Στα μοναστήρια της χώρας μας, τις Άγιες μέρες Του Πάσχα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και την ώρα που το φως Της Ανάστασης πλημμυρίζει την πλάση, η ατμόσφαιρα είναι άκρως κατανυκτική. Πολύς κόσμος επιλέγει τους Ιερούς αυτούς χώρους για να ζήσει αυτές τις στιγμές σιωπηλά και ήρεμα όπως ακριβώς αρμόζει στη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Τα μοναστήρια μας, εκτός από τις μέρες του Πάσχα κατακλύζονται καθημερινά από κόσμο που εκτός από την γαλήνη της ψυχής που προσφέρει το όλο περιβάλλον, συναντούν τους ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε αυτά. Τα αγαπούν γιατί είναι το σπίτι τους, είναι κομμάτι της ζωής τους και φροντίζουν χωρίς πολλά λόγια, αλλά κυρίως με τη στάση τους απέναντι στη ζωή να το μεταφέρουν και στους επισκέπτες των μοναστηριών μας. Είναι οι μοναχοί, που ζουν σ αυτά, είναι οι άνθρωποι που συνειδητοποιημένα έχουν επιλέξει αυτόν το τρόπο ζωής που είναι κοντά στο Θεό μα και στους ανθρώπους.
Κατέβαινα τα σκαλιά Της Χοζοβιώτισσας όταν τον είδα στο ανέβασμά του να στέκεται κάπου στη μέση της διαδρομής για να ξεκουραστεί.
Παρατήρησα πρώτα απ’ όλα το χαμόγελο στο πρόσωπό του και θυμήθηκα όταν ανέβαινα εγώ λαχανιασμένη που αναρωτιόμουν πόσο δύσκολο είναι να φτάσει κανείς στην κορυφή, στην πόρτα Της Εκκλησιάς.
Ένα ζευγάρι Ελλήνων επισκεπτών ανέβαινε επίσης και τον πρόλαβε στα μέσα της διαδρομής. Τον είδα να τους καλημερίζει και να τους ρωτά από που έρχονται και αν έχουν επισκεφτεί ξανά το χώρο. Ξεκίνησε ο μεταξύ τους διάλογος ενώ έφτασα κι εγώ κοντά τους και «μπήκα στην παρέα». Ο παπά Σπύρος μας έδειξε ένα σημείο απέναντί του και μας είπε πως αρχικά εκεί ήταν αποφασισμένο να γίνει το μοναστήρι της Παναγιάς, όμως Εκείνη είχε άλλα σχέδια. Είχε αποφασίσει να πάει πιο ψηλά και να χτίσει το σπίτι Της εκεί που το βρίσκουμε σήμερα.
Τον ρωτήσαμε πως είναι η ζωή στο μοναστήρι και απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό του. Δεν χρειάστηκε να μας πει πολλά λόγια για να καταλάβουμε πως εδώ ήθελε να ζήσει, μ αυτόν ακριβώς τον τρόπο και πως αυτό που έκανε μαζί μας είναι αυτό ακριβώς που του δίνει χαρά και αγαλλίαση. Ο παπά Σπύρος Της Χοζοβιώτισσας ζει πολλά χρόνια στην Αμοργό και οι κάτοικοι του νησιού τον θεωρούν οικογένειά τους. Όταν τυχαίνει να λείψει από το μοναστήρι κανείς δε νοιώθει καλά, ούτε αυτός ούτε οι Αμοργιανοί.
Τον ρωτήσαμε κάθε πότε ανεβοκατεβαίνει στο μοναστήρι και μας αιφνιδίασε όταν τον ακούσαμε να μας απαντά δυο φορές την ημέρα. Αναρωτήθηκα που βρίσκει τόση δύναμη φέρνοντας στο μυαλό μου πόσο πολύ κουράστηκα στο ανέβασμά μου, αλλά δεν μπήκα στη διαδικασία να τον ρωτήσω. Ήξερα ήδη την απάντηση. Η λαχτάρα να φτάσει εκεί που είναι το σπίτι Της Παναγιάς του δίνει δύναμη ακόμα κι αν τα πόδια του πονάνε.
Δεν μπορώ να ξεχάσω μετά από δυο χρόνια που έχουν περάσει από αυτή μας τη συνάντηση τον τρόπο με τον οποίο μας έκανε μέρος όλης αυτής της μαγικής εικόνας. Μας ρώτησε αν ήπιαμε ρακόμελο πάνω στο μοναστήρι, μας κάλεσε να ξαναπάμε. Θυμάμαι που τον είδα να σηκώνεται, να στέκεται στη μαγκούρα του, να μας αποχαιρετά εγκάρδια, θυμήθηκα πως ένοιωσα σα να τον ξέρω χρόνια, μα πολύ περισσότερο ένιωσα πως θέλω οπωσδήποτε να τον ξανασυναντήσω.

Δυο χρόνια μετά, λίγες μέρες πριν το Άγιο Πάσχα, είδα σε δημοσίευμα μια φωτογραφία που με «ξαναπήγε» σε εκείνο το σημείο στα μέσα της διαδρομής για το μοναστήρι της “Αμοργιανής Κεράς”. Ο παπά Σπύρος, ταπεινά φιλά το χέρι ενός παιδιού κι εκείνο πετά ψηλά από χαρά. Αυτός είναι ο παπά Σπύρος της Αμοργού, ο παπά Σπύρος Της Χοζοβιώτισσας. Τυχεροί όσοι τον συναντήσαμε που μπορούμε να κάνουμε εικόνα όποτε θέλουμε μπροστά μας τις στιγμές μας μαζί του. Τυχεροί όσοι θα τον ξανασυναντήσουμε, εκεί στο σπίτι Του, στην Αμοργό του, στην Χοζοβιώτισσά του.
Ευχαριστούμε παπά Σπύρο
Καλή Ανάσταση σε όλο τον κόσμο