Η Ελενα Ακρίτα για μία ακόμη φορά ταράζει τα νερά με άρθρο στα «Νέα» για τα ερχόμενα Χριστούγεννα και ασκώντας κριτική στο μαλ….α των Χριστουγέννων και ουσιαστικά τα …χώνει στους… συντάκτες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
“Ο μαλάκας των Χριστουγέννων”
Είναι αυτός που σου μετράει τα λαμπάκια ένα ένα. Με το δάχτυλο. Βάζει τώρα ο άλλος μια φωτογραφία με το δεντράκι ΤΟΥ. Που στόλισε στο σπιτάκι ΤΟΥ. Με την οικογένειά ΤΟΥ, τους φίλους ΤΟΥ, τον έρωτά ΤΟΥ. Με αγάπη, με κέφι και με κείνη την φευγαλέα εορταστική αγαλλίαση.
Κι απ’ την άλλη μεριά, είναι ο μαλάκας που μετράει με το δάχτυλο. Ένα δυο τρία πέντε οχτώ. Πόσες μπάλες έβαλες, πόσα λαμπιόνια κρέμασες, πόσα στολίδια, πόσα αγγελάκια, ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΑΚΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΝΑ ΤΑ ΔΩ ΟΛΑ. Λες και στα πλήρωσε απ’ την τσέπη του.
Και μετράει. Μετράει, μετράει, μετράει. Με σφιγμένα χείλη, ζαρωμένα φρύδια, γρυλισμούς και μια μούρη ένα με τη μοκέτα. Μετράει, κρίνει, κατακρίνει.
Μιλάμε γι’ αυτή την ειδική συνομοταξία συμπλεγματικών που ακμάζει κυρίως σε χώρες που (τους) ξέχασαν την ομορφιά του ουράνιου τόξου και προ πολλού περιορίστηκαν στη μιζέρια του ασπρόμαυρου. Ο μαλάκας, ο Απόλυτος Μαλάκας – έτσι με κεφαλαία για τον δοξάσουμε – είναι η αυτόκλητη συνείδηση σου. Στολίζεις ενώ ο άλλος δεν έχει μια; Τόσο αναίσθητος πια;
Το γεγονός πως εσύ μπορείς και να γιορτάσεις και να νοιαστείς, και να στολίσεις και να βοηθήσεις ούτε που του περνάει. Δε γίνονται, σου λέει, αυτά τα πράγματα. Δε γίνονται παιδιά, λέει ο τιτανομέγιστος, που η φωτογραφία του αποτελεί επεξηγηματικό λήμμα στον ορισμό ‘μαλακία’.
Κι σου κοτσάρει κάτι googlικες εικονίτσες και συγκρίνει τώρα το ζώον: Ο άστεγος στον δρόμο απ’ τη μια, το στολισμένο πλαστικό δεντράκι απ’ την άλλη. Γελάνε και τα καρούλια μαζί του αλλά ο ίδιος δεν το ξέρει. Γιατί ο Ευαίσθητος Μαλάκας είναι και ξερόλας και άτρωτος.
Γιατί ο μαλάκας, βλέπεις – στο μυαλό μόνο – είναι ο σούπερ ακτιβιστής. Μαγειρεύει για άστεγους, περιμαζεύει σκυλογατάκια, διαδηλώνει για το περιβάλλον, κι όλα αυτά μαμά κοίτα, με ένα χέρι. Στο μυαλό πάντα.
Ο μαλάκας ο καλός ο πρόστυχος νομίζει πως ‘γράφω’ ίσον ‘πράττω’. Γι’ αυτό τίποτα δεν κάνει τι-πο-τα. Τίποτα και για κανέναν κερατά. Άντε να δώσει κάνα ψιλό (για να τα ξεφορτωθεί) στη γριούλα με το απλωμένο χέρι. Εκεί αρχίζει, εκεί τελειώνει η καλοσύνη του. Μην φανταστούμε δηλαδή ότι βγαίνει από τον δρόμο του, απ’ τη βολή του, για να βοηθήσει τον διπλανό του.
Άσε μας χρυσέ μου που νομίζεις πως θα μας δημιουργήσεις ενοχές χωρίς να ξέρεις ούτε ποιοι είμαστε, ούτε τι κάνουμε στη ζωή μας. Άσε μας λογοδοτήσουμε στα δικά σου συμπλέγματα μπας για να χτυπήσεις εσύ καμιά γκόμενα με ευαισθησιούλες – στιχάκια ημερολογίου.
Και στην τελική, για πες, εσύ πως τρως στο σπίτι σου, όταν τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε;
Κι επειδή γνωριζόμαστε και δεν συστηνόμαστε, άκου και το τελευταίο.
Η επίπλαστη χαρά δεν είναι παρά μια μικρή σανίδα σωτηρίας σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Μια σανίδα που δεν κρατάει πολλούς και δεν κρατάει πολύ. Κομμάτια απ’ τις τρικυμίες, σάπια απ’ τις αρμύρες, αυτό μπορεί αυτό κάνει. Σου χαρίζει ένα στιγμιαίο χαμόγελο πριν ξαναβρεθείς να παλεύεις με τα κύματα.
Υ.Γ. Και μια που πας την κουζίνα, πες λίγο και για τον Άι Βασίλη με την Κόκα Κόλα να δω κάτι.
Έλενα Ακρίτα