Ο Ναξιώτης ηθοποιός Λευτέρης Ελευθερίου μιλάει για όλα… για τους ρόλους της ζωής του, για την οικογένειά του και για τη Νάξο … Και δη την Απείρανθο για την οποία λέει πολύ απλά ” είναι ο παράδεισός μου”
Θα το πω όπως η αείμνηστη Κάρι Φίσερ στο λόγο της για τον Τζορτζ Λούκας στα AFI awards του 2005. Γεια, ονομάζομαι Λευτέρης Ελευθερίου και είμαι αλκοολικός. Είμαι αλκοολικός επειδή ο Λευτέρης Ελευθερίου έχει καταστρέψει τη ζωή μου. Εδώ και χρόνια, η ίδια δουλειά. Σκάνε friend requests στο Facebook από μυστηριωδώς ωραία κορίτσια, τα οποία δεν γινόταν να έχουν ανιχνεύσει από κάπου την ομορφάδα μου. Η αρχική αφέλεια, απόρροια ενός σχεδόν παιδικού ναρκισσισμού, αντικαταστάθηκε από την εξής ερώτηση: “Είσαι σίγουρη ότι σε μένα ήθελες να κάνεις αίτημα;”. Δεν ήταν.
Του Λευτέρη Ελευθερίου (oneman.gr – φωτογραφίες: Θεοφύλακτος Μιχαήλ) – η συνέντευξη έγινε στο Musique cafe (Αρριανού 37, Παγκράτι)
Διάφορες φωτογραφίες προσγειώνονταν στο timeline με λανθασμένα tag, λεζάντες “μπράβο ρε Λευτέρη”, “πάμε Λευτέραρε”, από κοινούς φίλους. Ο Λευτέρης Ελευθερίου, με καταβολές από την Απείρανθο της Νάξου, ήταν ήδη διάσημος. Γαμώτο!
Εδώ που τα λέμε, πάντως, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνεις διάσημος. Ένας εξ αυτών, ο πιο τίμιος και κακοτράχαλος ίσως, είναι να έχεις ταλέντο και να το καταθέτεις καθημερινά με τρόπο που να σβήσεις το οποιοδήποτε αντεπιχείρημα. Για πηγαίντε στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο το βράδυ του Σαββάτου στις 23:00 να δείτε την παράσταση ‘Με την Όπισθεν’, που κάνει με τον Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλο, έναν θαυμάσιο μουσικό που είναι ατύχημα αν δεν ξέρει να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Αν υπήρχε άλλος χώρος για να κομπλάρει τον υπογράφοντα, κάνοντάς τον να νιώθει τη βάφτισή του ατυχές συμβάν, αυτός εξαντλήθηκε όταν είπε το ‘Δωμάτιο’, όταν πήρε την κιθάρα και ροκαμπίλιασε, ενθυμούμενος τους Ντεσεβό, την μπάντα της εφηβείας του, ή όταν έκανε έναν τρελαμένο ναυτικό με λευκή γενειάδα.
Την ίδια μέρα, Σάββατο, ο Ελευθερίου πηγαίνει στο Γυάλινο με την ψυχή στα πόδια, αφού έχει δύο παραστάσεις στα αθηναϊκά θέατρα με το ‘Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα’, η οποία είναι, εκτός από ένα αφιέρωμα ολκής στον υπέροχο μουσικό των λαϊκών στρωμάτων του έθνους (και όχι μόνο), μία αληθινή θεατρική παράσταση, σκηνοθετημένη από το φοβερό και τρομερό Πέτρο Ζούλια και με ένα σπουδαίο θίασο (Βίκυ Σταυροπούλου, Τάσο Χαλκιά, Λευτέρη Ελευθερίου, Χριστίνα Τσάφου, Ελένη Καρακάση, Μάκη Πατέλη, Κωνσταντίνο Κακούρη, ξέχωρα τους καλλίφωνους ηθοποιούς που έχουν μαζευτεί). Δύο παραστάσεις διάρκειας σχεδόν 2,5 ωρών. Και άλλες τρεις, από Τετάρτη ως Παρασκευή. Για τον Φεβρουάριο στεγάζεται στο θέατρο ‘Αλίκη’.
Όπως ισχύει με τον διαιτητή, που ακολουθεί αυτήν την ειδικότητα επειδή δεν κατάφερε να γίνει ποδοσφαιριστής, αυτή η αναποδιά που προέκυψε με τους προγόνους και το μυστήριο της βάφτισης σφραγίζεται με μία συνέντευξη. Η οποία, παρ’ όλα αυτά, έχει το μελαγχολικό βλέμμα του Τσάπλιν στο ‘Limelight’.
“Στο μέρος απ’ όπου κατάγομαι, την Απείρανθο της Νάξου, η ιστορική συνέχεια των πραγμάτων έχει μεγάλη αξία. Θεωρώ ότι η διαδοχή των πραγμάτων σε φέρνει στην κατάσταση που ζεις αυτή τη στιγμή και για μένα η διαδοχή ήταν αρκετά σκληρή. Δυστυχώς δεν ήταν εύπορη η οικογένειά μου, το χρήμα και το μεροκάματο έγιναν βασική μέριμνα, καθημερινή. Και αυτό το βίωσα κυρίως τα προηγούμενα 6 χρόνια, που ήρθε το πρώτο παιδί στη ζωή. Τότε εστίασα περισσότερο στο οικονομικό όφελος που μπορεί να έχει μία συνεργασία και, αν όχι παραμέρισα την ποιότητα της δουλειάς μου, κοίταξα τουλάχιστον να κάνω δουλειές που εν πρώτοις μπορεί να μην τις επέλεγα, αλλά θα έβαζα εγώ το δικό μου μεράκι και το δικό μου σμίλεμα, ώστε να βγει αυτό το πράγμα όσο καλύτερο μπορούσα”.
Φαντάζομαι ότι στο Γυάλινο έχεις συμβιβαστεί λιγότερο από άλλες δουλειές.
“Όλα εξαρτώνται από το χώρο που είσαι και τη συμφωνία που έχεις κάνει. Από πέρυσι, που αρχίσαμε, η συμφωνία ήταν πιο χαλαρή και ήταν ακόμα πιο κοντά. Η περυσινή χρονιά ήταν δοκιμασίας, αλλά η παράσταση πήγε πολύ καλά, ανέλπιστα καλά. Αυτή η δουλειά ήταν σαν το ψυχοπαίδι μου, που τόσο καιρό υπήρχε και το φύλαγα. Με δικά μου κείμενα, με τη δική μου ευαισθησία γύρω από αυτό που είχα ζήσει τόσα χρόνια”.
