Για να αποκρούσουν την αγωγή αποζημίωσης οι νομικοί εκπρόσωποι του Δημοσίου και του Πυροσβεστικού Σώματος, επιρρίπτουν ευθύνες και στους πυρόπληκτους για την τραγωδία στο Μάτι.
Την ώρα που τα θύματα του Ματιού αφηγούνται, τέσσερα χρόνια μετά, ενώπιον της ποινικής Δικαιοσύνης, τον εφιάλτη που έζησαν, το Δημόσιο και η Πυροσβεστική τούς επιρρίπτουν ευθύνες για να αποκρούσουν την αγωγή αποζημίωσης που έχουν καταθέσει στα διοικητικά δικαστήρια. Σύμφωνα με τις προτάσεις που έχουν υποβάλει οι νομικοί εκπρόσωποι του Δημοσίου, κάποιοι από τους πυροπλήκτους ευθύνονται επειδή «κατευθύνθηκαν στην καιόμενη περιοχή». Στην ίδια λογική, κράτος και Πυροσβεστικό Σώμα αποδίδουν την τραγωδία σε «ανωτέρα βία», «απρόβλεπτους παράγοντες» και «αιφνιδιαστική μεταβολή στην ένταση των ανέμων».
Στους ισχυρισμούς, που παρουσιάζει για πρώτη φορά η «Καθημερινή», (photo credit INTIME NEWS) η Πυροσβεστική υποστηρίζει ότι πιθανή απόπειρα μαζικής απομάκρυνσης του συνόλου των κατοίκων των πληγέντων οικισμών υπό τις επικρατούσες συνθήκες θα ήταν «ατελέσφορη και επικίνδυνη». Ακόμη, το Μάτι παραλληλίζεται με πολύνεκρα συμβάντα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, αναφέροντας ότι «καταστροφικές πυρκαγιές είναι δυνατό να συμβούν ακόμη και σε χώρες που αποδεδειγμένα λαμβάνουν μέτρα άκρας επιμέλειας και διαθέτουν μέσα και εξοπλισμό δασοπυρόσβεσης ανώτερο από τα ελληνικά».
Η Πυροσβεστική ζητάει να αναγνωριστεί συντρέχον πταίσμα των εναγόντων κατά 95%. Αναφέρει ότι σχεδόν όλες οι κατοικίες των εναγόντων ήταν εκτός σχεδίου πόλεως και υποστηρίζει ότι στους πληγέντες οικισμούς δεν είχαν τηρηθεί οδηγίες για την ασφαλή θωράκιση σπιτιών έναντι πυρκαγιάς. Κάνει λόγο για πεύκα τα οποία εφάπτονταν με τις σκεπές και τα παράθυρα των σπιτιών και λειτούργησαν ως καύσιμη ύλη για την ταχύτατη εξάπλωση της πυρκαγιάς. «Οι ως άνω παραλείψεις έπαιξαν, όπως αποδείχθηκε, καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων και την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος», αναφέρεται στους ισχυρισμούς.
Συνυπαιτιότητα των εναγόντων και μάλιστα σε ποσοστό 99% ζητούν σε ξεχωριστό υπόμνημά τους και νομικοί σύμβουλοι του ελληνικού Δημοσίου αναπαράγοντας τους ανωτέρω ισχυρισμούς. Δεν αποδέχονται παραλείψεις ή λάθη στη ρύθμιση της κίνησης από την Αστυνομία και υποστηρίζουν ότι ορισμένοι εκ των εναγόντων εισήλθαν στην καιόμενη περιοχή με δική τους ευθύνη. Η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος προβλέπεται από τον Αστικό Κώδικα και χρησιμοποιείται συνήθως σε τροχαία ατυχήματα αλλά και σε εργατικές υποθέσεις. Εάν γίνει αποδεκτή, το δικαστήριο μπορεί είτε να μην επιδικάσει αποζημίωση είτε να μειώσει το σχετικό ποσό.
