί;»
«Αυτά τα πράγματα θέλουνε να τονε ψάλλεις και να τονε τραγουδήσεις. Είναι ζωντανοί οργανισμοί. Λες ας πούμε αυτός περπάτησε. Αλλά από την ώρα που θα ξεκινήσεις να βάλεις το καθετί στο χώμα, γιατί το πιάνεις το σποράκι και λες, μα αυτό το πράγμα… Κι όμως, αυτό το πράγμα. Να δεις τώρα το σησάμι, ένα παράδειγμα σου λέω. Αυτό το σποράκι κάνει ένα φυτό που μπορώ να σου πω ότι είναι κι ένα μέτρο, αν βρει γη, και πετά παρακλάδια. Και το βλέπεις και θαυμάζεις. Το σησάμι, το κριθάρι, το σιτάρι, τα καρπούζια, τα πεπόνια, οι ντοματιές. Όλα αυτά είναι σποράκια και δεν το πιάνει το μάτι σου ότι από αυτό το σποράκι θα κάνεις ολόκληρο δεντρικό.
»Και θέλει από την ώρα που θα ξεκινήσεις, να είσαι χαρούμενος. Η αξίνη ξέρεις πόσο κουράζει; Το σκαφτικό μηχανάκι ξέρεις πόσο κουράζει; Την πρώτη χρονιά θα σου κακοφανεί. Μετά που θα αρχίσεις να καλλιεργείς και να φυτεύεις, περιμένεις, προσδοκάς αυτό το αποτέλεσμα, είναι το κάτι άλλο. Άμα δεν το αγαπήσεις, δεν μπορείς να το καταλάβεις».
Τον ακούω και σκέφτομαι ότι στις πόλεις τα σκεπάζει όλα η βουή και το τσιμέντο. Αυτό όλο το χάνουμε. «Τις είδες τις μπετονιέρες που πάνε πάνω κάτω; Έτσι θα μας κάμουν κι εμάς», μου λέει. Δικαίως ανησυχεί. Την επομένη της κουβέντας μας, δημοσιευόταν η έκκληση της δημάρχου Σίφνου Μαρίας Ναδάλη προς τα αρμόδια υπουργεία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού, μεταξύ άλλων για να απαγορευθούν τα υπόσκαφα που αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του νησιού, οι ιδιωτικές πισίνες και η κατασκευή εμφανούς λιθοδομής – η τοιχοποιία να ασπρίζεται σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα.
Η ανεξέλεγκτη «ανάπτυξη» σαν να καταπλακώνει το θαύμα της ζωής. Το βλέπουμε πια «τεμαχισμένο», πάσχουμε από έναν ιδιόμορφο καταρράκτη.
«Πού να τον βρούμε τον Θεό, παπα-Γιάννη;»
Ξαφνιάζεται. Είναι δυνατόν να μην ξέρω; «Εδώ, να», μου λέει και μου δείχνει κάτω τα μυρμήγκια που κάνουν περαντζάδα. Τραβώ το πόδι μου ενστικτωδώς, μην τα πατήσω. «Εδώ, θα δεις το μυρμηγκάκι να περπατεί. Σου στάζει χάμω λίγο λάδι. Σε κλάσμα του δευτερολέπτου, από το ένα που θα πάει κοντά, θα μαζευτούνε όλα τα άλλα. Και λες τι είναι αυτή η δημιουργία… Αυτό είναι η δημιουργία. Είναι ο Θεός αυτό. Και να τονε δοξάζουμε και με χέρια και με ποδάρια. Γιατί είμαστε “ἄνθρωποι σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον τοῦτον οἰκοῦντες”, είμεθα πλάσματα με τη λογική και θαρρούμε πως είμαστε θεοί».
