“Ενας πραγματικός άθλος για τον Ελληνικόν Κινηματογράφον”. Τα λόγια αυτά ανήκουν στην Κατίνα Παξινού και αναφέρονται στον θρυλικό «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, την ταινία που – όπως είχε περιγράψει ο κριτικός κινηματογράφου, Βασίλης Ραφαηλίδης – αποτέλεσε το «πέρασμα» του ελληνικού σινεμά «από την προϊστορία, στην ιστορία».
Ο «Δράκος», ένα από τα πιο σπουδαία μεταπολεμικά φιλμ που έχουν γυριστεί παγκοσμίως, 67 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, εξακολουθεί να λογίζεται μέχρι σήμερα από πολλούς μελετητές του σινεμά ως «η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών» και ως ένα σημείο-ορόσημο για την πορεία και τη μετεξέλιξη του σινεμά στην Ελλάδα.
Στις 31 Αυγούστου το αριστούργημα του Νίκου Κούνδουρου σε σενάριο του δικού μας Ιάκωβου Καμπανέλλη θα συγκαταλέγεται στις «ταινίες της εβδομάδας», καθώς επανακυκλοφορεί με νέες ψηφιακές κόπιες. Η επανέκδοση της ταινίας, λοιπόν, αποτελεί μια ιδανική αφορμή ιστορικής διερεύνησης και κινηματογραφικής αποκωδικοποίησης της θρυλικής αυτής καλλιτεχνικής «στιγμής» που υπέγραψε ο Κούνδουρος, σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Τομή στην ιστορία του ελληνικού σινεμά
Ο Ιστορικός Κινηματογράφου, Παναγιώτης Δενδραμής, εξηγεί στην «Κ» την ιστορική σημασία του «Δράκου», σκιαγραφώντας αρχικά την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα της εποχής. «Ο ελληνικός κινηματογράφος προπολεμικά είχε να επιδείξει περιορισμένα δείγματα. Στην πραγματικότητα άρχισε να υπάρχει μεταπολεμικά, με βασικό μοχλό τον παραγωγό Φίνο», τονίζει και εξηγεί πως επρόκειτο για «ένα μοντέλο με συγκεκριμένη αισθητική και με βασικό παράγοντα τον παραγωγό, όχι τον δημιουργό, τον σκηνοθέτη» και ταυτόχρονα για «ένα σινεμά εμπορικό που στόχευε στα ταμεία, μέσω ενός συγκεκριμένου μοντέλου και μιας συγκεκριμένης αισθητικής».
Σύμφωνα με τον κ. Δενδραμή ήταν στα μέσα της δεκαετίας, μέσα σε μια χρονιά, από το 1955 έως το 1956 που κυκλοφόρησαν τρεις ταινίες-ορόσημα. Πρόκειται για την «Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, την «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, ένα φιλμ, που όπως επισημαίνει ο κ. Δενδραμής, «πέρασε σχετικά απαρατήρητο στο κοινό, κόβοντας ελάχιστα εισιτήρια».
Ο «Δράκος» έμελλε να δεχτεί την πρώτη αναγνώριση μια πενταετία μετά, όταν στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, μια ρετροσπεκτίβα κριτικών θα την προέβαλε ξανά, κατατάσσοντας την στις 10 καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, προσθέτει ο κ. Δενδραμής. Η φήμη της ταινίας άρχισε σταδιακά να χτίζεται «εντός του κύκλου των Ελλήνων σινεφίλ».
Ο Αλέξης Δερμεντζόγλου, κριτικός κινηματογράφου, δημοσιογράφος και συγγραφέας, μιλώντας στην «Κ», επισημαίνει, πάντως, ότι ένα μεγάλο τμήμα και των κριτικών της εποχής είχε απορρίψει την ταινία του Κούνδουρου. Ο ίδιος στέκεται στην κριτική που είχε γράψει για το φιλμ ο Αντώνης Μοσχοβάκης και εν γένει στις επικρίσεις που είχε δεχτεί ο «Δράκος» από διανοούμενους της αριστεράς. «Αν η ταινία ενόχλησε τότε την αριστερή κριτική για τον πεσιμισμό της, αποδείχθηκε στην πράξη αργότερα ότι τελικά η φιλοσοφία του φιλμ του Κούνδουρου ήταν ειλικρινής και ευκρινής», σχολιάζει ο κ. Δερμεντζόγλου.