Τον Ιανουάριο του 2022 κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ομαδική αγωγή 24 πυροπλήκτων και συγγενών θυμάτων από τη φωτιά στην Ανατολική Αττική κατά του ελληνικού Δημοσίου (Πυροσβεστική, Αστυνομία), της Περιφέρειας Αττικής και των Δήμων Μαραθώνος, Ραφήνας – Πικερμίου και Πεντέλης. Κάνουν λόγο για σοβαρά επιχειρησιακά λάθη, έλλειψη της προβλεπόμενης προληπτικής εναέριας επιτήρησης, καθυστερημένη κινητοποίηση και υποτίμηση του κινδύνου από τις αρμόδιες αρχές, και διεκδικούν αποζημιώσεις δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ ανά περίπτωση. Η αγωγή τους επρόκειτο να συζητηθεί τον Μάιο, αλλά αναβλήθηκε για τις 25 Νοεμβρίου, καθώς η Πυροσβεστική και οι Δήμοι Μαραθώνος και Πεντέλης δεν είχαν ακόμη καταθέσει φακέλους με τις απόψεις τους. Τελικά, μία ημέρα πριν από την εκδίκαση η Πυροσβεστική υπέβαλε τους δικούς της ισχυρισμούς και πλέον αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση του δικαστηρίου.
Στην πολυσέλιδη αγωγή, μια εγκαυματίας περιέγραφε πώς τους έλουζε βροχή από καύτρες. Η ίδια νοσηλεύθηκε για ένα μήνα με εγκαύματα στις ωμοπλάτες, στον σβέρκο και στα άκρα, και δύο χρόνια αργότερα υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση για αποκατάσταση των ρικνωτικών ουλών. Αλλοι ενάγοντες είχαν αναφερθεί στο ψυχικό τραύμα που τους βαραίνει και στις συνεχείς σκέψεις του επικείμενου θανάτου όση ώρα παρέμειναν εγκλωβισμένοι.
Στις προτάσεις που έχουν καταθέσει οι νομικοί σύμβουλοι του κράτους διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι οι κάτοικοι «εισήλθαν στην καιόμενη περιοχή με δική τους ευθύνη».
Στις απόψεις της Πυροσβεστικής αναφέρεται ότι οι ριπές του ανέμου αυξήθηκαν «αιφνιδιαστικά» εκείνο το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 και ότι ήταν «οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί καλοκαιρινούς μήνες κατά την τελευταία οκταετία». Οι ενάγοντες, επικαλούμενοι στοιχεία από την ποινική δικογραφία, τονίζουν ότι παρά την υψηλή επικινδυνότητα εκείνης της ημέρας, η οποία ήταν ήδη γνωστή και επέτασσε αυξημένη ετοιμότητα, δεν είχαν μετασταθμεύσει εναέρια μέσα σε περιοχές απ’ όπου θα ήταν δυνατή η απογείωσή τους. Ως παράδειγμα φέρουν δύο ελικόπτερα κατάσβεσης τα οποία δεν μπόρεσαν να σηκωθούν από την Ελευσίνα για να επιχειρήσουν άμεσα μετά την έναρξη της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης.
Η Πυροσβεστική αποδίδει την αδυναμία αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων εναέριων μέσων στις καιρικές συνθήκες που είτε εμπόδισαν την απογείωση είτε προκάλεσαν σε μέσα που επιχείρησαν αδυναμία υδροληψίας λόγω έντονου κυματισμού. Αναφέρεται και σε «ανυπέρβλητες αντικειμενικές δυσκολίες», όπως τεχνικές βλάβες. Ως προς την αντίδραση των επίγειων δυνάμεών της αναφέρει ότι υπήρξε άμεση κινητοποίηση, ενώ υποστηρίζει ότι η προσπάθεια κατάσβεσης ήταν αντικειμενικά αδύνατη, ακόμη και εάν οι δυνάμεις που επιχειρούσαν ήταν πολλαπλάσιες. Κάνει ακόμη λόγο για 14 μεγάλες δασικές πυρκαγιές που αντιμετώπισαν την ίδια ημέρα, εκ των οποίων τις πέντε στην Αττική και ισάριθμες στην Κορινθία, υποστηρίζοντας ότι αυτό συνετέλεσε στη διασπορά δυνάμεων. Για την πυρκαγιά της Κινέττας, που είχε προηγηθεί, αναφέρει ότι «η αντιμετώπισή της απαιτούσε άμεσες λύσεις που δεν μπορούσαν να στηρίζονται στην αναμονή ενισχύσεων από πυροσβεστικές υπηρεσίες που βρίσκονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά».
