Εϊναι από τους ανθρώπους που δεν μπαίνει σε καλούπια.. Και κάθε του συνέντευξη είναι απλά ένας ποταμός. Ο λόγος για τον καθηγητή Αρχαιολογίας Χρίστο Ντούμα που μιλά στην “Καθημερινή” για τις ανασκαφές στη Σαντορίνη, τους νησιώτες, την υστεροφημία του και τον Σπύρο Μαρινάτο
Φεβρουάριος 1961. Ενας νέος αρχαιολόγος φτάνει ακτοπλοϊκώς στη Σαντορίνη. Αφετηρία του ήταν η Μύκονος και το ταξίδι του έχει διαρκέσει 48 ώρες! Εχει αλλάξει δύο πλοία, έχει διανυκτερεύσει στη Σύρο και την Ιο και ξημερώματα αντικρίζει για πρώτη φορά την Καλντέρα. «Οποιος δεν έχει πάει στη Σαντορίνη έστω μία φορά με πλοίο, να μπει μέσα σ’ αυτή την τεράστια χοάνη και να νιώσει το δέος που προκαλεί, χάνει», λέει ο Χρίστος Ντούμας, ο αρχαιολόγος της ιστορίας. Τότε ήταν 28 ετών και επιμελητής αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Αποστολή του να εκτιμήσει τους τάφους (πρωτοχριστιανικούς, όπως αποδείχθηκε) που είχαν βρεθεί κατά τις εργασίες προέκτασης του γυμνασίου της Θήρας.
Η Σαντορίνη καμιά σχέση δεν είχε εκείνη την εποχή με τη σημερινή εικόνα της. «Παντού υπήρχαν σημάδια από τον σεισμό του 1956. Η Οία ήταν χωριουδάκι, σχεδόν ερειπωμένο. Στα Φηρά υπήρχε μόνο η ταβέρνα του Νικόλα. Το νησί ήταν από τα φτωχότερα που είχα δει. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν αγρότες ή κτηνοτρόφοι, ελάχιστοι μεταπράτες, και δεδομένου ότι παρήγαν μόνο σταφύλια και ντομάτες, έπρεπε να εισάγουν πολλά προϊόντα. Και, φυσικά, ήταν ορατός ο διαχωρισμός ανάμεσα στην “ιθύνουσα τάξη”, όπως την έλεγαν οι ίδιοι οι Σαντορινιοί, και στην… ιθυνόμενη. Οι χωρικοί έσκυβαν και φιλούσαν το χέρι του αφεντικού τους! Τώρα έχουν γίνει σχεδόν όλοι αφεντικά. Οπως συνέβη στα περισσότερα κυκλαδονήσια, από την ανέχεια, οι ντόπιοι άρχισαν να βγάζουν, χάρη στον τουρισμό, εύκολα λεφτά, χωρίς να έχουν όλοι μάθει την πραγματική τους αξία. Πολλοί έκαναν το χρήμα αυτοσκοπό…».
Εκείνη τη χρονιά, ο Χρίστος Ντούμας έμεινε στη Σαντορίνη λίγες εβδομάδες. Αλλά έμελλε να επιστρέψει. Και να μείνει… για τα καλά. Πριν από μερικές εβδομάδες, ο δήμαρχος Θήρας, Αναστάσιος-Νικόλαος Ζώρζος, τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη Θήρας. Ηταν αναμενόμενο. Η ενασχόλησή του με τα θηραϊκά πράγματα καλύπτει περισσότερα από πενήντα χρόνια. «Ως μελετητής των προϊστορικών πολιτισμών του Αιγαίου, μετρώ τον χρόνο με χιλιετίες. Επομένως, μισός αιώνας είναι για μένα σαν μια στιγμή», λέει γελώντας ο ομότιμος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας και διευθυντής των ανασκαφών στο Ακρωτήρι. «Αλλά ο απολογισμός του τι κατέκτησα σ’ αυτή τη “στιγμή” με κάνει να αισθάνομαι πλούσιος. Κάποτε, ένας μαθητής Δημοτικού από το Εμπορείο με ρώτησε τι κέρδισα εργαζόμενος στη Σαντορίνη όλα αυτά τα χρόνια. “Ο πλούτος που απέκτησα εδώ είναι αμύθητος. Και τέτοιου τύπου που δεν φοβάμαι ούτε μήπως τον χάσω ούτε μήπως μου τον κλέψουν”, του απάντησα…».