Ταυτόχρονα, «κόντρα στο ρεύμα», σημαντικοί Ελληνες διανοούμενοι είχαν ήδη εντοπίσει στον «Δράκο» το στοιχείο της «πρωτοπορίας», το οποίο θα αναγνωριζόταν καθολικά αρκετές δεκαετίες μετά την πρώτη προβολή της ταινίας. «Ο “Δράκος” αποτελεί τη συγκλονιστική προσφορά της Ελλάδος στη διεθνή κινηματογραφική ποίηση», έγραφε στην «Καθημερινή» η Ροζίτα Σώκου, ενώ ο Μ. Καραγάτσης σημείωνε ότι «πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που μας προσέφερε τελευταία το ευρωπαϊκό κλίμα».
«Νεορεαλισμός, φιλμ νουάρ, παραισθήσεις και μετεμφυλιακό κλίμα»
Ποια είναι, όμως, εκείνα τα αισθητικά, καλλιτεχνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της ταινίας που την ξεχώρισαν και που μέχρι σήμερα αποτελούν ανεξάντλητες πηγές έμπνευσης, αλλά και έρευνας για τους μελετητές του σινεμά παγκοσμίως;
Ο «Δράκος» είναι αισθητικά επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό και το φιλμ νουάρ. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικοπολιτικές αναφορές του είναι σαφέστατες μιας και βρισκόμαστε στα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια που διέπονται από απαγορεύσεις, δεσμεύσεις και πιέσεις, λέει στην «Κ» ο Αλέξης Δερμεντζόγλου.
«Προσωπικά εντοπίζω κοινά στοιχεία με το στιλ του Αντονιόνι, ο οποίος λάτρευε το φιλμ νουάρ», προσθέτει και συμπληρώνει: «Έχουμε ταυτόχρονα μια ρεαλιστική καταγραφή της νεοελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1950 με τα νυχτερινά μαγαζιά, τις εκτονώσεις και τα ερωτικά πάθη».
Σύμφωνα με τον κ. Δερμεντζόγλου, η ταινία του Κούνδουρου αποτελεί «σε διεθνή κλίμακα» ένα από τα πιο «πειραγμένα» φιλμ όλων των εποχών. «Ο νεορεαλισμός “διαλύεται” από την εισβολή ενός ονειρικού, υπνωτικού, παραισθητικού κλίματος, από την ευφορία της μεγάλης απάτης, τη μετατροπή του πραγματικού σε κίβδηλο, με το τελευταίο να εκτιμάται περισσότερο από το γνήσιο. Ο “Δράκος” είναι γενικά από τα καλύτερα μεταπολεμικά φιλμ. Ένα φιλμ που αναλύει τον τρόπο με τον οποίο την αναμονή της ειρήνης και της ευτυχίας διαδέχθηκε η ασημαντότητα, το “τίποτα”, το μίζερο».
Ο κ. Δενδραμής από την πλευρά του, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο Κούνδουρος παίρνει τα ρεύματα του νεορεαλισμού, του νουάρ, ακόμα και του γερμανικού εξπρεσιονισμού και τα φιλτράρει μέσα από την ελληνική πραγματικότητα». Ταυτόχρονα, εκτός από τις σαφείς αναφορές στον νεορεαλισμό και στο νουάρ, ο κ. Δενδραμής συναντά και μια επιρροή από το κίνημα της «νέας αντικειμενικότητας», ειδικά όσον αφορά την απεικόνιση του «περιθωρίου».
«Καλύτερα “Δράκος”, παρά “τίποτα”»
Η επανακυκλοφορία του «Δράκου» στους κινηματογράφους εν έτει 2023 θέτει αναπόφευκτα και επιτακτικά το ακόλουθο ερώτημα: τι έχει να πει στις νέες γενιές κινηματογραφόφιλων η ταινία του Κούνδουρου; Υπάρχει, άραγε, ο «ανθρωπότυπος» του Θωμά – που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος – γύρω μας; Πως μοιάζουν σήμερα οι «αυταπάτες» και οι «παραισθήσεις» που αποπειράθηκε να περιγράψει ο Κούνδουρος το 1956, κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο της καταστολής, της λογοκρισίας και του φόβου;
Πριν τις απαντήσεις-προσεγγίσεις, μια ματιά στην πλοκή του φιλμ: Ήρωας του «Δράκου» είναι ο Θωμάς, ένας «ασήμαντος ανθρωπάκος», ο οποίος ανακαλύπτει ότι μοιάζει υπερβολικά με τον καταζητούμενο εγκληματία «Δράκο». Προσπαθώντας να κρυφτεί από την αστυνομία, θα βρεθεί στο στέκι μιας συμμορίας μικροαπατεώνων. Εκείνοι αφού περάσουν τον Θωμά για τον «Δράκο» θα του ζητήσουν να συμμετάσχει στο «μεγάλο κόλπο» τους. Έτσι ο «ασήμαντος», Θωμάς θα υποδυθεί για μια νύχτα τον ρόλο του «σημαντικού» Δράκου.