Σχετικά με τη μη αξιοποίηση των πλωτών της μέσων αναφέρει ότι δεν ζητήθηκε η συνδρομή τους από το Λιμενικό και ότι δεν θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν γιατί θα έφθαναν καθυστερημένα (είτε διά θαλάσσης είτε ρυμουλκούμενα οδικώς) και δεν θα μπορούσαν να επιχειρήσουν σε συνθήκες κακής ορατότητας, καθώς δεν διαθέτουν όργανα ναυσιπλοΐας και ραντάρ.
Οι δικηγόροι των 24 εναγόντων, Αλέξανδρος Παπαστεριόπουλος και Ιάκωβος Νικολακόπουλος, χαρακτηρίζουν «ντροπή» την επίκληση από το Δημόσιο συντρέχοντος πταίσματος των πυροπλήκτων. «Δεν καταλαβαίνει κανείς εάν αυτοί που επινόησαν αυτόν τον ευτελή ισχυρισμό πράγματι τον εννοούν και είναι τόσο ανάλγητοι ή αστειεύονται προκαλώντας τα θύματα, τις οικογένειές τους και όλη την κοινωνία», δηλώνουν. «Σε κάθε περίπτωση λυπεί και εξοργίζει συνάμα το γεγονός ότι έπειτα από τέτοια καταστροφή λείπουν η ταπεινότητα και η αυτοκριτική, κάτι που προμηνύει ότι δεν είναι απίθανο με ένα τέτοιο κράτος να ξαναζήσουμε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις».
Τι λέει ο Δήμος
Από την πλευρά του ο Δήμος Μαραθώνα επικαλείται στις δικές του απόψεις, τις οποίες κατέθεσε στις αρχές Νοεμβρίου, «ασυμμετρία πληροφόρησης» εξαιτίας της ελλιπούς ροής πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκόμενων στην Πολιτική Προστασία φορέων. Υποστηρίζει ότι κανένας αιρετός ή υπάλληλος του Δήμου δεν έλαβε τηλεφωνικά επίσημη ενημέρωση για το συμβάν από την Πυροσβεστική ή την Αστυνομία. Αναφέρει ακόμη ότι την επίμαχη ημέρα δεν κατατέθηκε «κανένα έγγραφο αναγγελίας πυρκαγιάς ούτε στο γενικό πρωτόκολλο του Δήμου, ούτε στο εμπιστευτικό πρωτόκολλο του δημάρχου». Επικαλείται τα δεδομένα στους ταχογράφους δημοτικών οχημάτων για να τεκμηριώσει ότι ανταποκρίθηκε σε αιτήματα συνδρομής.
Σχετικά με τη μέριμνα για προληπτική καθαριότητα της καύσιμης ύλης παραθέτει συμβάσεις για τα έτη 2014-2017. Ωστόσο, οι συμβάσεις που παρουσιάζει για το 2018 είναι μια προμήθεια κάδων απορριμμάτων στις 29 Ιουνίου, άλλη μία σύμβαση αποψίλωσης την ημέρα της πυρκαγιάς και ακόμη μία σύμβαση αποκομιδής κλαδιών με ημερομηνία τρεις ημέρες μετά τη φωτιά.