Η ζωή με τον Μαρινάτο
Το φθινόπωρο του 1968, ο Χρίστος Ντούμας επιστρέφει από την Αγγλία, όπου έχει πάρει το διδακτορικό του. Κάνει μια ολιγοήμερη στάση στην Πάτρα, για να δει τους γονείς του (κατάγεται από αγροτική οικογένεια) και έπειτα φτάνει στην Αθήνα. «Παρουσιάστηκα στον Σπυρίδωνα Μαρινάτο, γενικό διευθυντή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ο οποίος ένα χρόνο νωρίτερα είχε ξεκινήσει την ανασκαφή στο Ακρωτήρι, έχοντας όλα τα μέσα. Οι συνταγματάρχες τον πρόσεχαν γιατί τους στήριζε ανοιχτά. Οφείλω να πω ότι δεν το έκανε από προσωπική ιδιοτέλεια. Δεν καρπώθηκε τίποτα ο ίδιος. Οταν συναντηθήκαμε, αφού μου έψαλε τα… εξ αμάξης γιατί είχα επιλέξει να σπουδάσω στο Λονδίνο “όπου όλοι είναι κομμουνισταί”, με ρώτησε πού θα ήθελα να υπηρετήσω. Του απάντησα ότι θα προτιμούσα να επιστρέψω στις Κυκλάδες. «Χρειάζομαι έναν μαζί μου στο Ακρωτήρι”, μου είπε».
Ετσι βρέθηκε ξανά στη Σαντορίνη. Κι από τότε, δεν έφυγε ποτέ. Αισθάνεται Σαντορινιός; «Αισθάνομαι Ακρωτηριανός! Αν περάσει έστω ένας μήνας και δεν πάω στην ανασκαφή, με πιάνει στερητικό σύνδρομο…». Και πώς ήταν η συνεργασία με τον Μαρινάτο; «Ηταν ανασφαλής, του έβαζε και λόγια η γυναίκα του… Οταν είχες άποψη, σου έκλεινε το στόμα. Κάποτε, του είπα κάτι εξόφθαλμα αυτονόητο. “Εσείς οι νέοι έχετε για όλα γνώμη”, αγρίεψε. Την άλλη μέρα, έκανα ένα τέχνασμα. “Ηταν πολύ σωστό αυτό που είπατε χθες, κύριε καθηγητά”, του είπα. Και επανέλαβα τη δική μου σκέψη, αυτή που τον είχε τόσο θυμώσει. Τη δέχτηκε σαν να ήταν πράγματι δική του! Από τότε αποφάσισα να του σερβίρω το φαΐ μου σε δικό του πιάτο. Δεν μετάνιωσα. Εμαθα πολλά δίπλα του. Απλώς συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να κάνω το παν ώστε να μην εμφανίζεται πουθενά το όνομά μου. Ακόμα και στους Sunday Times όταν μίλησα για το Ακρωτήρι, παρακάλεσα τον δημοσιογράφο να μη με αναφέρει στο ρεπορτάζ του. Ετσι κέρδισα την εμπιστοσύνη του Μαρινάτου και όλα κύλησαν ομαλά».
Εχουμε ακόμα πολλών… αιώνων δουλειά κάτω από το στέγαστρο!