Από την εφηβεία ξεκίνησες;
“Ναι, αυτές είναι οι καταβολές που σου είπα πριν. Ένα κομμάτι αυτών, μία ιστορικότητά τους, παρουσιάζεται στο Γυάλινο, που είναι ο κολλητός μου ο Σωτήρης ο Βλησίδης στα πλήκτρα. Όταν μου είπε ο Αλκιβιάδης ότι επιθυμεί συνεργασία στο Γυάλινο αμέσως συνδέθηκα με το πρώτο κύτταρο, τον πρώτο πυρήνα τέχνης, που μπήκε εκείνη την περίοδο. Αυτό που άνθισε μέσα μου. Τα εφηβικά χρόνια μου, όταν με τον Σωτήρη, τον Γιάννη και τον Σπύρο είχαμε τους Ντεσεβό, ένα συγκρότημα ναξιώτικο.
Μεγαλώνω στη Νάξο, γύρω στα 16-17 πιάνουμε τα όργανα με τα παλικάρια μου. Μέχρι τότε ήμαστε μπάσκετ, καφετεριούλες, μπάνια, κάνα τσιγάρο πολύ κρυφά σε κάνα γιαπί και αποφασίζουμε με τα κοπέλια να πιάσουμε τα όργανα και να στηθούμε σε ένα σπίτι υπόγειο που υπήρχε εκείνη την περίοδο κάτω από το σπίτι του Σωτήρη. Αφουγκραζόμενοι όλο αυτό το λεφούσι που κατέβαινε από τη βόρεια Ελλάδα, Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Μάσκες, αυτό που αρχίσαμε να αχνοακούμε, δημιουργούνται οι Ντεσεβό. Ο Σωτήρης πλήκτρα, εγώ κιθάρα και φωνή, ο Σπύρος ντραμς, ο Γιάννης μπάσο. Πριν διαλυθούν οι Ντεσεβό, υπήρχαν ήδη αντικειμενικά προβλήματα, εγώ έμενα στην Αθήνα, ήρθαν οι πανελλήνιες, μετά ήταν οι προβληματισμοί για τον επαγγελματικό προσανατολισμό, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Κάπου εκεί διαλύθηκε το γκρουπ, αλλά στα αυτιά μου παρέμεινε η ηχώ του ‘πρέπει να ασχοληθείς με την υποκριτική’, των φίλων μου, οπότε όταν τελειώνει το στρατιωτικό στα 22, αρχίζει τότε και μπαίνει το άγχος του τι θα κάνω καλλιτεχνικά.
Μέχρι τότε δεν ήξερα. Είχα τελειώσει μία σχολή κάμεραμαν και είχα ξεκινήσει βοηθός στον Γιώργο Παπαδάκη. Έρχεται, λοιπόν, το καλλιτεχνικό θέμα, αφού δεν ευοδώθηκε η δουλειά δημοσιογραφικά, πίσω από τις κάμερες, και δεν είχε συνεχίσει το γκρουπ. Μου φαινόταν πάρα πολύ δύσκολο, και λόγω του ότι δένομαι με τους φίλους μου, να κάνω ένα γκρουπ χωρίς αυτά τα παιδιά. Γνώρισα την Τατιάνα, τη γυναίκα μου. Εκείνη την περίοδο παρακολουθούσα ένα εργαστήρι υποκριτικής, δεν ήξερα αν θα ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτό. Βέβαια, είχα τη ζέση της απασχόλησης με τις ώρες με αυτό το πράγμα. Έτσι, στα 22-23 μου μπήκα στη σχολή της Νέλλης Καρρά, παρακινημένος από έναν ξάδελφό μου επίσης ηθοποιό, τον Δημήτρη τον Ήμελλο”.
Από τους πιο αξιόλογους ηθοποιούς.
“Ρωσοτραφής. Θα μπορούσα να μιλάω για τον Δημήτρη με τις ώρες, γιατί έχω παρακολουθήσει τα περισσότερα από αυτά που έχει κάνει. Με αυτές τις προσλαμβάνουσες, γιατί παρακολουθούσα χρόνια την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, από τον πρώτο χρόνο της σχολής συνδέομαι με τον Γιάννη τον Σαρακατσάνη, τη Βάσω τη Γρηγοριάδου και τους Αμπόβο. Συνδέομαι με μία ομάδα, λοιπόν, που για οκτώ χρόνια πειραματίζεται, δημιουργεί, συγγράφει, συν-σκηνοθετεί, καταθέτει τα δικά της πονήματα και τα δικά της πρωτόλεια επί σκηνής και μέσα σε οκτώ χρόνια εξελίσσεται, γίνεται οι Αμπόβο, του Μπέρμιγχαμ, των βραβείων των φεστιβάλ. Μάλιστα, ήμουν υποψήφιος για καλύτερος ηθοποιός για μία παράσταση που παίζαμε τότε, τον ‘Πλανήτη’. Παράλληλα, η σχέση μου προχωράει με την Τατιάνα. Το σημαντικό θέμα, για τη δημιουργία της οικογένειας, μπαίνει σε αυτό το σημείο και ξυπνάει το οικονομικό ζήτημα.
Για να συντηρήσω μία οικογένεια προχωράω στο δικό μου το διάβημα, το οποίο δεν είναι πάντα ευχάριστο, αλλά μου προσφέρει την άνεση να μπορώ να βγάλω εισιτήρια για να πάμε στη Νάξο τους καλοκαιρινούς μήνες, να νοικιάσουμε ένα σπίτι στη Μουτσούνα για ένα μήνα και στο Πυργάκι. Οι χαρές που παίρνω επαγγελματικά είναι ότι αναγνωρίζεται σε ένα ευρύ κοινό το ταλέντο μου μέσω των παρουσιάσεών μου στον Λάκη Λαζόπουλο, μέσω του Μίρι στη ‘Γενιά των 592 ευρώ’, δεν μου δίνουν όμως τη χαρά που είχα να δημιουργώ, αυτό που είχα με τους Ντεσεβό και με τους Αμπόβο. Φέτος ευελπιστώ να κάνω το δικό μου διάβημα στο θέατρο”.
Στο μυαλό μου δεν υπάρχει όργανο μουσικής που ο Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος δεν ξέρει να παίζει.
“Με τον Αλκιβιάδη γνωριστήκαμε και δημιουργήσαμε με γνώμονα τον κοινό πόθο να παρουσιάσουμε ένα μουσικοθεατρικό πρόγραμμα με δικά μας κείμενα και τραγούδια, κατά κύριο λόγο. Η φιλία, ο σεβασμός και η γενναιοδωρία εκατέρωθεν γρήγορα μας έδωσε ώθηση και οι 3 προγραμματισμένες παραστάσεις έγιναν 50. Απ’ ό,τι φαίνεται, έχει μέλλον η συγκεκριμένη συνεργασία. Όταν γνωρίζεις ανθρώπους όπως ο Αλκιβιάδης, στην πορεία σου, είναι δύσκολο να μην ενθουσιαστείς με το πολύπλευρο ταλέντο του και να μην παρασυρθείς από την ορμή του και την αγάπη του για αυτό που κάνει”.
