Στον καθορισμό της διοικητικά οριζόμενης τιμής του ποσοστού προσαύξησης και των χρεώσεων για την αποζημίωση του διαχειριστή έναντι του κόστους εντοπισμού και διαχείρισης ρευματοκλοπής,των κλειδών επιμερισμού του εσόδου από διαπιστωμένες ρευματοκλοπές καθώς και την κατανομή των ποσών που εισπράττονται λόγω ρευματοκλοπών προβλέπει απόφαση της ΡΑΕ
Στον καθορισμό της διοικητικά οριζόμενης τιμής του ποσοστού προσαύξησης και των χρεώσεων για την αποζημίωση του διαχειριστή έναντι του κόστους εντοπισμού και διαχείρισης ρευματοκλοπής,των κλειδών επιμερισμού του εσόδου από διαπιστωμένες ρευματοκλοπές καθώς και την κατανομή των ποσών που εισπράττονται λόγω ρευματοκλοπών προβλέπει απόφαση της ΡΑΕ
Ειδικότερα ρυθμίζονται θέματα όπως ιδίως η είσπραξη και η διάθεση των καταλογιζόμενων ποσών λόγω ρευματοκλοπής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του Διαχειριστή και των καταναλωτών, ο καθορισμός βασικών αρχών και κανόνων που πρέπει να διέπουν τις διαδικασίες διερεύνησης και διαπίστωσης ρευματοκλοπών προς διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Περαιτέρω, οι λεπτομέρειες εφαρμογής και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 95 καθορίζονται με το Εγχειρίδιο Ρευματοκλοπών
Επειδή αφενός η μη καταγραφείσα ενέργεια λόγω ρευματοκλοπής υπολογίζεται ενιαία για όλη τη θεωρούμενη περίοδο ρευματοκλοπής και δεν κατανέμεται ανά έτος αυτής σε αναλογία προς τυχόν καταγραφείσες ποσότητες ενέργειας, αφετέρου για τον υπολογισμό των αντίστοιχων καταλογιζόμενων ποσών η διοικητικά οριζόμενη τιμή προσαυξάνεται προκειμένου η ρύθμιση να λειτουργεί αποτρεπτικά.
Για τους λόγους αυτούς, κρίνεται ότι η διοικητικά οριζόμενη τιμή μπορεί να βασίζεται σε τρέχουσες χρεώσεις και κόστος ενέργειας. Βάσει των ανωτέρω και των χρεώσεων που καθορίζονται και υπολογίζονται, το μέσο κόστος ενέργειας (ενεργειακό σκέλος ανταγωνιστικών και ρυθμιζόμενων χρεώσεων) για έναν μέσο τυπικό οικιακό καταναλωτή χαμηλής τάσης (τετραμηνιαία κατανάλωση 1.300 kWh) για το 2016 υπολογίζεται σε 148,59 €/MWh.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, χάριν απλούστευσης, η διοικητικά οριζόμενη τιμή του άρθρου 95 παράγραφος 11 του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ κρίνεται εύλογο να καθοριστεί στην τιμή των 150€/MWh.
Το μέσο κόστος ενέργειας για έναν οικιακό καταναλωτή δικαιούχο Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου σύμφωνα με απόφαση της ΡΑΕ, ανέρχεται περίπου στο ήμισυ του ανωτέρω κόστους, θεωρείται εύλογη η διαφοροποίηση της διοικητικά οριζόμενης τιμής για δικαιούχους ΚΟΤ και όσους εντάσσονται στο Πρόγραμμα «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης» του άρθρου 235 του ν. 4389/2016 και συγκεκριμένα ο καθορισμός της στην τιμή των 80 €/MWh.
Για τον καθορισμό του ποσοστού προσαύξησης της διοικητικά οριζόμενης τιμής κρίνεται εύλογο να ληφθούν υπόψη καινά σταθμισθούν τα ακόλουθα: α) Η ανάγκη λήψης αυστηρών μέτρων για την αντιμετώπιση της αύξησης των ρευματοκλοπών στο δίκτυο διανομής (εκτιμάται αύξηση του ποσοστού των συνολικών απωλειών ενέργειας στο διασυνδεδεμένο δίκτυο διανομής κατά περίπου 1 εκατοστιαία μονάδα την τετραετία 2011-2014, σε σχέση με το μέσο όρο της περιόδου 2003-2010, η οποία αντιστοιχεί σε απόλυτη αύξηση του ποσοστού απωλειών ενέργειας κατά 15%), λόγω της οποίας είναι αναγκαίο η διοικητικά οριζόμενη τιμή να καθορισθεί σε επίπεδο αισθητά υψηλότερο έναντι της χρέωσης ενέργειας που προκύπτει με βάση τα τρέχοντα τιμολόγια των προμηθευτών και τις τρέχουσες μοναδιαίες τιμές των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, προκειμένου η ρύθμιση να λειτουργεί αποτρεπτικά, αποθαρρύνοντας τη διάπραξη ρευματοκλοπής ή την υποτροπή,
Το εύρος των χρεώσεων ενέργειας (ανταγωνιστικών και ρυθμιζόμενων) των τιμολογίων του δεσπόζοντος προμηθευτή για διάφορες χρήσεις και κατηγορίες καταναλωτών, οι οποίες, με εξαίρεση τα τιμολόγια γεωργικής χρήσης, κυμαίνονται μεταξύ 150 και 200 €/MWh με μέσο όρο τα 170 €/MWh.
