Το περίφημο “καφενεδάκι” στο λιμάνι της Νάξου εδώ και μερικές εβδομάδες είναι κλειστό … Αύριο (26/01) αναμένεται το Λιμενικό Ταμείο να αποφασίσει τους όρους για τη δημοπράτηση του δημοτικού καταστήματος στο κεφάλι του λιμανιού που αποτελεί σήμα κατατεθέν για τη βασική είσοδο του νησιού – Η ιστορία της 22ης Ιανουαρίου και η “μετεωρολογική βόμβα”
Λιμάνι της Νάξου… Αποτελεί τη βασική πύλη εισόδου των επισκεπτών στο νησί και είναι η πρώτη εικόνα που έχει ο επισκέπτης όταν βρεθεί στο νησί της «Αριάδνης»… Εκεί που όλοι όμως στέκονται με δεκάδες αναμνήσεις είναι το δημοτικό κατάστημα στο κεφάλι του λιμανιού. Ένα …καφενεδάκι που έχει γράψει τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Το ούζο με το χταποδάκι στα κάρβουνα ήταν αυτό που έδινε μία άλλη ταυτότητα σε ένα καφέ που μπορεί να μην είχε την πολυτέλεια των καφέ – μπαρ του νησιού, όμως ήταν σε 24ωρη βάση ο στυλοβάτης του λιμανιού. Όλοι έχουμε περάσει από εκεί. Έστω και για πέντε λεπτά. Δεν υπάρχει Ναξιώτης που να μην έχει μία ανάμνηση περιμένοντας το πλοίο της γραμμής για να φύγει. Πόσοι έχουν ξενυχτήσει άλλωστε στις ξύλινες καρέκλες του με το πλοίο – ειδικά αυτά της άγονης – να έχουν …ξεχάσει να περάσουν στην ώρα τους; Κι όμως εδώ και μερικές εβδομάδες το Δημοτικό κατάστημα είναι σιωπηλό. Έκλεισε και άδειασε. Ο τελευταίος του μισθωτής δεν άντεξε το υπέρογκο μίσθωμα. Και τώρα το Δημοτικό Ταμείο συνεδριάζει για να μπορέσει να προχωρήσει σε δημοπρασία για νέο ενοικιαστή, Και κυρίως να προχωρήσει σε μία σημαντική ανακαίνιση αφού ουσιαστικά για χρόνια ελάχιστα έχει αλλάξει. Από την δεκαετία του 70 όταν η οικογένεια του Αδελφουλάκου είχε το πρώτο λόγο έως την οικογένεια του Ξαγοράρη και τα τελευταία παιδιά που το έτρεξαν έδωσαν και τον καλύτερο αυτό τους… Μάλιστα για όλες αυτές τις οικογένειες, τον Σπύρο, τον Αντώνη, τον Μάρκο ήταν το σπίτι τους.. Ολοι τους τη ζωη την πέρσααν εκεί. Ηταν απλά το σπίτι τους. Εκεί γεύτηκαν όλες τις όμορφες στιγμές αλλά και τις δύσκολες… Εκεί είδαν τα χαμόγελα των ξένων να τους λένε ένα «ευχαριστώ» για το καφέ που τους πρόσφεραν, εκεί έζησαν την αγωνία των επιβατών για την έλευση ή όχι του πλοίου… Και κυρίως η οικογένεια του πρόωρα χαμένου Αντώνη Ξαγοράρη βίωσε μία από τις χειρότερες βραδιές…
Η βόμβα
Την 22η Ιανουαρίου του 2004… Όταν και ο «Συριανός» (σ.σ. Βορειοδυτικός άνεμος) είχε χτυπήσει σε ανύποπτο χρόνο το νησί και για περίπου 12 ώρες μαστίγωνε χωρίς έλεος όχι μόνο το λιμάνι και τη πόλη της Χώρας αλλά σχεδόν όλο το νησί. Όπως είχε αναφέρει τότε η «Κυκλαδική» της 23ης Ιανουαρίου «Μετεωρολογική βόμβα έπληξε τα νησιά των Κυκλάδων αφήνοντας πίσω της ένα λαβωμένο λιμάνι στη Νάξο αλλά και ανάλογες ζημιές σε Κέα, Αμοργό, Κουφονήσι, Τήνο, Άνδρο, Σαντορίνη. Με βάση το