«Γιατί το νομίζουμε αυτό;»
«Γιατί δεν μας έχει αγγίξει κάτι να μας ταρακουνήσει». Μου διηγείται την περιπέτεια που πέρασε με την καρδιά του. «Ήμουνα σε λειτουργία στον Άη Σώστη, κι ανεβαίνοντας σταματήσανε τα ποδάρια μου να με ακολουθούνε…». Όπως μου είπαν ντόπιοι, η Σίφνος, την οποία στις προηγούμενες εκλογές ουδείς πολιτικός επισκέφθηκε, έχει 12-14 λιμενικούς, τρεις αστυνομικούς, οκτώ παπάδες και μόνο δύο γιατρούς. Ευτυχώς που τότε επισκέφθηκε το νησί κινητή ιατρική μονάδα – και ζήτησαν τον παπα-Γιάννη για αγιασμό. «“Ελπίζω να μη βρείτε κανέναν κουσουριασμένο”, τους είπα. Κι ήμουν ο πρώτος που με βρήκαν κουσουριασμένο».
Η κουβέντα έρχεται και στα δυσάρεστα της εποχής. Ο παπα-Γιάννης συμμετείχε σε ηχητικό μήνυμα της Σίφνου για τα μέτρα αποφυγής του κορωνοϊού. «Ο κόσμος έχει παραφρονήσει. Ειδικά το τελευταίο διάστημα, αυτό το κλείσιμο, με τον κόβιντ έχει καταστρέψει την κοινωνία. Μας κατάστρεψε ψυχικά, σωματικά, πνευματικά. Δεν ξέρεις πώς να συμπεριφερθείς, δεν ξέρεις πώς ο άλλος που είναι απέναντί σου αποδέχεται όλη αυτή την ιστορία. Μας έχουν παλαβώσει. Και δεν ξέρεις πώς και ήντα να κάμεις. Κι ακούς κάτι πράγματα, είναι κάποιοι που είναι εναντίον των εμβολίων, λέει τα εμβόλια ’φέραν αυτές τις καταστάσεις. Φτάσανε σε ένα σημείο, όπως όταν ήμασταν στα βαπόρια άμα θα κάναμε παράβαση, να σε βάλουνε πρόστιμο. Είναι τώρα λογική αυτή; Τον αγρότη, τον συνταξιούχο, τον χαμηλόμισθο, άμα δεν φορέσει μάσκα, να τον πιάσεις και να του πεις 5 δραχμές πρόστιμο; Κι αυτές τις 5 δραχμές για να τις βάλει αυτός στην τσέπη, θα πάρει την άλλη μέρα μια φραντζόλα ψωμί. Κάτι πράγματα ακραία. Είναι να απορείς, πώς είμαστε έτσι καταντημένοι».
Από κοντά και η Μαλού
Όσο συζητάμε, κόσμος μαζεύεται έξω από την εκκλησία. Κοιτούν ανυπόμονα τον παπα-Γιάννη. Τον περιμένουν να λειτουργήσει. «Έχεις χρόνο να ακούσεις τον Κανόνα του Αγίου Λαζάρου; Να πάρεις αυτό για ενθύμιο και το καλαθάκι, κοφινάκια λέγονται αυτά», μου λέει και μου χαρίζει τη χειροτεχνία που δεν είχε σταματήσει να φτιάχνει μέχρι τώρα.
Μέσα στην εκκλησία τον ακολουθεί κι η Μαλού. Κάποιες φορές, μου εξηγεί, κάθεται έξω από την πόρτα ή το χειμώνα πάει στις κρυψώνες της. Ο κόσμος να χαλάσει, όμως, όταν τον ακούει να λέει το «δι’ ευχών» θα τρέξει μέσα στο ναό και θ’ αρχίσει να χοροπηδάει.
Προς το τέλος της λειτουργίας, ο παπα-Γιάννης διηγείται για τον Λάζαρο. Μετά την ανάστασή του, έζησε 33 χρόνια «κι εξορίστηκε από τους Φαρισαίους, γιατί; Γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν, να μην πιστέψει ο κόσμος στην ανάστασή του». Κατέφυγε στην Κύπρο, όπου έγινε δεσπότης Κιτίου. Ο Λάζαρος, λέει, «ποιος ξέρει τι είδε στον Άδη και δεν ξαναγέλασε ποτέ». Γέλασε μόνο μία φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο, όταν δηλαδή είδε το ένα χώμα να κλέβει το άλλο.