Η ανάγκη αντιστάθμισης, στο μέτρο του δυνατού, της προκαλούμενης οικονομικής ζημίας των συνεπών καταναλωτών από τις ρευματοκλοπές, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι στην πράξη δεν είναι εφικτός ο εντοπισμός του συνόλου των κρουσμάτων ρευματοκλοπής.
Η αρχή της αναλογικότητας, ώστε το ύψος της μοναδιαίας χρέωσης να μην οδηγεί στην καταβολή υπέρογκων ποσών, χωρίς εκ των πραγμάτων δυνατότητα είσπραξης τους, ιδιαιτέρως στην παρούσα δυσμενή οικονομική συγκυρία αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες μη καταβολής του (διακοπή ηλεκτροδότησης), ιδιαίτερα δε για ευαίσθητες κοινωνικά και οικονομικά ομάδες. Βάσει των ανωτέρω, κρίνεται εύλογο το ποσοστό προσαύξησης της διοικητικά οριζόμενης τιμής να καθορισθεί σε 50% για δικαιούχους ΚΟΤ και όσους εντάσσονται στο Πρόγραμμα «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης» του άρθρου 235 του ν. 4389/2016 (τελική μοναδιαία χρέωση ενέργειας για τον υπολογισμό των καταλογιζόμενων ποσών λόγω ρευματοκλοπής 120 €/MWh) και σε 70% για λοιπούς καταναλωτές (τελική μοναδιαία χρέωση ενέργειας για τον υπολογισμό των καταλογιζόμενων ποσών λόγω ρευματοκλοπής 255 €/MWh).
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΧΡΕΩΣΕΩΝ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΚΛΟΠΗΣ
Με το σχετικό 19 ο Διαχειριστής του Δικτύου υπέβαλλε εισήγηση για τον καθορισμό μοναδιαίων χρεώσεων για την αποζημίωση του Διαχειριστή του Δικτύου αναφορικά με το κόστος που υφίσταται για τον εντοπισμό και τη διαπίστωση της ρευματοκλοπής και τη διαχείριση της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 11 του Κώδικα Δικτύου, ως ακολούθως:
Αναφορικά με τα δεδομένα και τις παραδοχές υπολογισμού των παραπάνω χρεώσεων, τα οποία παραθέτει στη εισήγηση του ο Διαχειριστής, πρέπει να σημειωθούν κατ’ αρχήν τα ακόλουθα: α) Αναφορικά με τις ποσότητες αναλισκόμενων πόρων (χρόνος απασχόλησης προσωπικού, οχημάτων και εγκαταστάσεων), οι παραδοχές του Διαχειριστή Δικτύου κρίνονται εύλογες, με εξαίρεση το θεωρούμενο χρόνο απασχόλησης (2 ώρες) διοικητικού προσωπικού με οικονομικές γνώσεις (κατηγορία ΔΟ1) για τη λογιστική παρακολούθηση της υπόθεσης.
Στο χρόνο αυτό, ο ο Διαχειριστής θεωρεί επίσης την απασχόληση του προσωπικού του για την τιμολόγηση και απόδοση των ποσών στους επιμέρους δικαιούχους, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 19 του Κώδικα Διαχείρισης του Δικτύου. Ωστόσο, η εν λόγω εργασία δεν είναι αναγκαίο ούτε πρακτικό να πραγματοποιείται διακριτά για κάθε περίπτωση ρευματοκλοπής. β) Αναφορικά με το κόστος απασχόλησης προσωπικού και πόρων του Διαχειριστή για την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους, δεν είναι σαφές αν οι προτεινόμενες μοναδιαίες χρεώσεις περιλαμβάνουν επιμεριζόμενο έμμεσο κόστος και περιθώριο κέρδους.
Επιπλέον, γενικότερα, ο έλεγχος και η έγκριση των χρεώσεων αυτών απαιτεί τον προηγούμενο καθορισμό σχετικών αρχών και κανόνων για τον υπολογισμό τους και την υποβολή του σχετικού μοντέλου κοστολόγησης. Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη την επείγουσα ανάγκη ολοκλήρωσης του πλαισίου του Κώδικα Δικτύου σχετικά με τις ρευματοκλοπές, το γεγονός ότι, όπως αναφέρει ο Διαχειριστής, οι αντιστοίχως θεωρούμενες ποσότητες απασχολούμενων πόρων αφορούν μόνο σε εργασίες που λαμβάνουν χώρα σε πρώτο χρόνο – δηλαδή δεν ενσωματώνουν τυχόν μη προβλέψιμες ώρες συναφούς απασχόλησης σε δεύτερο χρόνο (ενστάσεις, επανεκτιμήσεις, παραστάσεις σε δικαστήρια κ.λπ.) – τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της πράξης της ρευματοκλοπής η οποία προκαλεί το σχετικό κόστος και το γεγονός ότι τα εν λόγω έσοδα αφαιρούνται εξ ολοκλήρου από το απαιτούμενο έσοδο έτσι ώστε ο Διαχειριστής να μην ανακτά το σχετικό κόστος εις διπλούν, θεωρείται ότι οι χρεώσεις της από 8.3.2017 εισήγησης του Διαχειριστή μπορούν να εφαρμοστούν.