αρχείο της εφημερίδας διαβάζουμε ότι στη Κέα είχε «βουλιάξει» το μισό λιμάνι, στην Τήνο «το χιόνι είχε φτάσει στο ένα μέτρο στα ορεινά και το νησί είχε μείνει χωρίς ρεύμα για 25 ώρες» ενώ στη Σαντορίνη «το νησί έμοιαζε να …περπατάει». Ναι αυτοί ήταν οι τίτλοι των σχετικών άρθρων που περιέγραφαν την συνέπειες αυτής της …βόμβας που πάντως είχε προειδοποιήσει δέκα περίπου μέρες νωρίτερα όταν είχε «χτυπήσει» σε μικρότερη κλίμακα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Και όταν λέμε μετεωρολογική βόμβα πολύ απλά μιλάμε για ανέμους που τρέχουν με ταχύτητα 75 κόμβων (!!!) όπως είχε καταγραφεί από τον μετεωρολογικό σταθμό εκείνο το πρωινό της 22ης Ιανουαρίου πριν τεθεί εκτός μάχης από μία τέντα που είχε φύγει από το διπλανό Ξενία (σ.σ. νυν Δημαρχιακό μέγαρο) σπάζοντας τις κεραίες του σταθμού. Και οι 75 κόμβοι μεταφράζονται σε 138 περίπου χιλιόμετρα την ώρα ήτοι 14 περίπου μποφόρ με το ύψος του κύματος πολύ απλά να περνάει την προβλήτα του λιμανιού και να σκεπάζει τα πάντα στο πέρασμά του…
Μπαχάρισε
Απόλυτος πρωταγωνιστής εκείνης της ημέρας ο Αντώνης Ξαγοράρης, ο οποίος είχε την διαχείριση του δημοτικού καταστήματος και για …καλή του τύχη είχε μείνει εγκλωβισμένος στο κατάστημα για περίπου 12 ώρες καθώς είχε μεταβεί το πρωί στις 5.00 για να ανοίξει το μαγαζί του όπως έκανε κάθε μέρα και έφυγε τελικά λίγο πριν τις πέντε το απόγευμα και μετά από μία …καταδρομική προσπάθεια που είχε κάνει ο γιος του Μάρκος και ο γαμπρός του Στέλιος, ώστε να τον απεγκλωβίσουν με τη άγρια θάλασσα πραγματικά να δείχνει τα δόντια της… Δεν έκρυψε ποτέ ότι εκείνη η ημέρα τον είχε σημαδέψει και μάλιστα ένας φίλος του φωτογράφος (σ.σ. είχαν υπηρετήσει μαζί στο Διδυμότειχο πριν από 40 χρόνια και βρέθηκαν και πάλι στη Νάξο εκείνες τις ημέρες) του είχε χαρίσει μία φωτογραφία σε μεγέθυνση που απεικονίζει τη φουρτουνιασμένη θάλασσα να χτυπά με ορμή το κατάστημα όπου για αρκετά χρόνια δούλεψε. Και την κράτησε ως μικρό ενθύμιο. «Μπορώ να την ξεχάσω εκείνη την ημέρα; Από το προηγούμενο βράδυ είχαμε ενημερωθεί ότι θα υπάρχουν ακραία καιρικά φαινόμενα και υπήρχε απαγορευτικό. Το επόμενο πρωί γύρω στις 5 υπήρχε απόλυτη άπνοια. Η θάλασσα ήταν λάδι, να την πιεις στο ποτήρι. Όμως σιγά σιγά άρχισε να …μπαχαρίζει και γύρω στις 9 ο Γιακουμής Βιτσαράς, λεμβούχος μου είπε «Αντώνη, κλείσε το μαγαζί, μπαχαρίζει η θάλασσα, άντε να φεύγουμε». Του είπα να προχωράει γιατί θα έπρεπε να κλείσω το μαγαζί και χρειαζόμουν μάξιμουμ δέκα λεπτά. Να μαζέψω τα πράγματα. Καράβι δεν είχε. Αλλά… Η «κατεβασιά» της θάλασσας ήταν ξαφνική, χωρίς προειδοποίηση. Τα κύματα άρχισαν να έρχονται συνεχόμενα και όλη η προβλήτα αίφνης χάθηκα. Δεν μπορούσα να φύγω και έτσι έμεινα στο μαγαζί. Σκέφτηκα, «πόσο θα κρατήσει»….
