Ο Βαγγέλης Κουκουζής – γεωπόνος εκ Γορτυνίας – μίλησε πριν από τέσσερα χρόνια για την τετραήμερη εμπειρία του μέσα στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1974 αναφέρει τα πρόσωπα που γνώρισε, την αντιμετώπιση που είχε από πεζοναύτες, αστυνομικούς και απλούς πολίτες και εξομολογείται γιατί δεν έχει συμμετάσχει από τότε σε άλλη πορεία για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου
Βρέθηκε στην Αθήνα οικογενειακώς αφήνοντας πίσω του τα ορεινά χωριά της Γορτυνίας. Γόνος πολυμελούς οικογένειας ανθρώπων που όπως λέει και ο ίδιος «ζούσαμε σε συνθήκες όχι απλά κάτω των ορίων αλλά του πάτου της φτώχιας» κάπου στη Δάφνη μέσω του Μικρού Πολυτεχνείου βρέθηκε στη Γεωπονική Σχολή κι από εκεί στη Νάξο όπου και ζει σήμερα εργαζόμενος ως γεωπόνος. Ο Βαγγέλης Κουκουζής κάθε χρόνο την 17η Νοεμβρίου κλείνεται για λίγο στον εαυτό του και αφήνει το μυαλό του να τρέξει πίσω στο χρόνο, σε εκείνο το τετραήμερο από τις 14 έως και τις 17 Νοεμβρίου του 1973 που σημάδεψε μία και καλή όχι μόνο τη μνήμη του αλλά και το κορμί του. Έχει μιλήσει με τα δύο του παιδιά, τους εξηγήσει γιατί μπήκε στο Πολυτεχνείο και μερικούς μήνες νωρίτερα ανέβηκε στην ταράτσα της Νομικής Σχολής, τους έχει αναφέρει γιατί αισθάνεται πικρία για την … επόμενη ημέρα όταν ανακάλυψε ότι το σύστημα τελικά είναι ανίκητο με δεδομένο ότι αυτοί που πρωταγωνίστησαν τότε ως φοιτητές στο Πολυτεχνείο ή την Νομική σήμερα αποτελούν μέλος του συστήματος. Θεωρεί ότι ο αγώνας δεν έχει δικαιωθεί και δεν θα δικαιωθεί ποτέ γιατί πολύ απλά μόνο «εάν αλλάξουμε τους εαυτούς μας θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τη ζωή μας». Όσο για το μήνυμα που θα ήθελα να δώσει όχι μόνο στα παιδιά του αλλά σε όλους ενόψει της 17ης Νοεμβρίου, μία γιορτή που έχει χάσει προ πολλού το νόημά της? «Η αντίσταση θα πρέπει να συνεχίζεται μέχρι οι διαχρονικές αξίες να γίνουν πράξη»
Έκφραση αντίθεσης
Ο Βαγγέλης Κουκουζής σε ηλικία 20 ετών βρίσκεται στην ταράτσα της Νομικής στις 21 Φεβρουάριο του 1973 αν και η σχέση του με την σχολή είναι τυπική καθότι ο ίδιος σπουδάζει στη Γεωπονική. «Πήγα γιατί θεωρούσα ότι ήρθε η στιγμή να εκφράσω την αντίθεσή μου με όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα με βάση την ερμηνεία στα γεγονότα που έδινα χωρίς να έχω πίσω μου κάποιο ιστορικό αντίστασης. Θυμάμαι ότι κρατούσα ένα κομμάτι χαρτί με το γράμμα «θ» που σχημάτιζε τη λέξη «ελευθερία» και πηγαίναμε μπρος πίσω ρυθμικά μέσα από το σύνθημα «συμπαράσταση και ελευθερία στο λαό». Ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε στην Αθήνα, την τρομοκρατημένη αυτή πρωτεύουσα η φωνή κάποιου που έκανε αντίσταση. Το φοιτητικό κίνημα ήταν αυτό που απαίτησε την λαϊκή αφύπνιση. Μέχρι τότε έχω την αίσθηση ότι δεν υπήρχε αντίσταση».
Κι όπως αναφέρει σχολιάζοντας το ρόλο των γεγονότων της Νομικής στην πολιτική ταυτότητα; « Βρήκα στο σχολείο αυτό πρόσωπα που με ενέπνευσαν με την πληρότητα του λόγου τους, την αποφασιστικότητά τους και την τόλμη τους. Η Νομική συνέβαλε στην αναζήτηση ενός τρόπου πολιτικής σκέψης που θα θεμελιώνεται στην αντίσταση όσων γίνεται υπό όρους εξουσιαστικούς, άδικους και εκμεταλλευτικούς».
