Σούπερ παραλίες, πεντακάθαρα νερά και μάλιστα με ευρωπαϊκή βούλα συνθέτουν το σκηνικό της Ελλάδας για το καλοκαίρι
«Η ποιότητα των νερών των θαλασσών αλλά και των λιμνών μας είναι γνωστή και αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας» δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Τσιρώνης, καθώς, ως εξαιρετικής ποιότητας για κολύμβηση, αξιολογήθηκαν τα νερά της χώρας, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος.
Όσον αφορά την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε η παρακολούθηση, με μικροβιολογικές και οπτικές ποιοτικές παραμέτρους σε 1.540 σημεία, εκ των οποίων τα δύο βρίσκονται σε εσωτερικά ύδατα και τα υπόλοιπα 1.538 σε παράκτια ύδατα.
Από το σύνολο των 1.540 σημείων δειγματοληψίας αξιολογήθηκαν τα 1.518, καθώς το 2014 παρακολουθήθηκαν για πρώτη φορά 22 νέα σημεία.
Τα νέα σημεία για το 2014 δεν αξιολογήθηκαν, καθώς δεν έχει ληφθεί ο επί τετραετία ελάχιστoς αριθμός δειγμάτων που ορίζει η Οδηγία.
Παρόλα αυτά, από τα πρώτα αποτελέσματα παρατηρείται ότι οι συγκεντρώσεις των μικροβιολογικών παραμέτρων διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα, τηρώντας τα αντίστοιχα όρια εξαιρετικής ποιότητας. Για τα 1518 σημεία προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1.495 σημεία ταξινομούνται στην κατηγορία «εξαιρετικής ποιότητας»
23 σημεία χαρακτηρίζονται ως «καλής ποιότητας»
Κανένα σημείο δεν χαρακτηρίζεται ως «επαρκούς ποιότητας»
Κανένα σημείο δεν χαρακτηρίζεται ως «ανεπαρκούς ποιότητας»
Όσον αφορά την ΕΕ γενικότερα, για το 2014, το 95% των περιοχών κολύμβησης, που τελούν υπό παρακολούθηση, πληροί τις ελάχιστες προδιαγραφές ποιότητας των υδάτων το 2014.
Η ποιότητα των υδάτων, στο 83% των περιοχών της Ευρώπης, κρίνεται εξαιρετικής ποιότητας, σημειώνοντας αύξηση κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα, σε σύγκριση με το 2013.
Όλες οι περιοχές κολύμβησης στην Κύπρο, το Λουξεμβούργο και τη Μάλτα διαθέτουν ύδατα εξαιρετικής ποιότητας.
Τις χώρες αυτές ακολουθούν η Ελλάδα (97%), η Κροατία (94%) και η Γερμανία (90%), όλες με υψηλή αναλογία των περιοχών που διαθέτουν ύδατα κολύμβησης εξαιρετικής ποιότητας.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, μόνο το 2% των περιοχών κολύμβησης δεν πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας, για τα ύδατα κολύμβησης και χαρακτηρίζεται ως «ανεπαρκούς ποιότητας»