Σε ανακουφίζει, κάπως, στις διαφημίσεις που κάνεις, ότι φτιάχνεις εσύ το χαρακτήρα σου;
“Αναμφισβήτητα. Να μη χρησιμοποιείς το όνομά σου και την ιδιότητά σου, τη δημόσια περσόνα, για να διαφημίσεις κάτι, αλλά να χρησιμοποιείς την τέχνη σου. Είναι ικανοποιητικό γιατί τουλάχιστον ο θεατής βλέπει μία ταινία μικρού μήκους. Το να εμφανιστώ ως φυσικό πρόσωπο μπροστά στην κάμερα για να πω τετριμμένα λόγια ώστε να πουλήσω ένα προϊόν δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω. Έτσι όπως το κάνω το θεωρώ, δεν ξέρω πώς να το πω, πιο τίμιο”.
Ουσιαστικά η διαφήμιση, αν μιλήσουμε γενικά, για το πώς μπορεί να γίνει προπαγάνδα, για αυτό που πρεσβεύει, για τα υποσυνείδητα μηνύματα που περνάει, δεν μπορεί να είναι τίμια, αν και είναι απαραίτητη στον κόσμο. Πάντως, με βάση τις αξιακές και τις πολιτιστικές προσλαμβάνουσές σου, αυτές οι θεατρικές δουλειές που κάνεις τώρα τουλάχιστον δε σε χαλάνε. Μπορεί ακόμα και να σε φτιάχνουν.
“Αρκετά. Τις αποζητώ. Με βάση αυτό που έχεις κάνει, αυτό που έχεις δείξει, όπως ήταν το ‘Your Face Sounds Familiar’, όταν αποκτάς δημοσιότητα ξαφνικά, καθιερώνεσαι λίγο στα μάτια του κόσμου, ως αγαπημένος, συμπαθής, έρχεται έπειτα ένας οργασμός προτάσεων, οι οποίες, μάλιστα, είναι και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. ‘Να έρθεις στο Dancing’, ‘να έρθεις στο πάνελ, να σχολιάζεις, έχεις χιούμορ’, ‘να κάνεις κάτι σατιρικό πριν τις ειδήσεις’. Έρχεται ένας οργασμός ιδεών, τον οποίο πρέπει λίγο να φιλτράρεις. Πέρασαν τρία χρόνια για να ηρεμήσω από αυτές τις προτάσεις, να πω ότι θέλω να κάνω αυτό που αγαπάω, αυτό που ποθώ”.
Εσύ ξέρεις τι έχεις ανάγκη ή ακόμα το ψάχνεις;
“Αυτό που έχω ανάγκη είναι να είμαι συνειδητός σε αυτά που κάνω. Έχω ανάγκη να με αγαπήσω. Ο Τζιμ Κάρεϊ είπε τώρα τελευταία ότι ο κωμικός είναι ο πυροσβέστης των πραγμάτων. Ακόμα ξεκινώντας και από τη μάνα του και την οικογένειά του, τους ανθρώπους του, προσπαθεί να γίνει γελωτοποιός, να πυροσβέσει καταστάσεις που ως παιδί βίωσε και δεν ήξερε πώς να τις αντιμετωπίσει. Βαριές καταθλίψεις, περιστατικά, τα οποία, χρησιμοποιώντας το χιούμορ, νομίζεις ότι μπορείς να ξεθυμάνεις. Αυτό βέβαια δημιουργεί νευρώσεις και αναγκάζεσαι να χρησιμοποιείς το χιούμορ σαν γυαλί ηλίου, σαν φίλτρο. Θα ήθελα να αποχωριστώ και από αυτό το κομμάτι, το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να αποχωριστείς μία ταυτότητα την οποία ξέρουν, θεωρείται πετυχημένη. Θέλω να αποφύγω, όμως, και το να πρέπει να αποδείξω τι μπορώ να κάνω. Στην πραγματικότητα πρέπει να έχεις, όλοι μας να έχουμε, τα μάτια σου και τα αυτιά σου ανοιχτά στο πλασματάκι που έχεις μέσα σου. Μπορώ να κάνω αυτό το βήμα χωρίς να έχω στο νου μου τι θα πουν άλλοι και ποια είναι η άποψη που έχουν για μένα;”
Εσύ, πάντως, φαίνεται ότι, κοροϊδεύοντας πρώτα από όλους τον εαυτό σου, αυτόν τον λίγο αμέρικαν σκόπελο του Κάρεϊ τον έχεις αποφύγει.
“Βασική μέριμνα είναι ο αυτοσαρκασμός. Θεωρώ ότι η σάτιρα δεν πρέπει να γίνεται ανώτερη από το γεγονός. Αν σατιρίσεις το σκουπίδι, αντί να πιάσεις να το πετάξεις, μπορεί αυτό να μείνει κάτι πολλά χρόνια”.
Για τον Ζαμπέτα
Φυσικά και ο Λευτέρης Ελευθερίου τραγουδά τον ‘Αράπη’ του Ζαμπέτα στην παράσταση. Ποιος άλλος θα έστηνε τέτοιο κόρπο, που λεν και στο χωριό του. Ο κόσμος χαχανίζει και χειροκροτά ρυθμικά πριν ξεσπάσει, μετά από μία απίθανη κίνηση με το μπουζούκι στο τέλος, σε χειροκροτήματα. Ο κόσμος έχει, όχι άδικα, απενοχοποιήσει αυτό το τραγούδι. Η εποχή του το επιτρέπει. Αν υπήρχε κάποιος Ζαμπέτας τώρα, αναμφισβήτητα θα οδηγούσε σε προπηλακισμό. Ή μήπως όχι;
Υπήρχε περίπτωση να γραφόταν τέτοιο τραγούδι σήμερα χωρίς να σφάξουν στο γόνατο και το τραγούδι και τον καλλιτέχνη;
“Όχι”.
Άλλη ερώτηση. Ήταν ρατσιστικό το τραγούδι;
“Ναι, θεωρώ ότι ήταν” (γέλια)
Ήταν εποχές που δεν υπήρχε αυτή η αντίληψη περί ρατσισμού.
“Δεν υπήρχε ρατσισμός, βασικά, στο Αιγάλεω.