Η …περιπέτεια στη Νομική κράτησε μόλις μία βραδιά καθώς αποχώρησε όπως και οι υπόλοιποι διαδηλωτές έχουν πετύχει τον πρώτο στόχο τους. Να ακουστεί η φωνή τους στην Αθήνα όχι ως οι φοιτητές που διαμαρτύρονται για τον νόμο που επιτρέπει την ανάκληση των αναβολών στράτευσης λόγω χαμένων μαθημάτων (το νομοθετικό διάταγμα 1347 είχε υπερψηφιστεί μερικές ημέρες νωρίτερα) αλλά ως άνθρωποι που διαμαρτύρονται για την καταδυνάστευση των δικαιωμάτων και τις χαμένες ελευθερίες ως δημοκρατικά άτομα.
Η είσοδος στο Πολυτεχνείο
Στη Νομική έφαγε τις πρώτες ψιλές στα πλευρά από τα όργανα της εξουσίας αλλά για καλή του τύχη δεν ήταν από τους… σεσημασμένους και δεν είχε φάκελο στην Ασφάλεια. Συνέχισε να βρίσκεται στα αμφιθέατρα της Νομικής σχολής και έτσι στις 14 Νοεμβρίου με περίπου άλλα 400 άτομα κατηφορίζει την Σόλωνος για το Πολυτεχνείο όπου και πραγματοποιείται μία μεγάλη συνέλευση φοιτητών με πρόσχημα τον νόμο περί στράτευσης των φοιτητών. Κανείς από τα μέλη της πορείας δεν ήξερε τι θα γίνονταν τρεις ημέρες αργότερα. «Κατεβαίναμε τη Σόλωνος και από τα παράθυρα που άνοιγαν εκείνη τη στιγμή μας αποθέωναν, μας χειροκροτούσαν. Αισθανόμουν ότι έκανα κάτι σπουδαίο, αλλά όχι ότι έγραφα και ιστορία. Οι επευφημίες μας έκαναν να αισθανόμαστε σημαντικοί αλλά έως εκεί. Όταν βρεθήκαμε στο Πολυτεχνείο μπήκαμε μέσα και εκεί μετά από τη συνέλευση αποφασίστηκε ότι θα γίνονταν κατάληψη ως ένδειξη αντίστασης. Ο κόσμος άρχισε να έρχεται συνεχώς. Το πρώτο βράδυ ήταν όλα καλά. Κάτι σαν μικρό πανηγύρι με καλή διάθεση απ’ όλους και την Αστυνομία να μην κάνει αισθητή την παρουσία της, Για την ακρίβεια έκαναν ότι κάθε συνηθισμένη βραδιά. Απλές περιπολίες. Όχι κάτι διαφορετικό. Από την επόμενη ημέρα οι πόρτες έκλεισαν, εγώ μαζί με τέσσερα άλλα άτομα είχαμε αναλάβει την φύλαξη της πόρτας από την Στουρνάρα και ζητούσαμε ταυτότητα αστυνομική ή φοιτητική για όσους έμπαιναν. Το μόνο που φοβόμαστε ήταν τους προβοκάτορες, είχαμε όλοι άσχημη εμπειρία απ’ αυτούς με αρκετό ξύλο. Μέχρι το βράδυ είχαν έρθει αρκετοί φοιτητές από πανεπιστήμια εκτός Αθήνας, Πάτρας, Θεσσαλονίκης αλλά και μαθητές γυμνασίου. Η αίσθηση ότι το πάρτι συνεχίζεται υπάρχει και το βράδυ της Πέμπτης ενώ το φαγητό αυξάνεται εντυπωσιακά. Όλοι όσοι έρχονται αφήνουν ότι μπορούν. Βουνά τα πακέτα τσιγάρα κάθε είδους, το φαγητό πλούσιο ακόμη και κατοστάρικα μας έδιναν ηλικιωμένες που περνούσαν για να μας πουν ένα καλό λόγο. Και εάν τρόλεϊ κάποια στιγμή σταμάτησε και μας πέταξαν κονσέρβες οι επιβάτες και ο οδηγός του».
