Εργάζονται με όρους μερικής απασχόλησης, από ανάγκη. Θέλουν να βρουν δουλειά πλήρους απασχόλησης, όμως ακόμα δεν τα έχουν καταφέρει
Εργάζονται με όρους μερικής απασχόλησης, από ανάγκη. Θέλουν να βρουν δουλειά πλήρους απασχόλησης, όμως ακόμα δεν τα έχουν καταφέρει
Έτσι, συμβιβάζονται με εργασίες υπό συνθήκες ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Στην Ελλάδα της κρίσης, υπολογίζεται ότι το 70% όσων δουλεύουν με… ευελιξία, το πράττουν όχι επειδή το επιθυμούν, αλλά επειδή είναι αναγκασμένοι από τις συνθήκες. Συνολικά η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) κατέγραψε το α’ τρίμηνο του 2017 ότι ανέρχονται σε 385.155 οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπό όρους μερικής απασχόλησης. Από αυτούς οι 257.877 δηλώνουν ότι εργάζονται σε αυτές τις συνθήκες, παρά το γεγονός ότι δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο!
Οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας λαμβάνουν επίσης πολύ μικρότερες αποδοχές, που υπολείπονται του θεσμοθετημένου βασικού μισθού (586 ευρώ μικτά ή ειδικά για νέους έως 25 ετών, 511 ευρώ μικτές αποδοχές). Ουσιαστικά, ο μισθός τους μόλις και μετά βίας υπερβαίνει τα 200 – 300 ευρώ το μήνα, γεγονός που τους κατατάσσει στους «φτωχούς» εργαζόμενους.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αυτή την πολύ… ειδική κατηγορία εργαζομένων, την τοποθετεί στους εν δυνάμει ανέργους. Μαζί τους βάζει και όσους είναι άνεργοι, αλλά δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν την εύρεση εργασίας, επειδή για παράδειγμα επέλεξαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, κάνοντας ένα μεταπτυχιακό ή ένα διδακτορικό, ή να ολοκληρώσουν την στρατιωτική τους θητεία.
Με τις παραπάνω προσθήκες, το τελικό ποσοστό της ανεργίας στη χώρα είναι σαφώς υψηλότερο, από το επίσημα καταγεγραμμένο. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η πραγματική ανεργία στην Ελλάδα «τρέχει» με 31,3% όταν το επίσημο ποσοστό, είναι 21,7%, σύμφωνα με στοιχεία Μαΐου.