Το 1974 ο Μαρινάτος έφυγε από τη ζωή. «Ηταν τυχερός. Αν είχε πεθάνει μετά την πτώση της χούντας, θα είχε διασυρθεί…», λέει ο Χρίστος Ντούμας. Το 1975 ανέλαβε εκείνος την ανασκαφή, φέρνοντας στο φως έναν απίστευτο πλούτο ευρημάτων και πληροφοριών. Και συνεχίζει να εργάζεται άοκνα, στα 83 του χρόνια. «Πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για το Ακρωτήρι. Αποτελεί μέρος της διδασκαλίας σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου στα οποία διδάσκεται Αρχαιολογία. Στη διαχρονική ιστορία του πολιτισμού του Αιγαίου, θεωρείται ισάξιο με την Ακρόπολη (για την κλασική εποχή) και το Αγιον Ορος (για τη βυζαντινή). Είναι μια σπουδαία κληρονομιά, την οποία οφείλουμε να αξιοποιούμε και να προβάλλουμε, χωρίς να την καπηλευόμαστε», λέει.
Είναι απόλαυση να τον ακούς να μιλάει για την προϊστορική Θήρα. Για τους κατοίκους της, που καλύπτοντας τις βασικές ανάγκες, πέρασαν στην απόλαυση, αναπτύσσοντας, για παράδειγμα, τη γαστρονομία. Για την άνθηση της τέχνης, ως μέσου προβολής του κοινωνικού στάτους. Για μια κοινωνία με δημοκρατική δομή. «Δεν είναι τυχαίο ότι άνδρες, γυναίκες και παιδιά απεικονίζονται ισάξια στις τοιχογραφίες. Γι’ αυτό το Ακρωτήρι αποκαλείται και “προϊστορική Βενετία του Αιγαίου”», εξηγεί. Ακόμα και για την έκρηξη του ηφαιστείου, τη μεγαλύτερη που έγινε στον πλανήτη τα τελευταία 10.000 χρόνια, που κατέστρεψε ολοσχερώς τη Σαντορίνη και τα κοντινά νησιά. «Αν δεν υπήρχε το ηφαίστειο, όμως, δεν θα υπήρχε η Σαντορίνη όπως την ξέρουμε σήμερα και, φυσικά, δεν θα υπήρχε το Ακρωτήρι. Η ηφαιστειακή τέφρα “διέσωσε” τα απομεινάρια της προϊστορικής πόλης στο πέρασμα των αιώνων», τονίζει.
Τι έχει διδαχθεί ο ίδιος από την αρχαιολογία; «Οτι η ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπαίνει στα καλούπια που έχουμε φτιάξει εμείς οι αρχαιολόγοι, του τύπου “από… μέχρι…”. Χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια την οποία αν δεν μπορείς να καταλάβεις, δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
Οπως συχνά επαναλαμβάνω, πολιτισμός κάθε λαού δεν είναι παρά το σύνολο των αποκρίσεών του στον διάλογό του με το περιβάλλον. Στον πλανήτη έχουμε διαφορετικά περιβάλλοντα, άρα και διαφορετικούς πολιτισμούς. Οι Εσκιμώοι ζουν μέσα στον πάγο. Ούτε λεπτό δεν θα μπορούσα να ζήσω εκεί, δεν κατανοώ τον πολιτισμό τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι υποδεέστερος».
Και τι έχει να δώσει ακόμα η συγκεκριμένη ανασκαφή; «Μέσα στον στεγασμένο χώρο έχουμε εντοπίσει περίπου 35 κτίρια. Από αυτά μόνο τέσσερα έχουν ανασκαφεί και έχουμε βγάλει 14.000 ολόκληρα αγγεία! Οπως καταλαβαίνετε, έχουμε ακόμα πολλών αιώνων δουλειά κάτω από το στέγαστρο!».
Το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων είναι ένα βαρέλι χωρίς πάτο
Επιστροφή στη Σαντορίνη του παρελθόντος, μέσα από τη δική του αφήγηση. Τότε που το τηλέφωνο ήταν είδος πολυτελείας και χειροκίνητο. «Από την ανασκαφή έπρεπε να καλέσουμε το χωριό, την κυρία Καλλιόπη, μια γεροντοκόρη που είχε το τηλέφωνο. Εκείνη θα μας συνέδεε με τον Πύργο. Από εκεί με τα Φηρά κι από εκεί με την Αθήνα. Η διαδικασία ήθελε περίπου μία ώρα. Από το 1968 που εγκαταστάθηκα μονίμως, όλη την εβδομάδα ήμουν στο Ακρωτήρι και τα Σαββατοκύριακα εξερευνούσα την… άλλη Σαντορίνη: τα μονοπάτια της, τα χωριά, τις εκκλησιές της, τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της. Ηθελα να καταλάβω πώς εξελίχθηκε αυτή η κοινωνία. Στα Φηρά, για παράδειγμα, υπήρχαν τότε περίπου δεκαπέντε μαραγκοί. Μα ούτε 400 άνθρωποι δεν ζουν εδώ, σκεφτόμουν. Γιατί χρειάζονται τόσο πολλοί; Σύντομα έμαθα ότι κατασκεύαζαν βαρέλια για το κρασί που εξαγόταν. Τα πλοία, που έφευγαν κυρίως για την Οδησσό (μεγάλη παροικία) γεμάτα βαρέλια με κρασί, δεν μπορούσαν να γυρίσουν άδεια, ήταν ασύμφορο. Γέμιζαν τα αμπάρια τους με σιτάρι, λοιπόν, και το κατάστρωμα με κορμούς δέντρων για να φτιάξουν οι Σαντορινιοί μαραγκοί καινούργια βαρέλια για τις επόμενες εξαγωγές. Τέτοια πράγματα μάθαινα κι ήταν συναρπαστικά».
Εκείνη την εποχή, στο νησί άρχισε τη… συζυγική της καριέρα και η Αλεξάνδρα, η γυναίκα της ζωής του και συνοδοιπόρος του. Είναι Βρετανίδα. Γνωρίστηκαν το 1968 σε ένα συνέδριο στην Ιταλία, παντρεύτηκαν το 1970 και απέκτησαν τρία παιδιά: την Ηλέκτρα, την Εκάβη και τον Πρίαμο. «Εχουμε τον τρωικό πόλεμο μέσα στο σπίτι μας», λέει γελώντας ο Χρίστος Ντούμας.
Οι νησιώτες
Στη Σαντορίνη δεν έμαθε καλά μόνο τον τόπο και τους ανθρώπους του, αλλά, κυρίως, κατανόησε τη συμπεριφορά, τη νοοτροπία, την ψυχοσύνθεση των νησιωτών – εκείνος, ένας στεριανός. «Οι Σαντορινιοί, έστω κι αν δεν ταξίδευαν όλοι, άκουγαν ιστορίες από τους ναυτικούς, κι είχαν ανοιχτό τον ορίζοντά τους, όπως ισχύει για όλους τους νησιώτες. Ετσι ανέπτυξαν ένα είδος σεβασμού προς τον άλλο, διαπιστώνοντας ότι παντού στον κόσμο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν, λίγο-πολύ, τα ίδια προβλήματα», τονίζει. «Και κάτι ακόμα: για τον νησιώτη, η θάλασσα είναι δρόμος που μπορεί να σου ανοίγει ορίζοντες, αλλά, εάν δεν αναπτύξεις πρωτοβουλίες, αν δεν αυτοσχεδιάσεις όποτε χρειάζεται, το σχεδόν μονίμως φουρτουνιασμένο πέλαγος μπορεί και να σε “φάει”. Σ’ αυτή την αίσθηση οφείλεται το γεγονός ότι εμείς οι Ελληνες δυσκολευόμαστε να προγραμματίσουμε οτιδήποτε. Για τον άνθρωπο του Αιγαίου, ο στόχος έχει σημασία, όχι ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την επίτευξή του».
Η κουβέντα φτάνει στο σήμερα. Υπάρχουν νέοι αρχαιολόγοι, αποφασισμένοι να αφοσιωθούν με πάθος στη δουλειά τους, όπως έκανε εκείνος; «Και στη δική μας γενιά, δεν είχαν όλοι το ίδιο πάθος», διευκρινίζει. «Ευτυχώς, πάντως, βλέπω γύρω μου πολλούς συναδέλφους που δουλεύουν σκληρά, που έχουν διάθεση να προσφέρουν». Και οι αρχαιολογικοί θησαυροί μας (χώροι και μουσεία) είναι κομμάτι της βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού, όπως θα έπρεπε να είναι; «Δεν το επιτρέπουν η γραφειοκρατία και οι αγκυλώσεις. Ολα τα μουσεία του κόσμου καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών εξόδων τους από τα καταστήματά τους. Στην Ελλάδα αυτό φαίνεται αδιανόητο. “Mπίζνες θα κάνουμε; Εμείς είμαστε επιστήμονες”, λένε οι περισσότεροι συνάδελφοί μου. Οχι, δεν θα κάνουμε εμείς μπίζνες, αλλά θα βάλουμε ανθρώπους που ξέρουν από μπίζνες στη θέση των διοικητικών διευθυντών των μουσείων μας, ώστε με μεθόδους του μάρκετινγκ να βρουν τρόπους να αυξήσουν τα έσοδά τους. Αλλά τίποτα δεν γίνεται. Δείτε πώς είναι ακόμα το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων: ένα βαρέλι χωρίς πάτο», λέει ο κ. Ντούμας.
«Εμείς συστήσαμε την Εταιρεία Στήριξης Σπουδών Προϊστορικής Θήρας και ζητήσαμε να μας παραχωρηθεί η άδεια να διαθέτουμε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο κάποια αντικείμενα, εμπνευσμένα από την τέχνη του Ακρωτηρίου, ώστε να καλύπτουμε μερικές από τις ανάγκες μας. Μας αρνήθηκαν την πρόσβαση. Ευτυχώς, μας δάνεισε ένας γείτονας 15 τ.μ. από το χωράφι του και στήσαμε μια παράγκα. Εκεί τα πουλάμε. Με αυτό το περίπτερο, εξασφαλίζουμε τα χρήματα ώστε να διατηρούμε τον αρχαιολογικό χώρο καθαρό και να πληρώνουμε τον άνθρωπο που περιποιείται τα φυτά του περιβάλλοντος χώρου. Τι κάνει από την πλευρά του το κράτος; Εισπράττει. Από τα 12 ευρώ του εισιτηρίου, ούτε ένα λεπτό δεν μένει στον αρχαιολογικό χώρο…».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση το συγκινητικό λεύκωμα «Προϊστορική Θήρα», που δεν έχει εμπορικό χαρακτήρα αλλά διανέμεται δωρεάν σε φορείς έρευνας, μουσεία, βιβλιοθήκες πανεπιστημίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ο ίδιος έχει γράψει τα κείμενά του. Τι θα ήθελε να μείνει στον αναγνώστη του; «Η συνειδητοποίηση ότι “Sic transit gloria mundi” – έτσι περνάει η δόξα σ’ αυτόν τον κόσμο». Η υστεροφημία του τον απασχολεί; «Ειλικρινά, όχι. Εχω κάνει και καλά και κακά. Κάποιοι θα θυμούνται τα πρώτα, κάποιοι τα δεύτερα. Η τωρινή φήμη μου με απασχολεί. Η ύστερη όχι. Δεν πιστεύω στον άλλο κόσμο. Δεν φοβάμαι να γίνω σύννεφο…».
Oι σταθμοί του
1933: Γεννιέται στην Πάτρα.
1951: Αρχίζει να φοιτά στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
1961-1982: Επιμελητής και έφορος Αρχαιοτήτων σε διάφορες θέσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
1968: Ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Λονδίνο. Εργάζεται για πρώτη φορά στην ανασκαφή του Ακρωτηρίου κοντά στον Μαρινάτο.
1975: Αναλαμβάνει τη διεύθυνση των ανασκαφών.
1977-1980: Διευθυντής Αρχαιοτήτων και διευθυντής Συντήρησης του ΥΠΠΟ.
1980-2000: Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Από την Εντυπη έκδοση της Καθημερινής (09/01)