Μεταφορέας τραυματιών
Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί ότι θα συνέβαινε ότι συνέβη το πρωί της 17ης Νοεμβρίου. Στις φήμες ότι θα υπάρξει καταστολή με βίαιο τρόπο οι φοιτητές χαμογελούν. Στη φήμη για ένα δεύτερο πραξικόπημα από τον στρατό έχουν την αίσθηση ότι στο τέλος αυτοί θα κερδίσουν. Άλλωστε είχαν φτάσει περίπου τους 3.000 εντός και περίπου 10.000 έξω από το Πολυτεχνείο και στους γύρω δρόμου. Από την Παρασκευή όμως κάτι έχει αλλάξει. Η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει, ο κόσμος, οι περίεργοι μειώνονται και η αστυνομία κάνει πιο αισθητή την εμφάνισή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την Παρασκευή το πρωί στο αμφιθέατρο της Αρχιτεκτονικής λειτουργεί μίνι νοσοκομείο και ο Κουκουζής έχει αλλάξει …ειδικότητα. Από φύλακας έχει μεταμορφωθεί σε τραυματιοφορέα (σ.σ. υπήρχαν ακόμη υπεύθυνοι για τα σκουπίδια, για τη διανομή φαγητού, εφοδίων, περιφρούρησης του ραδιοφωνικού σταθμού ενώ οι οδηγίες δίνονταν μέσα από σελίδες πολυγράφου) κι όπως θυμάται «κουβάλησα το απόγευμα της Παρασκευής δύο άτομα που είχαν τραυματιστεί σοβαρά έξω από το πολυτεχνείο και τα είχαν φέρει σε εμάς γιατί δεν ήθελαν να τα πάνε στο νοσοκομείο. Η μία ήταν κοπέλα, είχε χτυπηθεί στο λαιμό και το αίμα έτρεχε πολύ. Δεν ξέρω εάν έζησε. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι μας έκανε το «V» το σήμα της νίκης όταν την μεταφέραμε στο …νοσοκομείο. Ο άλλος που μετέφερα ήταν ένα πολύ ψηλό παιδί, νομίζω από την Πάτρα, τον έβαλα στο ώμο και ακουμπούσε κάτω να φανταστείς (σ.σ. ο Κουκουζής κάνει αστείο με το ύψος του) αλλά ήταν κρύος. Ούτε αυτός έμαθα ποτέ εάν τα κατάφερε να επιζήσει. Όμως μιλάμε πάντα για τραυματίες που έρχονταν έξω από το χώρο του πολυτεχνείου. Εκεί γνώρισα πρόσωπα όπως η Δαμανάκη, ο Λαλιώτης, ο Μοσχονάς, ο Ανδρουλάκης αλλά και ο Παπαχρήστος, ο πρώτος που εκφωνητής του ραδιοφωνικού σταθμού, τον οποίο είχα την τιμή να φρουρώ ώστε να μην μπαίνει κανείς μέσα».
Η ..ασφάλεια, τα δακρυγόνα, η εισβολή
Από το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου όμως όλα είχαν διαφοροποιηθεί. Η αίσθηση ότι κάτι κακό θα συμβεί είναι πλέον όλο και πιο έντονη σε όλους. Όταν έσκασαν από τις γειτονικές ταράτσες τα πρώτα δακρυγόνα οι περισσότεροι βρήκαν τον τρόπο να φύγουν από το Πολυτεχνείο. Ο Κουκουζής μένει. Νιώθει ασφαλής. Ξέρει ότι εάν βγει έξω οι ασφαλίτες θα τον συλλάβουν και δεν θα αποφύγει το ξύλο. Μένει γιατί ελπίζει όπως και οι περισσότεροι ότι δεν θα γίνει κάτι περισσότερο από ρίψη δακρυγόνων. Ποιος μπορούσε άλλωστε να πιστέψει ότι θα υπήρχαν και χειρότερα. «Αυτά τα δακρυγόνα μας είχαν γονατίσει. Μας είχαν πει οι της ιατρικής ότι εάν βάλουμε μπαμπάκι έως μέσα στα ρουθούνια δεν θα μας ενοχλήσει το δακρυγόνο. Όπως κι έγινε. Ξέχασαν να μας πουν όμως ότι δεν βγαίνει εύκολα. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι έρχονταν ένα ασθενοφόρο κοντά στην κεντρική πύλη, άνοιγε τις πόρτες του και μας πετούσαν δακρυγόνα. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να γίνεται αποπνικτική. Βγήκαμε έξω και βάλαμε οδοφράγματα ώστε να μην έρχεται το …ασθενοφόρο. Είχαμε κόψει μία στάση λεωφορείου και την βάλαμε κοντά στην κεντρική πύλη. Όμως ένα όχημα της αστυνομίας το μετακίνησε και οι επισκέψεις του ασθενοφόρου συνεχίστηκαν. Όπως άλλωστε και η έλευση των τραυματιών από τους γύρω δρόμους». Τα τραγούδια για λίγο είχαν σταματήσει. Τα χαμόγελα είχαν παγώσει. Είχε ξεκινήσει ο αγώνας για την επιβίωση απέναντι στις αρχές που δεν είχαν καμία διάθεση να χαριστούν. «Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν τα τανκς. Δεν πιστεύαμε ότι θα γίνονταν εισβολή. Και πάλι είχαμε την αίσθηση ότι ήταν για εκφοβισμό περισσότερο παρά ως λύση. Άλλωστε υπήρχαν άνθρωποι από εμάς που διαπραγματευόντουσαν με τους αξιωματικούς για την λύση της κατάληψης. Το πρόβλημα ήταν πλέον ο τρόπος διαφυγής γιατί οι αστυνομικοί θα μας περίμεναν έξω. Εκεί που μιλούσαμε το τανκς πήρε μπρος, έριξε την πόρτα πάτησε πάνω από τις δύο Mercedes των πρυτανικών αρχών και μπήκε μέσα. Μαζί του και πεζοναύτες. Κανείς δεν μας πείραξε. Μας είπαν ότι σε 10 λεπτά θα πρέπει να φύγουμε. Όταν είπαμε ότι δεν προλαβαίνουμε επέμεναν. Αλλά ήρεμα. Μόνο ένας πυροβόλησε σε τοίχο με οπλοπολυβόλο. Κανείς δεν μας πείραξε. Τους δώσαμε τσιγάρα, κονσέρβες που είχαμε. Μας είπαν να βγούμε ανά τριάδες έξω όσο γίνεται πιο γρήγορα»
Οι κλειστές γρίλιες και η άρνηση
Η έξοδος είχε ξεκινήσει. Οι περισσότεροι από τους φοιτητές επέλεξαν να φύγουν άτακτα, κάποιοι άλλοι ακολούθησαν τις οδηγίες των πεζοναυτών όπως ο Κουκουζής κι απλά είχαν να διαλέξουν είτε τον δρόμο προς το λόφο του Στρέφη στα Εξάρχεια, είτε προς το πεδίο του Άρεως και την Κυψέλη. Οι περισσότεροι βρέθηκαν στο λόφο του Στρέφη όπου και συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στα κτήρια της Μπουμπουλίνας όπου και έγιναν κομπάρσοι στο τηλεοπτικό φιάσκο με τον Μαστοράκη. Κάποιοι άλλοι απλά της έφαγαν… Ανάμεσά τους και ο Κουκουζάς., «Δεν ήμουν στην πρώτη δεκάδα από τις τριάδες που βγήκαν έξω. Τους είδα που περίμεναν στην γωνία Πατησίων και Τοσίτσα οι ασφαλίτες και τους σάπισαν στο ξύλο. Τους είχαν αδειάσει σαν τσουβάλια, σαν ζώα που πέφτουν ξερά, άμεσα κάτω. Μαζί με μία κοπέλα προσπάθησα να φύγω προς άλλη κατεύθυνση. Δεν τα κατάφερα. Δέχτηκα ένα πολύ ισχυρό χτύπημα στο μηρό του δεξιού μου ποδιού στο πίσω μέρος του αλλά και ένα χτύπημα με σιδερολοστό στο μέτωπο πάνω από το δεξί μάτι. Έχασα την αίσθηση του τόπου, του χρόνου. Όταν συνήλθα πρέπει να είχαν περάσει 10 ή 20 λεπτά. Προσπάθησα να βρω ένα σπίτι να κρυφτώ. Αλλά εις μάτην Κανείς δεν άνοιγε. Όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Από τις γρίλιες έλεγαν ότι φοβόντουσαν (σ.