Ο Ντίνος Ηλιόπουλος μέσα από τα μάτια του Αλέξανδρου Αρβανιτά … Ταλέντο χωρίς όριο… Χωραταζής, Πειραχτήρι σε όλη του τη ζωή. Αγάπησε υπερβολικά το γυναικείο φύλο, γι’ αυτό απαίτησε να χαραχθεί στον τάφο του η πιο κάτω επιγραφή: «ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ, ΚΥΡΙΕΣ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ» (video)
Σαν σήμερα, το 2001, η Τέχνη, ο πολιτισμός, η χώρα μας έχασαν τον «Ντίνο όλων των Ελλήνων». Τον Κωνσταντίνο (Ντίνο) Ηλιόπουλο. Τον άνθρωπο που διασκέδασε τρεις γενιές συμπατριωτών του. Τον φινετσάτο, ευαίσθητο, μοναδικό στο παίξιμό του. Ξεκίνησε να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες, αλλά η ζωή τον έστρεψε εκεί που πράγματι υπήρξε μοναδικός.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Παρά την αποτυχία του στις εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου, αυτός επέμεινε και το 1944 ξεκινά τη θεατρική του διαδρομή. Ο κινηματογράφος τον «αγκαλιάζει» τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν έκανε το ντεμπούτο του με την κωμωδία «Εκατό χιλιάδες λίρες» του Αλέκου Λειβαδίτη σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου. Οι θεατρικές παραστάσεις του περίπου 200. Οι ταινίες του σχεδόν 100. Σε όλες όμως έβαλε τη σφραγίδα του. Σημαντικότερες: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Ο ατσίδας», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Ζητείται ψεύτης», «Η κυρία του κυρίου», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Κάτι να καίει», «Οι κυρίες της αυλής», «Οι κληρονόμοι». Τον αποκάλεσαν «Έλληνα Φρεντ Αστέρ», γιατί είχε μια έμφυτη κλίση στο χορό, που τον καθιστούσε μοναδικό, παρόλο που ο ίδιος ήταν αυτοδίδακτος.
Το υποκριτικό του ταλέντο σπάνιο. Γι’ αυτό θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην ταινία «Ο δράκος». Γυρίστηκε το 1956 και υπήρξε μία από τις κορυφαίες του ελληνικού κινηματογράφου. Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλης. Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις. Εκεί ο Ηλιόπουλος απογειώνει το υποκριτικό του ταλέντο, υποδυόμενος ένα φιλήσυχο τραπεζοϋπάλληλο,τον “Θωμά”, τον οποίο η Αστυνομία ταυτίζει με έναν επικίνδυνο εγκληματία και αυτός το αποδέχεται, προκειμένου να ξεφύγει από τη μιζέρια της καθημερινότητάς του. Με αυτήν του την ερμηνεία αποδεικνύει όντως ότι μπορεί να παίξει τα πάντα. Να υποδυθεί οποιοδήποτε ρόλο, σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό είδος. Ωστόσο, στη συνείδησή μας πέρασε για τις υπέροχες ατάκες του στις κωμικές ταινίες. Μερικές χαρακτηριστικές:
– Λοιπόν, δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά σήμερα είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα! Είμαστε…
Από την ίδια ταινία:
-Εσύ, γιε μου, έγινες πια μεγάλος, άντρας!
-Στάσου, ρε πατέρα. Μια παιδάκι, μια άντρας… Τι είμαι τέλος πάντων, πτυσσόμενος!
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Εσύ δεν μπορείς να συνδέεσαι με καμιά κοπέλα…
-Και με τι να συνδέομαι; Με τρακτέρ;
Ανεπανάληπτη όμως ατάκα του, προκειμένου κάποιος να αποφύγει τον αδερφό της αγαπημένης του και την πίεση που ασκείται να την παντρευτεί:
-Το στρίβειν διά του αρραβώνος…
«Ο ατσίδας», 1962
-Ήταν ψηλός, μετρίου αναστήματος, παχουλός πολύ προς το αδύνατο, με μια μουστακάρα… Να έτσι δα, ένα μουστακάκι.
Από την ίδια ταινία:
-Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Θόδωρος Πάρλας γνωστός ως Ψευτοθόδωρος!
-Μπα. Και καμαρώνετε, βλέπω!
