Οταν ο Γιάννης έγινε Giannis, η αδιαφορία μας μετατράπηκε σε Αντετοκουνμπο-μανία. Τώρα τον καμαρώνουν κι όσοι δεν τον ήθελαν στην ομάδα τους, στη γειτονιά, στο σχολείο, στο λεωφορείο ή στο παγκάκι τους. Ζούμε στη χώρα που σου δίνει την ιθαγένεια μόνον αν «τα βάζεις»
Οταν ο Γιάννης έγινε Giannis, η αδιαφορία μας μετατράπηκε σε Αντετοκουνμπο-μανία. Τώρα τον καμαρώνουν κι όσοι δεν τον ήθελαν στην ομάδα τους, στη γειτονιά, στο σχολείο, στο λεωφορείο ή στο παγκάκι τους. Ζούμε στη χώρα που σου δίνει την ιθαγένεια μόνον αν «τα βάζεις»
Αντετοκουνμπο-μανία. Δύσκολη λέξη. Γλωσσοδέτης. Αλλά, ακόμα πιο δύσκολο είναι να χωρέσει ανθρώπου νους, αυτό που περιγράφει. Αυτό που συνέβη στη χώρα τον τελευταίο μήνα, από τα Χριστούγεννα που οι ιντερνετικές κάλπες άνοιξαν για να ψηφίσουμε ποιούς θέλουμε στο All Star Game του ΝΒΑ, και το «Giannis Antetokounmpo #NBAvote» πλημμύρισε τα social media. Αυτό που συμβαίνει καιρό τώρα, με την Ελλάδα να ξυπνάει τρεις τέσσερις φορές την εβδομάδα με τον καημό του Γιάννη. Επαιξε καλά; Νίκησε; Πόσους πόντους έβαλε το παλικάρι;
Οπου Γιάννης, ένας μαύρος κρεμανταλάς ο οποίος έχει ακούσει τη φράση «φύγε από ‘δω» περισσότερες φορές κι από τα καλάθια που έχει βάλει. Ενας ενοχλητικός πλανόδιος μικροπωλητής, ένας ξένος που (σχεδόν) κανένας δεν ανεχόταν δίπλα του. Ωσπου έγινε Giannis. Νούμερο 15 του «draft» του NBA και, πολύ σύντομα, «αστέρας» διεθνούς ακτινοβολίας στον ουρανό του μπάσκετ. Μικροί – μεγάλοι, άντρες και γυναίκες αναγνώρισαν στο πρόσωπό του τον «Ελληνα που τα πάντα μπορεί να καταφέρει». Ο «ήρωας» του διπλανού ημι-υπόγειου απέκτησε υπόσταση -και πατρίδα- 18 χρόνια αφότου βγήκε από την κοιλιά της μάνας του.
Πλέον, τον καμαρώνουν (σχεδόν) όλοι. Κι αυτοί που δεν τον ήθελαν στην ομάδα τους, στη γειτονιά, στο σχολείο, στο λεωφορείο ή στο παγκάκι τους. Και οι αμέτρητοι σπιτονοικοκύρηδες που είχαν πετάξει την οικογένειά του στον δρόμο, επειδή καθυστερούσε τα νοίκια. Αλλά και η ελληνική Πολιτεία, που του αναγνώρισε το δικαίωμα να φέρει την ιθαγένεια της χώρας στην οποία είδε το πρώτο φως, όταν έμαθε ότι πηδάει ψηλά και «τα βάζει».
Ο Γιάννης πληρούσε τις προϋποθέσεις για να γίνει Ελληνας, όμως η νομοθετική άνοιξη για την απόδοση ιθαγένειας κράτησε πολύ λίγο, κι έτσι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει τις σχετικές διαδικασίες. Τον νόμο 3838/2010 τον «πάγωσε» ο Αντώνης Σαμαράς, στερώντας από χιλιάδες παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν εδώ, το δικαίωμα να φέρουν ελληνικό διαβατήριο. Βλέπετε, εκείνα δεν ευτύχησαν να έχουν το ύψος και το ταλέντο του νεαρού Αντετοκούνμπο…
Η ιστορία του Γιάννη θα ήταν μία θλιβερή ιστορία μεταναστών, σαν όλες τις άλλες, αν στον Τρίτωνα δεν είχαν τοποθετηθεί δύο μπασκέτες. Αν ο Γιάννης και ο Θανάσης (ένα από τα αδέλφια του) δεν τις… ερωτευόντουσαν. Αν ο Σπύρος Βελλινιάτης, που προπονεί ομάδες μπάσκετ κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, δεν είχε προσέξει τα δύο πανύψηλα αγόρια με τις ασυνήθιστα καλές επιδόσεις. Αν δεν τα «έσπρωχνε», στη συνέχεια, να υπογράψουν δελτίο αθλητή στον Φιλαθλητικό. Αν δεν τα ήθελε στην Εθνική Νέων ο ομοσπονδιακός προπονητής. Αν δεν είχε καταφτάσει μια πρόσκληση, από την πρεσβεία της Νιγηρίας, να λάβει ο Γιάννης νιγηριανό διαβατήριο. Κι αν ο Δημήτρης Μπούκας, συνεργάτης του τότε υπουργού Εσωτερικών, Ευριπίδη Στυλιανίδη, δεν ήταν παλιός μπασκετμπολίστας…
Η γνωστή φάμπρικα των επιλεκτικών, κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων ανέλαβε τα περαιτέρω, και το ζήτημα λύθηκε ως δια μαγείας. Στις 2 Ιουλίου 2013, το υπουργείο Εσωτερικών είπε τη μισή αλήθεια, αποσιωπώντας την άλλη μισή: «Ο Θανάσης και ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι δύο νέα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα χωρίς ουδέποτε να αποκτήσουν κάποια ιθαγένεια. Η ιθαγένεια αποδόθηκε στους δύο νέους απολύτως νόμιμα, βάσει των διατάξεων περί ανιθαγενείας. Οι συγκεκριμένες διατάξεις ισχύουν εδώ και πολλά χρόνια και αφορούν σε περιπτώσεις παιδιών που γεννιούνται στην Ελλάδα και είναι ανιθαγενείς. Μοναδική παρέμβαση της ελληνικής Πολιτείας ήταν να επιταχύνει τις διαδικασίες για να μπορέσει ο ένας εκ των δύο νέων Ελλήνων να συμμετάσχει στις επιλογές του αμερικανικού NBA». Η άλλη μισή (αλήθεια) αφορούσε όλους τους υπόλοιπους δικαιούχους, που χρόνια περίμεναν τη σειρά τους: «Πήδα κι εσύ καλά, για να αξίζεις να γίνεις Ελληνας».
Την ίδια μέρα, ο τότε Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς δέχτηκε την οικογένεια Αντετοκούνμπο στο Μέγαρο Μαξίμου. Την οικογένεια που επί 20 χρόνια ζούσε λαθραία στη χώρα που ο ίδιος κυβερνούσε. Μετά τη συνάντηση με τα πλατιά χαμόγελα και τις φωτογραφίες, ο Γιάννης έγραψε στο Facebook: «Θέλω να τιμήσω τη χώρα στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα. Αλλά δεν είμαι μόνο εγώ, είναι χιλιάδες παιδιά μεταναστών που έχουν το ίδιο πρόβλημα, και ελπίζω να λυθεί για όλους». Δεν λύθηκε, ούτε -καν- για τα δυο μικρότερα αδέλφια του.
Γιατί; Επειδή δεν έπαιζαν, ακόμη, «σοβαρό» μπάσκετ. Δεν τους χρειαζόταν η Εθνική ή ο… Φουφουτιακός, οπότε δεν υπήρχε καμία πρεμούρα να τους κάνουμε Ελληνες. Ο Κώστας Αντετοκούνμπο πήρε ελληνικό διαβατήριο τρία χρόνια μετά, την περασμένη Ανοιξη, και τον Ιούνιο του 2016 κλήθηκε για πρώτη φορά στην Εθνική Νέων. Στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού κάνει «πράματα και θάματα» με την ομάδα του Dominican High School. Οσο για τον «Βενιαμίν» της οικογένειας Αντετοκούνμπο, τον Αλέξη, που έκλεισε τα 16 του χρόνια τον περασμένο Δεκέμβριο και, ήδη, προπονείται σκληρά στο Μιλγουόκι, σύντομα θα έρθει η σειρά του.
Την υποκριτική στάση της ελληνικής Πολιτείας απέναντι στους μετανάστες είχε καυτηριάσει, τον Οκτώβριο του 2013, το αμερικανικό δίκτυο ΝΒC: «Η Ελλάδα δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την οικογένεια του (Γιάννη) Αντετοκούνμπο, μέχρι που το NBA παρατήρησε τη δεξιότητά του στο μπάσκετ. Ξαφνικά οι Ελληνες, οι οποίοι επί δυο δεκαετίες τους υποχρέωσαν να ζουν στα σκοτάδια, τους αγκάλιασαν σαν να ήταν παιδιά τους. Συνάντησαν τον Πρωθυπουργό και, τώρα, τους αντιμετωπίζουν σαν ήρωες. Οπως σε πολλά έθνη, όταν δυσκολεύουν οι καιροί και η ανεργία αυξάνεται, μερικοί άνθρωποι βρίσκουν αποδιοπομπαίους τράγους σε εκείνους που πιστεύουν ότι δεν ανήκουν στον τόπο τους».
Γιατί η Ελλάδα αγάπησε, ξαφνικά, τον Γιάννη; Επειδή με τα κατορθώματά του ικανοποιεί την ακόρεστη ανάγκη μας για λίγη εθνική υπερηφάνεια. Επειδή, σε εποχές άδοξες για το έθνος μας, συμβολίζει τον άξιο Ελληνα με τον καλό χαρακτήρα. Επειδή ο Πρόεδρος Ομπάμα τον μνημόνευσε, πλάι στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, στην ομιλία του στην Αθήνα. Επειδή η εικόνα του έγινε εξώφυλλο στο Sports Illustrated και έχει κατακτήσει το Διαδίκτυο. Ή, απλώς, επειδή η ιστορία του παιδιού με το καθαρό βλέμμα είναι η ελπίδα μας για τα δικά μας παιδιά.
Και ο Γιάννης; Γιατί ο Γιάννης αγάπησε μια χώρα που του έδειξε περιφρόνηση και αδιαφορία – το πιο σκληρό της πρόσωπο; Επειδή την έβαλαν στην ψυχή του, μια οικογένεια, μια ηλικιωμένη κυρία, η Εκκλησία της γειτονιάς, ένας προπονητής στον Φιλαθλητικό, ένας δάσκαλος στο σχολείο και λιγοστοί συμμαθητές του. Ανθρωποι που τα ονόματά τους δεν τα μάθαμε ποτέ, γιατί οι ίδιοι δεν γύρεψαν να προβληθούν και να καμαρώσουν για τις ευεργεσίες τους.
Ετσι κι αλλιώς, η Ελλάδα είναι η μοναδική πατρίδα που γνώρισαν ο Γιάννης και τα τρία από τα τέσσερα αδέλφια του (ο Φράνσις, ο ποδοσφαιριστής, έμεινε πίσω στη Νιγηρία). Παράξενη πατρίδα, είναι αλήθεια. Την ώρα που μαθαίναμε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τον πρώτο All Star Ελληνα, στο Πέραμα γινόταν σαματάς, για να μη φοιτήσουν «λαθρομετανάστες» στο σχολείο του. Κι αν ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά βρίσκεται ο επόμενος «αστέρας» του NBA; Ε, τότε, βλέπουμε. Μπορεί και να τον ψηφίσουμε…