σ. είχε κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος κι όποιος βοηθούσε κάποιο τραυματία θα συλλαμβάνονταν) μας έλεγαν ότι δεν ήθελαν να βρουν το μπελά τους. Αυτοί που μερικές ώρες νωρίτερα μας επευφημούσαν. Τραγουδούσαν μαζί μας, τώρα μας γύρισαν την πλάτη. Αισθανόμασταν σαν τους Άγγλους πιλότους στην κατοχή που έπρεπε να κρυφτούν από τις δυνάμεις κατοχής και οι κάτοικοι αρνιόντουσαν να τους κρύψουν γιατί θα εκτελεστούν. Με τα πολλά με έβαλαν συμφοιτητές μου σε ένα μέρος να κρυφτώ έως το πρωί. Απλά να σταματήσει το αίμα. Είχα χάσει την ταυτότητά μου και εάν πήγαινα νοσοκομείο είναι δεδομένο ότι θα με συλλάμβαναν. Το πρωί στην Καλλιδρομίου κάτι παιδιά γυμνασίου μου πέταξαν μερικά χαντσαμπλαστ. Για το χτύπημα στο μέτωπο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Βρέθηκα για κάποιες ώρες σε ένα πατάρι καφενείου όπου και κρύφτηκα. Χάρη σε ένα τρίκυκλο κρυμμένος ανάμεσα σε τσουβάλια με πατάτες βρέθηκε στο σπίτι μου στη Δάφνη. Καλή του ώρα ο οδηγός όπου κι εάν βρίσκεται. Αυτός με έσωσε. Η μητέρα μου και οι γείτονες είχαν ακούσει για νεκρούς και με θεωρούσαν κι εμένα. Κερί είχαν ανάψει»
Το συναίσθημα της πικρίας
Το πολυτεχνείο αποτελεί παρελθόν. Η τετραήμερη εμπειρία όμως έχει αφήσει τα σημάδια της. Ο Κουκουζής κατάλαβε ότι η αντίσταση που έκαναν οι λίγοι δεν βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε ότι θα είχε με βάση τα όσα έζησε εκείνες τις ημέρες. Το «συμπαράσταση λαέ» ποτέ δεν έγινε σύνθημα στο λαό. Το συναίσθημα που νιώθει είναι έντονο και όπως αναφέρει μετά από 36 χρόνια «Αισθάνομαι πικρία. Κανείς δεν μας βοήθησε. Ο φόβος της τιμωρίας ήταν μεγάλος στον απλό λαό. Θυμάμαι ότι ένας φίλος μου είχε περάσει όλο το βράδυ της Παρασκευής κρυμμένος σε μία οικοδομή, σε έναν λάκκο με ασβέστη. Την επόμενη ημέρα, όταν βγήκε στο δρόμο για να φύγει από την περιοχή κανείς δεν σταμάτησε να τον πάρει. Φοβόντουσαν μην τους λερώσει το κάθισμα» Αισθάνεται και προδομένος. Κυρίως από τους σύγχρονους πολιτικούς που ήταν τότε πρωταγωνιστές στα γεγονότα του Πολυτεχνείου «όλοι όσοι ήταν πρωταγωνιστές στη συνέχεια πολιτεύτηκαν. Όμως έγιναν μέρος του συστήματος. Γιατί πάλεψαν τότε; Για να γίνουν μέρος του; Κομματικοποιήθηκαν και στη συνέχεια χάιδεψαν τα αυτιά του λαού. Και φέρουν σημαντική ευθύνη για την συναλλαγή που επέδειξαν στο πολιτικό σύστημα που ήθελαν να αλλάξουν. Έγινα λύκος μέσα απ΄ αυτή την εμπειρία. Δεν πήγα σε καμία άλλη πορεία απ’ τότε. Ένιωσα ότι πάλεψα για κάτι που δεν βρήκε ανταπόκριση. Όχι ότι ήθελα όπως και οι υπόλοιποι να γράψουμε ιστορία. Ούτε θεωρούσαμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο. Απλά εναντιωνόμαστε σε ένα καθεστώς που θεωρούσαμε ότι έκανε κακό στη χώρα μας. Η γιορτή σήμερα έχει εκφυλιστεί. Το νόημα της έχει χαθεί και σ’ αυτό φέρνουμε εμείς μεγάλη ευθύνη. Εμείς που είμαστε τότε μέσα στο Πολυτεχνείο. Εμείς φταίμε για την σημερινή πολιτική κατάσταση στην πατρίδα μας. Εμείς και κανείς άλλος. Δεν ξέρω εάν θα πάω ποτέ στο πολυτεχνείο. Εάν με ρωτάς τώρα θα σου πω όχι» Το Πολυτεχνείο έχει περάσει στην ιστορία ως μία πράξη αντίστασης. Οι άνθρωποι που το βίωσαν από μέσα όπως ο συμπατριώτης μας πλέον Βαγγέλης Κουκουζάς έμειναν με το παράπονο ότι τελικά τίποτα δεν άλλαξε. Τσάμπα λες και χύθηκε το αίμα όλων αυτών των παιδιών. Κι αυτό είναι ότι χειρότερο μπορεί να κάνει μία πολιτεία για τα παιδιά της….
Συνέντευξη του Γεωπόνου Βαγγέλη Κουκουζή στην εφημερίδα «Κυκλαδική» την 16η Νοεμβρίου του 2012