Γαντζωμένος
Τελικά κράτησε πολύ. Και ο κ. Ξαγοράρης φοβήθηκε. «Ναι φοβήθηκα. Αυτό που έβλεπα δεν είχε προηγούμενο. Η μανία του ανέμου ήταν απερίγραπτη. Χτυπούσε και λύγιζε τα σίδερα. Ήμουν γαντζωμένος στη πόρτα της εισόδου και έβλεπα τη κάσα του βορεινού παραθύρου να μπαίνει μέσα. Τέσσερις πέντε πόντους είχε πάει μέσα. Μπορεί να το καταλάβει κανείς αυτό; Το κτήριο έτρεμε, λες και ήθελε να το πάρει και να φύγει…. Και το μαγαζί γέμιζε από νερό, άμμο με τις καρέκλες, τα τραπέζια να μοιάζουν χάρτινα στη μανία του καιρού. Τα στέγαστρα των επιβατών που περίμεναν είχαν αρχίσει να λυγίζουν όπως και τα βορεινά κάγκελα που είχαμε ως προστασία του καταστήματος. Πρώτη φορά είδα στη ζωή μου τα σίδερα να λυγίζουν από τον αέρα. Το «Στέλλα» ένα motor ship που ήταν δεμένο στη προβλήτα ήταν έτοιμο να ανέβει πάνω, ενώ ένα γκαζάδικο, το «Ιωάννης Κ» μόλις άρχισε η θεομηνία άφησε το μόλο και βγήκε αρόδου. Εκείνοι ήταν που τα χρειάστηκαν περισσότερο». Η …λύτρωση ήρθε γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, όταν «κάποια στιγμή ήρθαν τα παιδιά μου, ο γιός μου ο Μάρκος και ο γαμπρός μου ο Στέλιος. Πέρασαν με το αυτοκίνητο, είχε κοπάσει κάπως ο καιρός. Όμως, είχαμε και εκεί Άγιο, κι αυτό γιατί σε κάποια στιγμή ο αέρας σήκωσε το αυτοκίνητο. Εκεί στο ύψος της γλίστρας που είναι σήμερα. Τότε ήταν το κτήριο το λεμβούχων κι εάν δεν υπήρχε ένας στύλος και ένας σκουπιδοτενεκές που λειτούργησαν ως αντίσταση καθότι σφηνώσαμε, δύσκολα θα είχαμε αποφύγει την πτώση στη θάλασσα από την άλλη πλευρά του μόλου».
Κουνιόταν το κτήριο
Εκτός από τον κ. Ξαγοράρη ένας ακόμη Ναξιώτης έζησε από πολύ κοντά την θεομηνία εκείνης της ημέρας, ο συνταξιούχος σήμερα Βασίλης Βιλαντώνης, τότε πρόεδρος του σωματείου Λεμβούχων στο νησί της Νάξου… «Τι να σου πω για εκείνη την ημέρα; Ήταν μία άγρια ομορφιά. Απίστευτο φαινόμενο. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα είχε η θάλασσα τόση δύναμη με τα χαστούκια που μας έδωσε εκείνη την ημέρα… Είδα τα σίδερα να λυγίζουν. Την βαριά πόρτα εισόδου στο λιμάνι να γίνεται παιχνιδάκι και να μεταφέρεται μέτρα μακριά διαλυμένη και το γραφείο που είχαμε εδώ να έχει γίνει …διαμπερές. Γέμισε άμμο αλλά τόσο τα έπιπλα το γραφείου όσο και το ψυγείο και την τηλεόραση τα βρήκαμε μερικές ημέρες αργότερα στον Μετεωρολογικό… Στην απέναντι ακτή… Τα αυτοκίνητα που είχαν μείνει από το προηγούμενο βράδυ καταστράφηκαν και ακόμη θυμάμαι το κτήριο που ήταν μέσα ο Ξαγοράρης να κουνιέται. Ναι κουνιόταν, τόση δύναμη είχε ο αέρας. Ξέρεις τι είναι να παίρνει τους βράχους από τον λιμενοβραχίονα και να τους πετάει μακριά; Ήρθαμε το επόμενο πρωί για να μετρήσουμε τις απώλειες… Μας έλεγαν για την καταστροφή αλλά άλλο να σου λένε και άλλο να το βλέπεις. Ένιωθα δέος μπροστά σ’ αυτό που έβλεπα.…»
Αναμνήσεις
Η αναφορά στο συγκεκριμένο γεγονός δεν έχει να κάνει με πολιτικές ή άλλες προεκτάσεις. Ούτε για το εάν το λιμάνι είναι καλό ή κακό. Η ότι άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς. Έχει να κάνει με τις αναμνήσεις που έχουν άνθρωποι από έναν σταθμό, ένα δημοτικό κατάστημα που πρέπει να υπάρχει. Να λειτουργεί όσο καλύτερα γιατί είναι προς όφελος των επισκεπτών. Είναι η πρώτη εικόνα που βλέπουν όλοι. Είναι το καλωσόρισμα και το αντίο. Και οφείλουμε ως κάτοικοι του νησιού να δίνουμε τον καλύτερο εαυτό μας. Και μακάρι η αλλαγή του Δημοτικού καταστήματος όπως λέγεται να είναι προς το καλύτερο και να είναι σύγχρονο λειτουργικό και να γεμίσει με αναμνήσεις. Κυρίως καλές και να έχουν αργότερα κάποιοι να λένε για το καφεδάκι που έπιναν στο συγκεκριμένο σημείο του νησιού περιμένοντας είτε οι ίδιοι το πλοίο για να φύγουν είτε κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο..
Πηγή: Εφημερίδα Κυκλαδική (22/01/2014)