Θα μου πει μετά για τα τροπάρια, «που το ένα είναι καλύτερο από το άλλο». «Βλέπεις κάτι διαμάντια μέσα και λες πώς γραφτήκανε αυτά τα πράγματα; Τι φώτιση είχαν αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς. Κάποιοι ανθρώποι που ήταν σε μοναστήρια, που ήταν εκτός κόσμου και λέγανε πράγματα για τον κόσμο πάρα πολύ μεγάλα».
Ανησυχεί. Πολύ. «Αυτά είναι ακολουθίες που πρέπει να τις ακούει όλος ο κόσμος. Αλλά τώρα με τις μέριμνες τις βιοτικές και με όλα αυτά, ο κόσμος είναι απασχολημένος για να επιβιώσει. Δεν μπορείς τώρα με 6 και 7 κατοστάρικα τον μήνα να τη βγάλεις. Μας στριμώχνουν, μας στριμώχνουν, μας στριμώχνουν. Και εμείς, Δόξα Σοι ο Θεός, θα φάμε ένα πρόσφορο που λέει ο λόγος, έχουμε τα τυχερά μας, αλλά ο κοσμάκης ο μισθοσυντήρητος; Ο συνταξιούχος; Τα παιδιά που πάνε και παίρνουνε τα πτυχία τους και δεν ξέρουν ήντα να κάμουνε; Κι είναι γκαρσόνια; Και καλά κι έχει το καλοκαίρι αυτόν τον κόσμο που έχει και απασχολείται πολύ μεγάλη μερίδα νεολαίας, αυτά τα παιδιά που τα θέμε κοντά μας, δεν μπορούμε να τά ’χουμε. Να πάρουν διδάγματα από την εκκλησία. Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω, τα παιδιά τα βάζουν μέσα σε καταστάσεις οι οποίες δεν τα ωφελούν».
Τον παρατηρούσα μέσα στον ναό, πώς συμπεριφερόταν στα παιδιά που ’τρέχαν μέσα έξω, χωρίς να «κουνάει το δάχτυλο», χωρίς αυστηρότητα. «Υπάρχουν μορφές στην εκκλησία που μπορούν να δυναμώσουν τα παιδιά μας. Έχουμε και ακραίους. Την άλλη φορά ένας μητροπολίτης, επειδή το τρένο εμπατάρησε, λέει ήταν επειδή επέστρεφαν από το Καρναβάλι στην Πάτρα. Μπορείς να τα πεις τώρα αυτά τα πράγματα; Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν!» Αναφέρεται προφανώς στις αποκρουστικές δηλώσεις του πρώην μητροπολίτη Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιου για το δυστύχημα στα Τέμπη.
«Τι λέτε στα παιδιά, ποιο είναι το νόημα της Ανάστασης;»
«Δεν είναι το Χριστός Ανέστη να πάμε να φάμε το κρέας. Δεν βάζουμε στη ζωή μας τη νηστεία για να φάμε το Πάσχα το αυγό και τη μαγειρίτσα και το μαστέλο (σσ: το πασχαλινό πιάτο με αρνί του νησιού). Βάζουμε τη νηστεία στη ζωή μας, θα νηστέψουμε το κρέας, θα νηστέψουμε το λάδι, Τετάρτη και Παρασκευή, άμα μπορούμε. Άμα δεν μπορούμε, θα φάμε. Δεν θα συκοφαντούμε, δεν θα βάλλουμε, δεν θα σφάζουμε ανθρώποι. Δεν θα τρώμε ανθρώποι. Γιατί αυτό συμβαίνει. Βάνουμε νηστεία, κι έπειτα λέμε ο άλφα, ο βήτα, κι αυτό είναι, πάει χαμένο».
«Έχουμε χάσει την ουσία;»
«Την έχουμε χαμένη. Την έχουμε χαμένη, και κοντά σ’ εμάς τη χάνουν και τα παιδιά».
Μου λέει για τις σημερινές υπερβολές. «Είναι σήμερα τόσο πλούσια η καταναλωτική κοινωνία. Εμείς μεγαλώσαμε με το φύλλο του κρομμυδιού, ψωμί, κρομμύδι και ελιά. Το τυρί το ξύαμε λίγο λίγο για να το δοκιμάσουμε. Τώρα τρώνε πιο πολύ τυρί από ψωμί. Είναι κάποια πράγματα που έχουμε υπερβάλει και τα ‘χουμε κάνει και τα παιδιά νευρικά κι ασθενικά. Γιατί τους τα δίνουμε όλα στο πιρούνι».
«Τι προσδοκάτε;»
«Τώρα; Προσδοκώ Ανάσταση Νεκρών. Τώρα τι προσδοκώ; Κάθε μέρα που περνά δοξάζω τον Θεό που μ’ έχει καλά ακόμα, γιατί δεν είχα πάθει ποτέ τίποτα και θαρρούσα πως είμαι εγώ κι όχι άλλος. Πετούσα στου Βοριά τα νέφη. Ήπιανα πουλιά στον αέρα. Μού ’λεγαν να πάμε στον προφήτη Ηλία που πηγαίναμε τρεις τέσσερις φορές τον χρόνο, πριν να το πούνε, ήμουνα ’κει πάνω. Με τα ποδάρια. Και ξυπόλητος».
Συγκλονίστηκε όταν πήγε στο Ωνάσειο να εγχειριστεί, κι είδε την άλλη πτέρυγα γεμάτη παιδιά. «Παιδάκια, νήπια, βρέφη. Με προβλήματα στην καρδιά. Και τσ’ ελέω -πρόκαμα, ύστερα έπεσα σε λήθαργο- φέρε μου ένα χαρτί να υπογράψω αν πάθω τίοτα, ό,τι όργανα βγάλετε, να τα δώσετε σε αυτά τα παιδάκια. Να βλέπεις τώρα μια μάνα να βαστά το παιδάκι και να κλαίει και η μάνα και το παιδί και ο άντρας πιο κει. Λέω φέρε μου ένα χαρτί να υπογράψω αν πάθω τίοτα, και μακάρι λέω να πάθω, να ζωντανέψουν αυτά τα παιδιά. Είχα την αγωνία για μένα, κι ύστερα που είδα αυτή την κατάσταση, λέω πού πάω εγώ, 72-73 χρονώ; Συγκλονίζεσαι άμα τα βλέπεις αυτά τα πράγματα. Να δώσεις στα παιδιά, στον κόσμο, τις γνώσεις σου, αλλά και το σώμα σου άμα σου πει ο γιατρός ότι είσαι καταδικασμένος».
Σουρουπώνει πια, έπιασε ψύχρα. Γλυκιά ψύχρα, η άνοιξη είναι αδιαπραγμάτευτη. Αποχαιρετώ τον παπα-Γιάννη καθώς κλείνει την εκκλησιά ενώ τα χρώματα χορεύουν μεθυσμένα με τ’ αρώματα στα εκτυφλωτικά πεζούλια του μπλε. «Την άλλη φορά να έρθεις στη Χώνη, στο κτήμα», μου λέει. Έχει μαράζι, να διαβάζουμε τις Γραφές. Να πηγαίνουμε και θέατρο, κινηματογράφο – «Τέχνη, βέβαια», προτρέπει. «Κάτσε όμως και με ένα βιβλίο, άκου το πουλί που τραγουδά». Ξεμακραίνει στο σκοτάδι, με τη μαγκούρα του και τη Μαλού από δίπλα.
«Τ’ είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ’ ανάμεσό τους;» έγραφε ο Σεφέρης. Είτε πιστεύεις είτε όχι, όταν κουβεντιάζεις στη σκιά των κυκλαδίτικων βράχων με ανθρώπους αψιμύθιωτους σαν τον παπα-Γιάννη, ίσως τελικά του ρίχνεις μια κλεφτή ματιά.