Να, δες παραδείγματος χάρη το ‘1968’ του Μπουλμέτη. Τότε δεν υπήρχε καν η υπόνοια ότι ένας μαύρος παίκτης θα πήγαινε σε μία ελληνική ομάδα. Η μουσική και ο αθλητισμός είναι, όμως, πεδία που αποδέχονται και αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα και για αυτό από εκεί άρχισε η αποδοχή τους. Είναι σημαντικό όταν μιλάς για έναν άνθρωπο, να έχεις άποψη και των κοινωνικών δεδομένων που τον χαρακτηρίζουν. Πρέπει να τον εντάσσεις μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, να διαπιστώσεις πού τον τοποθετεί η κοινωνία και ποιες είναι οι δυναμικές που μπορεί να του δώσει για να εξελιχθεί. Δεν μπορείς να κρίνεις τα φαινόμενα μονοδιάστατα. Πρέπει να βλέπεις όλες τις διαστάσεις. Όσο για τον Αράπη του Ζαμπέτα, δεν ξέρω σε ποιο περιβάλλον θα μπορούσε να ακουστεί ένα τέτοιο κομμάτι, αν γραφόταν σήμερα. Επειδή ο Γιώργος Ζαμπέτας έγινε γνωστός με την άνθιση της τηλεόρασης, συνέπεσε με τα χρόνια που ονόμασε και ο ίδιος παρακμή, νομίζω ότι είχε περισσότερο το άγχος να δείξει στην κοινωνία τον αυτοσαρκασμό, τη χαρά, φημιζόταν ότι ήταν γνωστός διασκεδαστής στους κύκλους της Αθήνας.
Ήταν ένας από τους ρόλους που είχε ο Ζαμπέτας, ένας από αυτούς που τον έκαναν γνωστό, νομίζω ότι είχε περισσότερο αυτό το άγχος, να δείξει το κομμάτι της προσωπικότητάς του, το οποίο δε συνάδει με όλο του το έργο. Όταν βγαίνω, λοιπόν, στη σκηνή, για να πω αυτό το κομμάτι, αναρωτιέμαι, ‘ρε φίλε, έχεις πάρει χαμπάρι τι έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος;’. Αυτό το τραγούδι ακούγεται, πραγματικά, σαν ένα αστείο ιντερμέδιο μέσα σε όλο αυτό το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου”.
Απλώς είμαστε σε μία φάση που αντί να πούμε τον μαύρο μαύρο, τον αποκαλούμε έγχρωμο, προβαίνοντας σε έναν υποκριτικό ρατσισμό. Θεωρούμε την ίδια τη λέξη συνώνυμο και δεν την αναφέρουμε.
“Έτσι είναι. Ζούμε σε μία εποχή που οι διαφορετικότητες προσπαθούν να κερδίσουν έδαφος και να διεκδικήσουν δικαιώματα, να αποκτήσουν φωνή μέσα στις κοινωνίες. Ζούμε μία επανάσταση ιδιαίτερη, εντάξει, εκκινώντας, βέβαια, από την εποχή του ’60, από το μεταπολεμικό πλανήτη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή, ο πλανήτης νομίζω ότι έπρεπε να αναζητήσει καινούργιες κοινωνικές δομές για να υπάρξει η διαφορετικότητα. Μία από αυτές που αναφέρεται στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο είναι η φεμινιστική επανάσταση. Η γυναίκα απέκτησε λόγο, απέκτησε υπόσταση, μπορεί πια και επηρεάζει την κοινή γνώμη, έχει βγει από το σπίτι. Ήταν από τις επαναστάσεις που μέχρι πρότινος δεν θα στέριωνε. Σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία δε θα μπορούσαμε να το διανοηθούμε αυτό”.
Για να επιστρέψουμε στον Ζαμπέτα, πρόκειται για μια παράσταση που διεισδύει στο θέμα της. Είναι κάτι που δεν το βλέπεις συχνά στις αφιερωματικές παραστάσεις. Μπαίνει πολύ βαθιά στην προσωπικότητα.
“Ο Ζούλιας έχει κάνει το εξής: ξεκινάει από τον πατέρα του και την παράδοση με το μπουζούκι. Όσο και να μην ήθελε ο πατέρας του, έγινε μπουζουξής. Ο σκηνοθέτης, λοιπόν, ξεκινά σεναριακά θέτοντας το πρώτο εμπόδιο: δε θα πιάσεις το μπουζούκι. Αυτό κάνουν οι μεγάλοι σκηνοθέτες. Ξέρουν να φωτίζουν τους σημαντικούς κόμβους στη ζωή μας, αυτούς που αποφασίζουμε να πάρουμε”.
Κι έτσι, μία αφιερωματική παράσταση γίνεται μία αληθινή θεατρική παράσταση.
“Όταν βρίσκεσαι δίπλα σε τέτοιους ανθρώπους πρέπει να έχεις τα αυτιά σου ανοιχτά, να αφουγκράζεσαι πώς βλέπουν την τέχνη, πώς βλέπουν το στήσιμο μίας παράστασης, διότι αυτό θα ακολουθήσεις. Διάβασα ασφαλώς και τα δύο βιβλία που έχουν γραφτεί, και της Ιωάννας Κλειάσου (Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και πολιτεία) και της Καίτης Ζαμπέτα, το ‘Βαθιά στη θάλασσα’ θα πέσω, στο οποίο βασίζεται το έργο. Έκανα, δηλαδή, μία πραγματολογική μελέτη για το τι συνέβαινε τις περιόδους που ο Ζαμπέτας μεγάλωσε και δημιούργησε, για να εντρυφήσω, να κάνω μία πιο βαθιά μελέτη πάνω στο φαινόμενο. Ήταν άλλη η εποχή, άλλα τα δεδομένα. Για να φωτιστούν αυτά σωστά, πρέπει να κάτσεις να ασχοληθείς”.
Πάντως, πόσο καλλίφωνα είναι τα παιδιά που τραγουδούν στην παράσταση… Πόσες παραστάσεις γίνονται που είναι εξαιρετικές και, παρ’ ότι είναι λίγο αγχωτικό, τόσες παραστάσεις κάθε μέρα, πόσα παιδιά υπάρχουν με τρομερές ικανότητες… Γιατί δεν μπορεί να διανεμηθεί αυτό το ταλέντο, ώστε να δημιουργήσει μία χρυσή εποχή εφάμιλλη των προηγούμενων δεκαετιών;
“Κάθε φορά που μιλάμε για το ταλέντο, ξέρω βαθιά μέσα μου ότι υπάρχουν άπειρα ταλαντούχα παιδιά. Το είδα και στη σχολή μου, ότι εγώ πήγα με μία κλίση. Είδα όμως ότι αν βρουν το κατάλληλο περιβάλλον οι σπόροι αυτοί που φέρνουν τα παιδιά, ανθίζουν και αποκαλύπτονται συνεχώς καινούργια ταλέντα. Πρέπει οι ηθοποιοί οι οποίοι έχουν καθιερωθεί και που έχουν ένα βήμα, να δώσουν το χώρο σε αυτά τα παιδιά. Είναι μία παράσταση που το κάνει αυτό. Αν κάνεις την περσόνα σου πίσω και αφήσεις να φανούν αυτά τα παιδάκια, καταλήγει κάποιος στην άποψη που έχεις εσύ. ‘Κοίτα να δεις υλικό που έχουμε”.