-Μα είναι να μην καμαρώνω; Εγώ, κυρία μου, δεν είμαι ένας τυχαίος ψεύτης, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι τίμιοι και ευυπόληπτοι πολίτες. Εγώ είμαι ένας ψεύτης με ταλέντο!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Μπορώ να δω τον κύριο Φερέκη;
-Δυστυχώς, απουσιάζει.
-Μα τι λέτε, κυρία μου; Αφού η υπηρεσία σας είπε πριν από λίγο ότι ήταν εδώ.
-Τέλος πάντων, ποιον θα πιστέψετε, την υπηρεσία μου ή εμένα;
-Μάλλον την υπηρεσία σας!
-Ακούστε, κύριέ μου, πολύ θάρρος δεν πήρατε;
-Κυρία μου, εγώ δεν ήρθα εδώ για να εισπράξω ψέματα! Για να πουλήσω ήρθα!
-Μα σας είπα, κύριε, ότι ο άντρας μου απουσιάζει.
-Να το λέτε, κυρία μου, αλλά να μην επιμένετε. Τι διάβολο, συναγωνισμό θα μου κάνετε; Στο κάτω κάτω έχουμε και επαγγελματικό φιλότιμο!
Πάλι από την ίδια ταινία:
-Θέλω να βγάλω τη δική μου εφημερίδα. Τη «Νέα Αλήθεια» που θα συγκλονίσει τον κόσμο στις ψευτιές!
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Όχι, κύριε. Ο κύριος Φερέκης δεν είναι εδώ. Έχει ανέβει στα Ανάκτορα. Όταν γυρίσει, θα σας δεχτεί!
-Ποιος ήταν;
-Ένας. Δεν έχει σημασία. Εγώ με τα Ανάκτορα που του είπα, τον θάμπωσα!
Τέλος, από την ίδια ταινία:
-Τι γίνεται, Θόδωρε. Πώς πάει;
-Δεν βαριέστε, κύριε Χαρίλαε. Ρουτίνα. Ένα ψεματάκι στο έναν, ένα ψεματάκι στον άλλον. Δηλαδή, λιανική πώληση.
«Ζητείται ψεύτης», 1961
-Ο έρωτας πρέπει να είναι σαν τις αμοιβάδες. Γι’ αυτό πρέπει να είναι αμοιβαίος.
«Τρεις κούκλες κι εγώ», 1960
-Παιδί μου, η ποίηση είναι ποίηση άμα δεν την καταλαβαίνει κανείς. Άμα την καταλαβαίνουν όλοι, δεν είναι ποίηση, είναι τσιφτετέλι. Κατάλαβες;
-Όχι.
-Ε, δεν είναι απαραίτητο…
Από την ίδια ταινία:
-Τη βλέπεις αυτή; Ε, μην κοιτάς έτσι… Πολλά λεφτά σού λέω. Πολλά λεφτά…
-Εφοπλίστρια;
-Όχι. Κτηνοτρόφος…
-Κτηνοτρόφος;
-Έχει πάρει αυτό το κτήνος και το τρέφει!
«Το δόλωμα», 1964
-Καθίστε, κύριε.
-Όχι! Δεν κάθομαι! Έχω νεύρα εγώ!
-Δεν μου λέτε, τα νεύρα τα έχετε σε μέρος που σας εμποδίζουν να καθίσετε;
Από την ίδια ταινία:
-Α! Εδώ είσαι εσύ;
-Ναι! Εδώ είμαι. Πού ήθελες να ήμουνα; Στα Ανάκτορα του Μπούνκιχαμ;
«Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», 1960
-Δεν έχεις αίμα στις φλέβες σου;
-Έχω, μπάρμπα, και το χρειάζομαι.
-Δηλαδή, θα τον αφήκεις να ζει;
-Θα τον αφήκω.
-Τότενες φ’λάξου!
-Γιατί να φυλαχτώ, ρε μπαρμπούλη;
-Γιατί θα σε ξεκάνει, βρε ζαγάρι.
-Θα με ξεκάνει, μπάρμπα; Τι του ‘κανα;
-Σε λένε Κοντογιώργη!
-Ε, να τ’ αλλάξουμε, μπάρμπα! Να με λένε Τσάμπερλεν!
«Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», 1960
-Οι γυναίκες, Θανάση μου, έτσι είναι: οι νόμιμες τρελαίνονται για την οικονομία και οι παράνομες για τη σπατάλη!
Απευθυνόμενος στον… άγνωστο Λευτεράκη (Κώστας Βουτσάς):
-Αν είσαι φάντασμα, δίνε του. Έχω τίμιο ξύλο πάνω μου…
«Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», 1963
-Ου… ου… μύλος γίνεται στον οργανισμό. Ο κλέψας, του κλέψαντος, τω κλέψαντι, ω παλιοκλέψαντες και παλιοκλεφταρέοι.
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Όταν στενοχωριέμαι, πίνω και γίνομαι άλλος άνθρωπος. Και τότε θέλει να πιει κι ο άλλος και γίνομαι φέσι…
«Φωνάζει ο κλέφτης», 1965
-Ποιανού είν’ αυτές οι πιτζάμες;
-Του πατέρα μου. Κουτί σάς έρχονται. Ήταν άντρακλας ο πατέρας μου. Θρεφτάρι σωστό!
-Καλέ, κι εσύ ποιανού έμοιασες; Της μάνας σου;
-Όχι, του κουμπάρου!
«Να ζει κανεί ή να μη ζει», 1966
-Θα μπορούσα να χωθώ κάτω από τα φουστάνια σας.
-Σα δεν ντρέπεστε.
-Όχι γι’ αυτό που φαντάζεστε. Για να μη με βλέπει η σπιτονοικοκυρά! Για το νοίκι!
-Πρωτομηνιά αύριο, ε;
-Καταλάβατε τώρα γιατί θέλω να χωθώ κάτω από τα φουστάνια σας.
-Ναι. Για το νοίκι.
-Όχι για το νοίκι. Γι’ αυτό που φαντάζεστε!
Από την ίδια ταινία:
-Λοιπόν, εσείς, κύριε Πίπη, μια μέρα θα πάτε πολύ ψηλά.
-Ε, μη λες και υπερβολές! Ένας μεγάλος καλλιτέχνης είμαι και τίποτα παραπάνω!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Έτσι, κύριε Πίπη μου. Έτσι χορεύεται το μπλουζ. Μάγουλο με μάγουλο. Δεν είναι πολύ ωραίος χορός;
-Πολύ ωραίος. Το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί το χορεύουν όρθιοι!
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Τι λέτε; Βάζω τα σπίρτα, βάζετε τα τσιγάρα;
«Οι κυρίες της αυλής», 1966
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται, ακόμα, τρεις δίσκοι – ο ένας με σατιρικά του Γεώργιου Σουρή, δύο βιβλία με ευθυμογραφήματα, μία ποιητική συλλογή και φυσικά η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένας Hλιόπουλος ονόματι Nτίνος», που εκδόθηκε το 1999 από την «Άγκυρα». Στην προσωπική του ζωή, από το 1963 ήταν νυμφευμένος με την Χίλντεργκαρντ Βίντσερ, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Χίλντα και την Εβίτα.
Σύμφωνα με τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο Ντίνος Ηλιόπουλος αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο. «Καλλιέργησε ένα φανταιζίστικο ύφος, γεμάτο φαντασία, ποιητική αίσθηση, ονειροπόληση και παιδική αφέλεια. Κάτοχος μιας χορευτικής τεχνικής και διαθέτοντας την ικανότητα του αυτοσχεδιασμού χωρίς να φτηναίνει το στυλ, ο Ηλιόπουλος δεν έχει προγόνους ούτε μιμητές. Δημιούργησε κωμικούς χαρακτήρες με φινέτσα, αγαθό χιούμορ και εύθραυστη επιφάνεια. Ήταν ένας κλόουν, ένας πιερότος, γεμάτος καλές προθέσεις, που συνεχώς έσπαζε τα μούτρα του επάνω στη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από τη συνεχώς έκπληκτη μάσκα του διέκρινες μια δακρυσμένη ωριμότητα και μια φιλοσοφημένη αποδοχή τού μοιραίου».
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος υπήρξε χωραταζής, πειραχτήρι σε όλη του τη ζωή. Αγάπησε υπερβολικά το γυναικείο φύλο, γι’ αυτό απαίτησε να χαραχθεί στον τάφο του η πιο κάτω επιγραφή: «ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ, ΚΥΡΙΕΣ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ».