Αποχαιρετίζοντας την Κυριακή Τσούνη, την κυρά της Σαντορίνης
H κατηγορία των ανθρώπων που θαυμάζω περισσότερο είναι εκείνοι που μπορούν να δημιουργούν γύρω τους ομορφιά με τα έργα τους, τα λόγια ή τη συμπεριφορά τους. Πίσω από την ανάγκη τους αυτή κρύβεται ένα είδος ιδιόρρυθμης προσωπικής ηθικής, είναι γενναιόδωροι, θέλουν να προσφέρουν απλόχερα στους άλλους, απλώς το κάνουν με τον δικό τους τρόπο.
Της Μαργαρίτα Πουρνάρα (kathimerini.gr)
Η Κυριακή Τσούνη, η οποία έφυγε από τη ζωή την περασμένη Παρασκευή, είχε αυτήν την πετριά. Για τον χώρο του τουρισμού και της διαφήμισης, που είχε υπηρετήσει, ήταν πρωτοπόρος με όραμα τη διεθνή προώθηση της Ελλάδας. Για τη Σαντορίνη, από την οποία καταγόταν η μητέρα της, ήταν μια πραγματική αρχόντισσα που έφτιαξε και ένα από τα πλέον πολυβραβευμένα μικρά ξενοδοχεία, τον περίφημο «Αιγιαλό». Για τους φίλους της ήταν ο πιο περιποιητικός και ζεστός άνθρωπος, με ένστικτο μοναδικό. Σε κοίταζε στα μάτια και αμέσως καταλάβαινε την εσωτερική σου «θερμοκρασία»: ήσουν καλά ή είχες στενοχώρια; «Ελα στο νησί μερικές ημέρες να ξεκουραστείς και θα συνέλθεις. Τι Σαντορινιά είσαι; Μη ξεχνάς τον τόπο σου», έλεγε μαλώνοντάς με τρυφερά, με μνεία στη δική μου γιαγιά που ήταν γεννημένη στο Φηροστεφάνι.
Πολλές φορές είχα ακούσει τη συμβουλή της. Στη φιλόξενη λιλιπούτεια αυλή του «Αιγιαλού», πνιγμένη στα γεράνια και στα παχύφυτα, με τη θέα της Καλντέρας απέναντι, ένα ποτήρι παγωμένο Ασύρτικο και τον γάτο της, τον κατάμαυρο Πίσσα, στην αγκαλιά, όλες οι έγνοιες μου έφευγαν, τις έπαιρνε το ηφαίστειο. Εκπληκτική οικοδέσποινα και μανιώδης λάτρις της γαστρονομίας, είχε συνεργαστεί στο ξενοδοχείο με όλους τους σπουδαίους της Σαντορίνης, τον Χατζηγιαννάκη, τον Καραμολέγκο και τελευταία με την Κωνσταντίνα Φάκλαρη.
Πολλές φορές μου έλεγε ιστορίες για τη μητέρα της, τη Μαρουσώ Χαριτοπούλου, από γενιά καραβοκυραίων και ρίζα από τον Βόθωνα, αλλά και τον πατέρα της, τον Πελοποννήσιο στρατηγό Αλέξανδρο Ζέρβα-Τσούνη, που είχε διακριθεί στον Β΄ Παγκόσμιο. Μεγαλύτερο καμάρι της, ωστόσο, ήταν ο αδελφός της, ο οποίος «έφυγε» το 2007, ο διπλωμάτης Τάκης Τσούνης, εκ των καλύτερων πρέσβεων που είχαμε.
Η ίδια είχε σπουδάσει οικονομικά και γραφιστική στην Αγγλία και αργότερα ίδρυσε μια διαφημιστική εταιρεία, την ΙΔΕΑ, που διακρίθηκε για τις πολιτιστικές εκδόσεις της, όπως η «Θράκη», που κέρδισε και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Αγαπούσε πολύ την αρχαιολογία και είχε στενή φιλική σχέση με τον Χρήστο Ντούμα. Χρημάτισε πρόεδρος και στον ΕΛΟΤ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Ο λόγος που έφτιαξε το ξενοδοχείο δεν ήταν προκειμένου να αξιοποιήσει την ακίνητη περιουσία στο νησί, αλλά για να δείξει τον δρόμο της ποιοτικής φιλοξενίας σε μια εποχή που η Ελλάδα έπαιρνε την κάτω βόλτα με τα «rooms to let» και την εκποίηση του φυσικού της κάλλους. Γνώριζε σε βάθος την ελληνική Ιστορία, είχε συλλογή με έργα φιλελληνικά, αλλά κυρίως ήταν μανιώδης λάτρις της κλασικής μουσικής. Πήγαινε κάθε χρόνο στο Σάλτσμπουργκ και στο Μπαϊρόιτ. Λίγο προτού αρρωστήσει φέτος είχε βγάλει εισιτήρια για να δει τον Καβάκο με τη Σάκη Κυπραίου. Η ασθενής υγεία της δεν την άφησε να πάει στο Μέγαρο, και η καλή της φίλη δεν πήγε ούτε εκείνη για «συμπαράσταση».
Δυναμική, αποδοτική με ό,τι καταπιανόταν, φιλάνθρωπη και φιλόζωη, διαισθητική, ήταν σπάνιος άνθρωπος. Η εξόδιος ακολουθία έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αντί στεφάνων, υπήρξε η προτροπή για ενίσχυση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, το οποίο υπεραγαπούσε.
Επίλογος με τους στίχους της αγαπημένης της φίλης ποιήτριας Λάνας Μανδήλα: «Πέταξε πεταλούδα του Μάη. Ο ουρανός το στέμμα κρατάει στην Diva, μελανό πέπλο φοράει. Στο λυκόφως υψώνει η πανσέληνος τον σταυρό του Σωτήρα. Από του νησιού τον κρατήρα, ακούγεται βαθύ μοιρολόι».