«Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή», ήταν κάποια από τα λόγια της Βαρβάρας Βουκάκη, η οποία συγκλόνισε χθες με την κατάθεσή της στη δίκη για την πυρκαγιά στο Μάτι.
Την κόλαση που βίωσαν στην πράξη οι επιζήσαντες της βιβλικής καταστροφής από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και την απόλυτη έλλειψη κάθε κρατικής αρωγής σε θύματα, νεκρούς και συγγενείς τους περιγράφουν οι μάρτυρες σε μια δίκη που όμοιά της δεν υπήρξε στο παρελθόν. Η σπαρακτική κατάθεση της Βαρβάρας Βουκάκη που έχασε τον άνδρα της και τα δύο παιδιά της δεν συγκλόνισε μόνο, συντάραξε το δικαστήριο, με όλους τους παράγοντες να ξεσπούν σε λυγμούς. Το ίδιο και οι υπόλοιποι μάρτυρες.
Η αρχή του εφιάλτη
«Βγήκε ο άνδρας μου στη λεωφόρο Μαραθώνος να δει τι συμβαίνει. Με πήρε τηλέφωνο. Ηταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Οταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Επαιρνα τον Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν.
Κάποια στιγμή ο γιος μου σήκωσε το τηλέφωνο του πατέρα του. Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. “Φοβάμαι, μαμά μου!”, μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει “εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς”. Ηταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».
Στην προσπάθειά της να φθάσει στο Μάτι, κάποιος της φώναξε “γύρνα πίσω, θα καείς, καίγονται τα πάντα”. Επαιρνα τον Γρηγόρη. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. “Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Πού να έρθεις να μας βρεις”. Ο Γρηγόρης μου έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας», είπε η κ. Βουκάκη. Η μάρτυρας περιέγραψε την κατάσταση που αντιμετώπισε όταν έφθασε στο Μάτι. «Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Πριν φτάσω στην Αγία Μαρίνα είδα δύο περιπολικά σταματημένα κι έκλειναν τον δρόμο. “Που πάτε, κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα”, μου είπαν και απάντησα “θα περάσω τώρα, ψάχνω την κόρη μου, τον άντρα και τον γιο μου”.
Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή! Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι άνθρωποι σαν εμάς. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια να ζήσετε ό,τι ζήσαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα; Τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Πού ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Φώναζα τα ονόματά τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;».
«Βρήκα την Εβίτα μου…»
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. «Εδωσα ονόματα και στοιχεία. Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφθαναν, πρόσωπα μαυρισμένα, κουβέρτες, άθλια κατάσταση. Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινε κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση. Σε μία από όλες τις φορές στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει… Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με το ροζ μπλουζάκι της, όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσε. Τώρα δεν είχε ζωή. Επρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Επρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανακατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».
Το οικόπεδο με τον θάνατο
«Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. “Πού είναι αυτό το οικόπεδο;”, ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ηταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω. Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ, η μάνα, είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου. Θέλω να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω αν δεν με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγός μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών. Μας είπαν να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φθάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Οχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μην ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποί σου είναι εδώ. Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω DNA για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ηξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Ανδρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Ανδρέας μου και ακολούθησε τον δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης μου και η Εβίτα μου. Χάθηκε η οικογένειά μου…».
Σαν πόλεμος
Την αγωνία και τον τρόμο που έζησε, αλλά και την περιπέτεια που βιώνουν έκτοτε ο τότε 4,5 ετών γιος του και η σύζυγός του, η οποία ανήκει στους εγκαυματίες, περιέγραψε στο δικαστήριο και ο Θεοφάνης Χατζησταματίου.
«Οσοι ζήσανε εκείνη την ημέρα ζήσανε από τύχη. Δέκα δευτερόλεπτα χωρίζανε τη ζωή από τον θάνατο, όπως γίνεται στον πόλεμο. Δεν έκαναν ούτε το ελάχιστο. Να ειδοποιήσουν ένα τέταρτο νωρίτερα για να μη χαθεί κανένας, να προλάβουν να φθάσουν στη θάλασσα. Ας έκαναν έστω αυτό, αφού δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο. Αχρηστοι… Η σύζυγός μου ήταν στο “Σισμανόγλειο” με αφόρητους πόνους. Μόνη της.
Το παιδί μου έμεινε για 60 μέρες στο νοσοκομείο. Επαιρνε μορφίνη. Δεν μπορούσε να ξαπλώσει, είχε καμένη πλάτη και πόδια. Εκανε δύο φορές χειρουργείο. Επρεπε να φορά ελαστικά. Κάθε βράδυ από το ξύσιμο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ψυχολογικά τέσσερα χρόνια τώρα χρειάζεται στήριξη. Από μωρό ωρίμασε απότομα. Μπαίνει στην εφηβεία με το μισό του σώμα σημαδεμένο. Δεν μπορεί να βγει στην παραλία. Δεν μπορεί να κάνει γυμναστική. Εχει χάσει την εμπιστοσύνη του και σε εμάς που δεν μπορέσαμε να τον προστατεύσουμε. Κεράκι δεν μπορούσε να δει ούτε στην τούρτα του ούτε στην εκκλησία. Τζάκι δεν ανάβουμε φυσικά».
Σοκαριστικές στιγμές περιέγραψε και με τη σύζυγο και με τον πατέρα του. «Η σύζυγός μου και ο πατέρας μου ήταν σε άλλο νοσοκομείο. Στις 30 Ιουλίου μου είπαν “έλα να προλάβεις την Κάλλι πριν τη διασωληνώσουν”. Ποτέ δεν θα ξεχάσω όταν είδα τις ακτινογραφίες του θώρακός της, δεν είχε πνευμόνια», είπε ο μάρτυρας για τη σύζυγό του, που κατάφερε να επιβιώσει έχοντας εκτεταμένα εγκαύματα.
Με πληροφορίες από τη σελίδα kathimerini.gr