«Καλύτερα “Δράκος” παρά τίποτα, σε μια κοινωνία που σε ισοπεδώνει», σχολιάζει ο Αλέξης Δερμεντζόγλου για τον ανθρωπότυπο του «Θωμά» της ταινίας. «Ενας ήρωας λίγο σκληρός, λίγο επιθετικός, λίγο κακότροπος. Μια μορφή που τελικά δεν την θέλουν ούτε οι περιθωριακοί», συμπληρώνει, εντοπίζοντας το νήμα της εποχής του φιλμ, με το σήμερα στην «αποπροσωποίηση» και στον «πεσιμισμό». «Ζούμε την άρνηση του “καθημερινού”, το ζητούμενο είναι “πώς θα ξεφύγουμε” από αυτό. Αναμένουμε το σημείο της πτώσης μας, όπως και ο Θωμάς της ταινίας», συμπληρώνει.
Ο «Δράκος» το 2023: Ψηφιακή επεξεργασία, διανομή και νέο υλικό
Μετρώντας πλέον αντίστροφα για την επανακυκλοφορία της ταινίας στους κινηματογράφους, ο Βασίλης Σουρραπάς, επικεφαλής της εταιρίας διανομής Film Trade που έχει αναλάβει την επανέκδοση του «Δράκου», εξηγεί στην «Κ» τους λόγους που επιλέχθηκε η συγκεκριμένη ταινία του Νίκου Κούνδουρου να προβληθεί στις αίθουσες και αποκαλύπτει τα «μελλοντικά πλάνα» όσον αφορά την προώθηση του έργου του σημαντικού Ελληνα δημιουργού.
Ο κ. Σουρραπάς αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκε ψηφιακή επεξεργασία στο σύνολο του αρχείου του Νίκου Κούνδουρου. Τονίζει, μάλιστα, ότι μετά την κυκλοφορία του «Δράκου» στις κινηματογραφικές αίθουσες, σχεδιάζεται και η προβολή άλλων ταινιών του στην τηλεόραση.
Οσον αφορά τη διαδικασία επεξεργασίας του «Δράκου», όπως εξήγησε, ενώ το σύνολο του αρχείου του Νίκου Κούνδουρου ανήκε και ανήκει στη σύζυγο του, Σωτηρία Ματζίρη, μέχρι πριν λίγο καιρό, «το αρχείο του “Δράκου” βρισκόταν στην κατοχή των ιδιοκτητών της εταιρείας παραγωγής του φιλμ». Τελικώς, η κ. Ματζίρη απέκτησε τα δικαιώματα και του «Δράκου».
«Ο “Δράκος”, μαζί με την “Ευδοκία” και την “Αναπαράσταση”, αποτελούν, ίσως, τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών», μας λέει στη συνέχεια, εξηγώντας τους λόγους που επιλέχθηκε η εν λόγω ταινία για να κυκλοφορήσει στο σινεμά. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτει πως παρότι το φιλμ λογίζεται ως παγκόσμιο αριστούργημα, έχει να προβληθεί ακόμα και στην τηλεόραση για παραπάνω από μια δεκαετία.
Ο επικεφαλής της Film Trade αποκαλύπτει, μάλιστα, στην «Κ» ότι με την ευκαιρία της ψηφιοποίησης της ταινίας, και λόγω του ανανεωμένου ενδιαφέροντος στο έργο του Κούνδουρου στο εξωτερικό μέσα από την αναφορά της ταινίας στο βιβλίο του Jonathan Franzen «Ελευθερία», «σχεδιάζουμε από την άνοιξη να την παρουσιάσουμε με τα καινούργια της υλικά και στο εξωτερικό με παρουσία σε διεθνές φεστιβάλ που θα ανακοινωθεί τότε».
Ο «Δράκος» επανακυκλοφορεί στις 31 Αυγούστου, με νέο υλικό και μια καινούργια, επανασχεδιασμένη αφίσα, η οποία όπως λέει ο κ. Σουρραπάς «φέρνει την ατμόσφαιρα της ταινίας στο σήμερα». Το αριστούργημα του Νίκου Κούνδουρου θα προβάλλεται στον ιστορικό θερινό κινηματογράφο της Αθήνας, «Ριβιέρα» και με αγγλικούς υπότιτλους.
Με πηγή την ιστοσελίδα kathimerini.gr