Πριν από λίγους μήνες, χτύπησε ένα πρωί το τηλέφωνο του Δήμου Σαντορίνης. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος από το Ηράκλειο της Κρήτης μ’ ένα παράδοξο αίτημα: «Παιδί μου», είπε στην αντιδήμαρχο Σοφία Κίτσου, «είμαι μεγάλος άνθρωπος και όπου να’ ναι θα κλείσω τα 90. Εχω μια φωτογραφία στην κατοχή μου και θεωρώ ότι πρέπει να μείνει κληρονομιά στο νησί σας γιατί είναι η ίδια η ιστορία του. Πρέπει να σας τη στείλω όσο είμαι ακόμα γερός και έχω τα μυαλά μου».
Τι είχε στα χέρια του ο Γιώργος Ανδρουλάκης; Μια λήψη από φωτορεπόρτερ στην οποία απεικονίζεται ο ίδιος το βράδυ της 9ης Ιουλίου του 1956 ως νεαρότατος ναύτης να βγάζει μέσα από τα ερείπια μαζί με έναν συνάδελφό του μια τραυματισμένη κοπέλα. Υπηρετώντας τότε στο αντιτορπιλικό «ΑΔΡΙΑΣ» (το δεύτερο που είχε αυτό το όνομα, καθώς το ηρωικό πρώτο λαβώθηκε από νάρκη το 1943) ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που πάτησαν το πόδι τους στο νησί, το μεσημέρι της αποφράδας ημέρας που ο σεισμός ισοπέδωσε τα πάντα.
Την περασμένη Κυριακή τον συνάντησα από κοντά στην Κρήτη και μου διηγήθηκε εκείνες τις πρώτες συγκλονιστικές ώρες στο σεισμόπληκτο νησί ακριβώς πριν από 67 χρόνια. «Κατάγομαι από το χωριό Μελέσες κοντά στο Ηράκλειο και αποφάσισα να πάω στον στρατό πρότακτος, πριν κλείσω τα 18 μου χρόνια. Ο τόπος καταγωγής μου, παρότι αυτάρκης στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, ήταν φτωχός. Δεν είχε προοπτικές και η Κρήτη μόλις συνερχόταν από τον καταστροφικό Β΄ Παγκόσμιο και τη σκληρή κατοχή των Γερμανών. Το 1953 κατετάγην στο Βασιλικό τότε Ναυτικό για να κάνω κάτι στη ζωή μου και αρχικά με τοποθέτησαν στο πλοίο «ΑΣΤΙΓΞ». Υστερα πήγα στον «ΑΔΡΙΑ». Θυμάμαι κάναμε ναυτικά γυμνάσια κάπου κοντά στο Ναύπλιο όταν ήρθε μια διαταγή: “Πρόσω ολοταχώς προς Σαντορίνη”». Το ξημέρωμα εκείνης της ημέρας είχε γίνει ισχυρότατη δόνηση με πολλούς νεκρούς και τραυματίες και σπεύσαμε αμέσως. Ημασταν το πρώτο πολεμικό που προσέγγισε την καλντέρα.
“Μια σκηνή θα μου μείνει αξέχαστη. Οπως πλησιάζαμε τις ακτές αρχίσαμε να διακρίνουμε ανθρώπους που μας έκαναν σινιάλα με σεντόνια ζητώντας βοήθεια. Ανεβήκαμε με πολύ κόπο τον δρόμο από τον Αθηνιό μέχρι τα Φηρά, μιας και είχαμε συνεχώς μικρούς μετασεισμούς που ξεκολλούσαν βράχους και πέτρες. Κινδυνεύαμε να τραυματιστούμε και εμείς, αλλά τα καταφέραμε. Οι κάτοικοι ήταν αλλόφρονες από τον πανικό. Τα είχαν εντελώς χαμένα. Οι ζημιές τεράστιες. Πολλοί ήταν ακόμα καταπλακωμένοι αλλά ζωντανοί. Πιάσαμε αμέσως δουλειά δίχως να μιλάμε. Νομίζω ότι τέτοιες κρίσιμες ώρες υπάρχει ένα ένστικτο που σε καθοδηγεί στο σωστό χωρίς να χρειάζεσαι διαταγή. Ούτε βέβαια ανάπαυση. Μείναμε εκεί στα ερείπια ώρες ολόκληρες μέχρι την άλλη μέρα. Θυμάμαι ότι στήσαμε ένα πρόχειρο ιατρείο σε μια μικρή πλατεία στα Φηρά και μεταφέραμε εκεί τους τραυματίες. Ηταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου».
Κάποιους μήνες μετά το συμβάν, ο Γιώργος Ανδρουλάκης είχε επιστρέψει πια στον ναύσταθμο και είχε έξοδο στην Αθήνα. «Περπατώντας στη Σταδίου υπήρχε ένα φωτογραφείο και στη βιτρίνα είδα έκπληκτος μια φωτογραφία από τον σεισμό στην οποία πρωταγωνιστούσα εγώ και ένας συνάδελφος. Μπήκα μέσα και την αγόρασα. Πριν από λίγο καιρό σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να την κρατήσω εγώ, αλλά να πάει στη Σαντορίνη, να θυμούνται οι άνθρωποι αυτό που έζησαν. Γιατί ξέρετε κάτι; Βλέπω σήμερα τι συμβαίνει εκεί –το ίδιο γίνεται και στην πατρίδα μου την Κρήτη και σε άλλα νησιά– και πιστεύω ότι οι κάτοικοι ξεχνούν το παρελθόν τους. Αυτό που συγκράτησα από τη Σαντορίνη, καταγόμενος και εγώ από ένα χωριό στερημένο, είναι πως οι άνθρωποι το 1956 ήταν στην απόλυτη ανέχεια. Μπορούσα να αισθανθώ τη φτώχεια τους. Ομως είχαν αξιοπρέπεια, κουράγιο και αλληλεγγύη. Αν λοιπόν αυτοί οι κάτοικοι που είχαν παλέψει τόσο πολύ να τα φέρουν βόλτα και τους τα γκρέμισε όλα ο σεισμός είχαν σήμερα λαλιά, θα έλεγαν στους απογόνους τους: “Μην τα κάνετε όλα για τα λεφτά”. Διότι αυτό θα το πληρώσουμε ακριβά εμείς οι Ελληνες και στην Κρήτη και στη Σαντορίνη και παντού όπου συμβαίνει».
Λεζάντα: Στρατιώτες έσπευσαν για βοήθεια. [ΑΡΧΕΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΝΟΜΙΚΟΥ / ΕΣΤΙΑ ΠΥΡΓΟΥ ΚΑΛΛΙΣΤΗΣ]
Κείμενο: Μαργαρίτα Πουρνάρα – Kathimerini.gr