Κάνεις και εσύ κάτι παρόμοιο στο τραγούδι του Βοσκόπουλου.
“Ο Αντώνης Βαρθαλίτης, εν προκειμένω, έχει ένα φωνητικό θησαυρό, που αν δε βοηθήσουμε και εμείς αυτό να φανεί, θα καθυστερήσει να φανεί. Θα γίνει, απλώς πιο αργά. Πρέπει κάθε παιδί να βρίσκει, μαζί με την προσπάθεια, το σωστό περιβάλλον”.
Και στο Γυάλινο δίνετε το βήμα σε νέους μουσικούς και όχι μόνο, που ουσιαστικά ανοίγουν την παράσταση.
“Συνέβη και με τον Φοίβο Δεληβοριά, το έκανε ο Πάνος Μουζουράκης, με κορίτσια που έβαλε στο πρόγραμμά του, δεν ξέρω για φέτος. Ειδικά οι άνθρωποι στα talent show, που κρίνουν αυτά τα παιδιά, έχουν μία ευθύνη παραπάνω, να τους δώσουν ένα βήμα αύριο μεθαύριο να μπορούν να δημιουργήσουν, να εργαστούν σε αυτό που αγαπάνε και να δώσουν κάτι. Νομίζω ότι έχω εκπληρώσει την ανάγκη να δείξω αυτό που μπορώ να κάνω. Θεωρώ κι εγώ σημαντικό, για το τι επιθυμώ να κάνω, έχω την ανάγκη να το μοιραστώ αυτό. Νομίζω ότι θα με κάνει συνολικά καλύτερο άνθρωπο”.
Η Μπέλλου πώς προέκυψε; Την έχεις ξανακάνει;
“Πάντα είναι ένας καλλιτεχνικός προορισμός. Είναι επίσης από τις αγαπημένες μου. Είναι και ο Διονύσης δίπλα στην Μπέλλου. Έχει πολλή πλάκα η τελευταία στιχομυθία των δύο χαρακτήρων, που ρωτάει ο Διονύσης, ‘πώς σου φάνηκε το ζεϊμπέκικο;’ και η Μπέλλου του απαντά ‘δεν είχα ξανατραγουδήσει ποπ’. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε την εικόνα της συνάντησης δύο κολοσσών εκείνη την περίοδο. Το γεγονός ότι το κάνει ένας άντρας είναι ένα αστείο. Ακόμα και στο τραγούδι του Μικρούτσικου, παρά το αστείο, ο κόσμος ξεσπά σε χειροκροτήματα γιατί βρίσκει το τραγούδισμα συγκινητικό. Προσπαθώ να είμαι μέσα σε αυτό το όριο. Τα πράγματα ακροβατούν μεταξύ συγκίνησης και χιούμορ. Το γεγονός ότι σατιρίζεις κάτι δε σημαίνει ότι το ευτελίζεις. Δεν ξέρω, όμως, πόσο ευαίσθητη είναι αυτή η χορδή”.
Οι στόχοι και τα 200 κομμένα ευρώ
Όσο κι αν δενόμαστε από τις δεσμεύσεις μας, ανά πάσα στιγμή οι προοπτικές που φέρνουν νέες αξιώσεις εμφανίζονται μπροστά μας. Η ανθρώπινη ανησυχία δε γνωρίζει από κοινωνικούς δεσμούς και συμβατά προφίλ, με τα οποία μπορούμε να αναγνωρίζουμε τους διπλανούς μας ή τις διασημότητες στο μικρόκοσμό μας. Η επιτυχία μίας κατάστασης δε σημαίνει απαραιτήτως μία αλληλουχία ευανάγνωστων γεγονότων.
Ποιοι είναι οι στόχοι σου; Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
“Κατ’ αρχάς θέλω να μεγαλώσω. Περισσότερο έχω την ανάγκη να καταλάβω πώς μπορεί η τέχνη να γίνει αναγκαίο συστατικό για μία κοινωνία και να καθρεφτίσει πράγματα που έχουμε πραγματικά ανάγκη να ακούσουμε, να μας βοηθήσει να εξελιχθούμε. Να μας βοηθήσει να προβληματιστούμε, να σκεφτούμε. Θα ήθελα κάθε βήμα μου να ενέχει έναν τέτοιο σπόρο, σκέψης. Προβληματισμού. Αν δεν το κάνεις, βέβαια, στο έργο σου, καταλήγεις να είναι διδακτικό. Για τη σάτιρα, που κάνω, δεν έχω καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα. Παίζω καθαρά με την εικόνα. Το αστείο συνδυάζεται με το παράλογο”.
Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο. Πόσο γρήγορα πήγαμε από τη γενιά των 592 ευρώ στη γενιά των 392 ευρώ; Πόσο γρήγορα κόπηκαν 200 ευρώ;
“Και όχι μόνο. Εμείς το βιώνουμε πάρα πολύ στο χώρο μας αυτό. Οι μισθοί είναι εξευτελιστικοί. Ένας ηθοποιός πρέπει να κάνει δύο και τρεις δουλειές για να αυτοσυντηρηθεί, πόσω μάλλον να κάνει μία οικογένεια. Ο δικός μας χώρος, πέραν του αποτελέσματος, απαιτεί πολλές πρόβες, πολύωρες, είναι εποχιακό επάγγελμα, μπορεί να έχεις κάνει έξι μήνες πρόβα και ξαφνικά ο παραγωγός να αποφασίσει να μην ανεβάσει το έργο, σωματείο δυνατό ώστε να επηρεάσει τα πράγματα δεν υπάρχει, ούτε καν στη συνείδηση των ηθοποιών, ώστε να προασπίσουμε βασικά δικαιώματα. Το γεγονός ότι οι μισθοί έχουν φτάσει σε αυτό το όριο -και πολλές φορές δε δίνονται, απ’ όσο ξέρω, οι καθυστερήσεις είναι τραγικές- φαντάζομαι ότι είναι αποκύημα της κρίσης του συστήματός μας. Και είναι και ένα τσουνάμι που νομίζω ότι θα έχει πιο τραγική κατάληξη από αυτή που ήδη βιώνουμε.
Νομίζω ότι η ιστορία άρχισε τη στιγμή που το οικονομικό σύστημα στηρίχθηκε πάνω σε νούμερα, σε ανθρώπους που πουλάνε και αγοράζουν. Από εκείνη τη στιγμή, την εποχή των golden boys, το οποίο ζήσαμε πριν από 10 χρόνια, αποδείχθηκε ότι όλο αυτό το χρήμα δεν έχει κανένα αντίκρισμα ή ένα αντίκρισμα το οποίο είναι τελείως επίπλαστο. Αυτό ήρθε σαν υγρασία, σαν καρκίνωμα στον εργασιακό τομέα. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις και ανθρώπους ως νούμερο, νομίζω ότι για να ανταγωνιστείς μετά τα νούμερα θα πρέπει να αντιμετωπίσεις και εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου ως νούμερο. Αν υποστηρίζεις το καταστατικό ότι ο άνθρωπος δουλεύει 12 ώρες τη μέρα για 1 ευρώ την ώρα ώστε να αγοράσει τα προϊόντα 50 λεπτά και 20 λεπτά, για να ανταγωνιστείς αυτούς που κινούν τα χρηματοοικονομικά νήματα θα πρέπει να φτάσεις σε αυτό το όριο, του 1 ευρώ. Αυτά είναι, λοιπόν, τα 2 ευρώ τη μέρα, σε εμάς τα 300 ευρώ το μήνα. Για να ανταγωνιστείς παραγωγικά τέτοιες χώρες, θα πρέπει να φτάσεις τους μισθούς τους. Για να έρθει μία εταιρεία να επενδύσει σε σένα, να ψάξει εργατικά χέρια, εφόσον επενδύει σε ανθρώπους που δουλεύουν 12 ώρες με αυτά τα λεφτά, θα πρέπει να ταιριάξει τις ώρες και τα χρήματα. Τόσο απλό είναι.
Αναγκαστικά η ανθρωπότητα προς τα εκεί θα στραφεί για να αλλάξει τα δεδομένα της, όχι μόνο στα χρήματα, αλλά στη βάση ότι δεν παίρνουμε δερμάτινα επειδή σφάζουν ζώα και στις διατροφικές επαναστάσεις. Νομίζω ότι και αυτό που ζούμε στο μικρόκοσμο το δικό μας, στο καθαρά μισθολογικό καθεστώς, είναι αντανάκλαση αυτού που συμβαίνει”.
Ο Μίρι, από τη ‘Γενιά των 592 ευρώ’, πώς δημιουργήθηκε;
“Ο δικός μου Μίρι ήταν ένα από τα τελευταία κάστινγκ. Είχαν απογοητευτεί, δεν ήξεραν πώς θα ήταν αυτός ο χαρακτήρας. Πήγαιναν παιδιά που ήταν Ουκρανοί και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιο ήταν το αστείο κομμάτι της υπόθεσης. Τον παρουσίαζαν αρκετά σοβαρά. Ο Μίρι λοιπόν, λίγο σαν Μπόρατ, λίγο σαν χαρακτήρας ο οποίος ξεφεύγει από την ταυτότητά του και γίνεται συνεκδοχή ανθρώπων και κομματιών που έχουν να κάνουν με τον επαρχιώτη, με τον άνθρωπο που ζει σε ένα δικό του σύμπαν, έτσι δημιουργείται. Αν φτιάξεις έναν χαρακτήρα και τον βάλεις σε ένα παράταιρο περιβάλλον αμέσως δημιουργείται η κωμωδία”.
Το ‘Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος’ γιατί δε συνεχίστηκε;
“Ο Γιάννης Τσιτσώνης, που ήταν και δημιουργός της σειράς, ζει στην Αγγλία τώρα. Το παιδί αυτό ήταν ο βασικός γραφίστας του MEGA και όλοι θυμόμαστε την εξαιρετική δουλειά που γινόταν στα γραφικά του καναλιού. Ήταν από τους σημαντικούς δημιουργούς και θεμελιωτές αυτής της εικόνας. Όταν η κρίση διείσδυσε βαθιά στους πυλώνες του καναλιού βρέθηκε χωρίς δουλειά, ήταν πολλούς μήνες απλήρωτος. Δούλευε πάρα πολλές ώρες για να κρατάει ζωντανή την εικόνα και άλλες τόσες για να φτιάχνει σειρές όπως το ‘Ουκ αν λάβοις’. Δεν δόθηκε κάποιο εχέγγυο για να μείνει στη χώρα, με οικογένεια κιόλας, βρήκε δουλειά στο Λονδίνο και έφυγε, εργάζεται εκεί πια, μου έχει στείλει μια δυο προτάσεις προκειμένου να συνεργαστούμε”.
Έχεις συμμετάσχει στο ‘Αλ Τσαντίρι’, για το οποίο συχνά ακούστηκε η γνώμη ότι ήταν κατευθυνόμενος. Ο Λαζόπουλος έκανε καταπληκτική σάτιρα με τους ‘Μήτσους’, οι οποίοι άφησαν εποχή, οι χαρακτήρες της ακόμα μνημονεύονται.
“Τον τελευταίο χρόνο του ‘Τσαντιριού’ έκανα τέσσερις εμφανίσεις. Η αλήθεια είναι ότι ο χαρακτήρας που έπλασα στη συγκεκριμένη εκπομπή είναι πασίγνωστος, ο Φώτης είναι ένας από τους ρόλους που με έκαναν γνωστό. Τσιφορικός χαρακτήρας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν το ξέρω αυτό, δεν είχα τη χαρά να γνωρίσω τον Λάκη τα προηγούμενα χρόνια, τον γνώρισα τον τελευταίο χρόνο του ‘Τσαντιριού’. Όπως οι περισσότεροι της ηλικίας μας, τον αγάπησα μέσα από τους ‘Μήτσους’, αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελα να συνεργαστώ μαζί του. Γνώρισα έναν άνθρωπο ευφυέστατο, ταλαντούχο, προσωπικά σε εμένα έδωσε απίστευτο χώρο. Έγραφε ένα κείμενο, μου το έστελνε με ένα mail και έπειτα, σε μία σειρά από mail, του πρότεινα αλλαγές, τις οποίες δέχθηκε. Όλες.
Σε προσωπικό επίπεδο, τον αγάπησα, συνεργαστήκαμε άψογα, ακόμα και στο θέατρο, με την παράσταση να κατεβαίνει σύντομα, κάναμε μία αξιοπρόσεκτη προσπάθεια. Το φαινόμενο ‘Λαζόπουλος’ έχω την αίσθηση ότι θα το κρίνουμε πάρα πολλά χρόνια αργότερα. Κατά την ταπεινή γνώμη μου, ήταν ένας καλλιτέχνης που αγαπήθηκε πάρα πολύ λόγω της δουλειάς του, οι άνθρωποι άρχισαν να παίρνουν πολύ σοβαρά αυτά που έλεγε, από την άλλη μεριά η πολιτική πραγματικότητα, οι δεσμεύσεις που δεν υλοποιήθηκαν, τον έστρεψαν εναντίον του. Είναι λίγο κουραστική η τόση συζήτηση για αυτό, νομίζω ότι θα αναλυθεί και θα καταλάβουμε πολύ πιο μετά τι ακριβώς ήταν αυτό που συνέβη”.
Το φυσικό φως της Απειράνθου Νάξου
Σε κάθε δημόσια τοποθέτηση, ειδικά σε συζητήσεις περί ανέμων, είναι σπάνιο να μην αναφερθεί στη Νάξο. Με τη σκούφια του να κρατά από την παραδοσιακή Απείρανθο, ένα στρουκτουραλιστικό αραβούργημα, ο Λευτέρης Ελευθερίου από καιρού εις καιρόν τιμά την πατρίδα του. Πότε με αναφορές, πότε με κάποια βίντεο, όπως αυτό που έφτιαξε πριν από ενάμισι δυο χρόνια, με δικό του σενάριο, νοητά είναι πάντα εκεί. Θεωρεί τη Νάξο, πέρα από γενέτειρά του, προορισμό του, γεωγραφικό και πνευματικό. Σίγουρα κάποιος μπορεί να το αμφισβητήσει, αλλά όταν στο Παγκράτι γίνεται αυτό μέρα μεσημέρι, τα λόγια περισσεύουν.
Οι γονείς σου πώς έκριναν την απόφασή σου να ασχοληθείς με την υποκριτική; Το να είσαι ηθοποιός πριν από πολλές δεκαετίες θεωρούνταν σχεδόν αμαρτία.
“Βοήθησαν αρκετά οι γονείς, δεν μπορώ να πω ότι προέβαλαν αντιστάσεις. Είδα παιδιά στη σχολή που το κρατούσαν κρυφό ότι είχαν πάει. Πολύ ταλαντούχα παιδιά, που όταν ασχολήθηκαν με την τέχνη, ανακάλυψαν πτυχές του εαυτού τους, της προσωπικότητάς τους, της έκφρασής τους, που δεν μπορούσαν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον να τις εκφράσουν. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, δεν το βίωσα τόσο πολύ αυτό. Ξέρω, ας πούμε, ότι ο Δημήτρης ο Ήμελλος αντιμετώπισε μεγαλύτερα προβλήματα μέσα από ένα οικογενειακό περιβάλλον που είχε πολύ επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα. Πάει με την ανασφάλεια των γονέων, σε τι χώρο μπαίνει το παιδί, αν θα αναγνωριστεί”.
Έχει βάση η ανασφάλεια αυτή.
Πολύ, πολύ μεγάλη.
Νάξος. Απείρανθος Νάξου.
“Είναι ο παράδεισός μου, είναι ο τόπος που γεννήθηκα. Θέλω να γυρίσω εκεί. Ζούμε σε μία εποχή που η Ελλάδα αναπτύσσεται πολύ τουριστικά, έχω το άγχος να δω το μέρος να αναπτύσσεται τουριστικά, να αναδεικνύει τον πολιτισμό του, το μέτρο. Είναι σαν αυτό που λέει ο Ελύτης πολύ ωραία, ο Θεός των Ελλήνων μπορεί να γίνει κατανοητός, σε αντίθεση με τους μεγάλους καθεδρικούς και τους ναούς στους οποίους τον έβαλαν, να απεικονισθεί πολύ καλύτερα στην ελληνική επαρχία, με τα ξωκλησάκια της. Αυτόν τον Θεό βίωσα. Εννοώ ότι έρχεσαι σε επαφή με την ιερότητα αυτού του τόπου, που είναι ανθρώπινη, ακόμα η κλίμακα είναι ανθρώπινη, ο τουρισμός ακόμα είναι σε ένα επίπεδο που ο άνθρωπος αναπνέει σε αυτά τα μέρη. Έρχεται ο Αύγουστος και έχεις χώρο. Μπορείς να πας πάνω και να ακούσεις βιολιά και λαούτα, να βιώσεις σε ανθρώπινους ρυθμούς το καλοκαίρι. Και μάλιστα ένας από τους αυγουστιάτικους προορισμούς μας με την οικογένεια είναι ο Πάνερμος.
Είναι η προγονική αίσθηση που μπορεί να σου δημιουργήσει μία εικόνα, να βλέπεις τα παιδάκια σου να περπατούν στα ίδια χώματα που σε περπάτησαν οι παππούδες σου και οι λαλάδες σου, τα βλέπεις να έρχονται σε επαφή με αυτό το κομμάτι της Γης, να δημιουργήσουν εικόνες. Αυτή ήταν η απώτερη ανάγκη μου, να αναζητήσουν αύριο μεθαύριο από μόνα τους αυτόν τον τόπο και να ψάξουν για τις ρίζες τους”.
Τα παιδιά σου πώς το βιώνουν;
“Περνούν υπέροχα. Βέβαια, δεν έχουμε μείνει χειμώνα. Αλλά είναι χαρούμενα κάθε φορά που πάμε”.
Ποιο είναι το παιδί με τις περισσότερες καλλιτεχνικές ανησυχίες, ο Ιάσονας ή η Μυρσίνη;
“Εκφράζονται διαφορετικά. Ο Ιάσονας είναι ένα παιδί που χρειάζεται να εκλογικεύει τα ερεθίσματα, έχει έναν εγκέφαλο που μάλλον προς το επιστημονικό θα έλεγα, προς το παρόν, κλίνει. Η Μυρσίνη έχει ακόμα μία ποιητικότερη αντίληψη στα πράγματα. Και τα δύο παιδιά θέλουν να εκφράζονται καλλιτεχνικά. Η Μυρσίνη είναι ένα παιδάκι, επειδή είναι μικρό σε ηλικία, δεν έχει ακόμα τα εργαλεία, οπότε ό,τι συναντάει σαν ερέθισμα έξω το εκφράζει πιο ποιητικά, πιο αφηρημένα”.
Προσφάτως είπες ότι με τη γυναίκα σου πάτε σε σύμβουλο γάμου.
“Επειδή η εποχή μας έχει συγκρουστεί με την Εκκλησία και την προηγούμενη καθεστηκυία τάξη, σε ό,τι αφορά το γάμο, τα παιδιά. Έχει έρθει αρκετές φορές σε σύγκρουση για το τι είναι γάμος, τι είναι έρωτας, τι είναι εξέλιξη του ανθρώπου μέσα σε αυτό το θεσμό. Είμαστε παιδιά αυτής της επανάστασης, που θέλει τον άνθρωπο ελεύθερο, δημιουργικό. Αν ο γάμος είναι ένα εμπόδιο και δεν εξελίσσει τον άνθρωπο, αναρωτιέσαι τελικά πόσο υγιές είναι αυτό το περιβάλλον για τα ίδια τα παιδιά. Όταν προχωράει η σχέση σου με έναν άνθρωπο, κάνεις οικογένεια και όσο το πράγμα καλύπτει μία μεγάλη χρονική περίοδο, συναντάει πάντα και την προσωπική σου διαδρομή. Και αυτά νομίζω ότι ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει πάντα τη δυνατότητα να τα ελέγξει, να τα καταλάβει ή να τα διαχειριστεί.
Νομίζω σε αυτές τις περιπτώσεις και εφόσον έχει δημιουργηθεί το περιβάλλον στο χώρο της ψυχολογίας και της συμβουλευτικής, που έχουν βρεθεί άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με αυτό, που αντιμετωπίζουν καθημερινά περιστατικά σε σχέση με τα προβλήματα κάθε ζευγαριού, είναι σημαντικό. Στην πραγματικότητα, δε μεγαλώσαμε με ένα προσπέκτους οικογενειακό, δεν πήραμε ένα βιβλίο θεωρητικών γνώσεων αρμονίας, οπότε ξαφνικά έρχεσαι αντιμέτωπος με όλα αυτά τα θέματα που μπορεί να προκύψουν. Ποιος είμαι, τι δίνω στα παιδιά μου, τι δίνω στη γυναίκα μου, τι δίνει η γυναίκα μου σε μένα, ποιο είναι το πλαίσιο που θα δημιουργήσουμε μία οικογένεια την οποία εμείς θεωρούμε σωστή. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τατιάνα και εγώ ήρθαμε αντιμέτωποι με όλα αυτά τα προβλήματα και μία από τις λύσεις που βρήκαμε, που μας απενοχοποίησαν από όλα τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργούνται, από όλες τις ενοχές που μπορεί να έχουμε για τις σκέψεις μας, η απόφαση να πάμε σε ένα σύμβουλο γάμου ή σε ένα ψυχολόγο ήταν από τις πιο απενοχοποιητικές φάσεις για εμάς.
Ήταν σε μία χρονική στιγμή που, ναι, το χρειαζόμασταν και μόνο να μας δώσει είχε. Και, πραγματικά, έτσι έγινε. Από τη στιγμή που πήγα και πήγαμε μαζί, ως ζευγάρι, μόνο λυτρωτικό ήταν για τη σχέση. Το συστήνω σε όσα ζευγάρια αντιμετωπίζουν προβλήματα, είτε είναι μαζί είτε θέλουν να χωρίσουν, ότι καλό είναι πριν λύσουν το δεσμό του γάμου και της παραδοσιακής άποψης που έχει το περιβάλλον μας και η κοινωνία μας για το τι είναι γάμος και παιδιά, να επισκεφθούν έναν άνθρωπο που θα τους δώσει μία κατεύθυνση, μία συμβουλή, μία τρίτη άποψη”.
Στο χωριό (την Απείρανθο) τι θα έκανες; Θα έκανες ένα αστυνομικό;
Αστυνομικό, ε;
Αυτό μου βγάζει, με τις γωνίες και τα στιαστά του, που δε σε αφήνουν να δεις ολόκληρο το τοπίο. Ο χώρος προσφέρεται για πολλά καλλιτεχνικά δρώμενα και παρέχει φυσικό φως.
“Ακριβώς, ακριβώς αυτό είναι που θα ήθελα να κάνω σε αυτόν τον τόπο. Να εκμεταλλευθώ ακριβώς ότι ακόμα η φύση σού δίνει ό,τι χρειάζεσαι για να αναδείξεις το καλλιτεχνικό κομμάτι της εικόνας. Ζώντας στην Αθήνα και ερχόμενος σε επαφή με σειρές που είχαν καθαρά στουντιακό χαρακτήρα, σκεφτόμουν ότι αυτός ο τόπος είναι έτοιμο στούντιο. Και κάθε φορά που έρχεται στο νου μου το Απεράθου και η Νάξος, σε ό,τι αφορά τη δημιουργία κάποιου καλλιτεχνικού δρώμενου, έχω στο νου μου να γίνει με τα λιγότερα τεχνικά μέσα. Να μπορέσει αυτό το πράγμα να αποδοθεί με αυτόν το θησαυρό που σου δίνει η ίδια η φύση”.
Μήπως πρέπει να πας εκεί;
“Νομίζω ότι μόνο αν πας εκεί, αν περάσεις και τις τέσσερις εποχές και αν διαβείς τα σοκάκια, αν μπορέσεις να βρεθείς στο φυσικό περιβάλλον στο οποίο άνθισε αυτή η ταυτότητα και μεγαλούργησε το απεραθίτικο δαιμόνιο. Με απασχολεί αν έχει να κάνει με αυτό καθαυτό το φυσικό τοπίο και τη θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Οπότε νομίζω ότι μόνο αν το δεις αυτό θα εκκλησιαστείς πραγματικά. Αρχικά πρέπει να βγει από την κατάνυξη. Πρέπει να πας εκεί, να αισθανθείς από το περιβάλλον και να δημιουργήσεις. Ίσως να έπρεπε, ως πρώτη τάση ανάδειξη, νομίζω ότι θα ήταν ορθότερο μουσικοί όπως η Αναματερού, όπως η Στρατηγού, ο Ζευγώλης, άνθρωποι που πραγματικά ενστερνίστηκαν και μεταλαμπάδευσαν πολύ όμορφα όλο αυτό το άκουσμα της λαλιάς, της μουσικής, της θυμοσοφίας του χωριού, θα το πω πολύ πεζά, τα 36-37 σκοπουδάκια που έχουμε στο χωριό, αυτά τα ιδιαίτερα ηχοχρώματα, να γίνουν όλα βίντεο κλιπ στις ιδιαίτερες γωνιές του χωριού. Δηλαδή, στον Απισωμερίτη ένα βίντεο κλιπ με όλες αυτές τις εικόνες που περιγράφονται. Διότι δεν είναι ένα τραγούδισμα που απλώς έχει μία ποιητική διάσταση και μόνο ανάμνησης. Έχει και ένα βίωμα για τον κάθε Απεραθίτη και μόνο μέσα από τις εικόνες, από το πάτημα σε αυτά τα μέρη, θα αναδειχθεί και ανάλογα η ιδιαιτερότητα του τόπου.
Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από εκεί. Με ένα λαουτάκι, με ένα βιολί, με δέκα αναγνωρίσιμους μουσικούς, να ξεκινήσουμε να κάνουμε βίντεο κλιπ για τον τόπο. Γιατί ευτυχώς ή δυστυχώς η μουσική χτυπάει κατευθείαν πυρήνα, κατευθείαν κύτταρο. Είναι βασική προϋπόθεση καθενού που ξυπνά να ακούσει κάτι απεραθίτικο ή να επαναφέρει ένα κοτσάκι μες στη μέρα, να σμιλέψει τον εγκέφαλό του με αυτό. Αν γινόταν αυτό σαν πρώτο πλάνο, θα ήταν πολύ σημαντικό”.