Νίκος Σταυρίδης… Ο Σαμιώτης ηθοποιός που μας χάρισε απίστευτες ατάκες στη διάρκεια της παρουσίας του στο σανίδι … Εφυγε σαν σήμερα το 1987 … Και ο Αλέξανδρος Αρβανιτάς μας μεταφέρει στο μαγικό κόσμο του κινηματογράφου, με τον Σταυρίδη να μην κρύβει ότι η μεγάλη του αγάπη ήταν ο Ολυμπιακός…
Σαν σήμερα, 12 Δεκεμβρίου 1987, έσβησε το χαμόγελο του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Ο μεγάλος ηθοποιός μας, Νίκος Σταυρίδης, ταξίδεψε στη… γειτονιά των αγγέλων. Η ζωή του υπήρξε πολύ δύσκολη. Ωστόσο, την αντιμετώπισε με γενναιότητα, παλικαριά και αποφασιστικότητα. Γεννήθηκε το 1910, στο Βαθύ της Σάμου. Ήταν το δεύτερο παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Από μικρός μπήκε στη βιοπάλη. Δούλευε στο μπακάλικο του πατέρα του, προκειμένου να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειάς του. Ευαίσθητο πλάσμα, βρήκε διέξοδο στο θεατρικό σανίδι. Από το Δημοτικό συμμετείχε σε σχολικές παραστάσεις και κόλλησε το «μικρόβιο».
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Το 1928 αποφασίζει να έρθει στην Αθήνα. Έπιασε δουλειά σε αποθήκη υλικού πολέμου, αλλά ο μισθός ήταν πολύ μικρός και τα έφερνε δύσκολα στην πρωτεύουσα. Μια μέρα, περνώντας έξω από το θέατρο του Βασίλη Αυλωνίτη, άκουσε τους ηθοποιούς να κάνουν πρόβες. Αποφάσισε να μπει μέσα και να ζητήσει να δοκιμαστεί, να τραγουδήσει. Τότε μαζεύτηκαν γύρω του οι συντελεστές του θιάσου, καθώς θεώρησαν ότι είχαν μπροστά τους άλλο ένα από τα πολλά «ψώνια» που κυκλοφορούσαν. «Το ξέρεις αυτό το τραγούδι;», ρώτησε ο μαέστρος. Μόλις απάντησε θετικά, τον ρώτησε ξανά: «Σε τι τόνο το τραγουδάς;». «Πιάσε όποιο τόνο θέλεις», απάντησε ο Σταυρίδης και είδε έντρομος τον Αυλωνίτη και τον Μαυριδάκη να έρχονται κοντά του να σπάσουν πλάκα. Όταν, όμως, άνοιξε το στόμα του και τραγούδησε με φωνή «τενοράλε», η διάθεση για αστεία κόπηκε μαχαίρι. Από την επομένη έγινε μέλος της μουσικής παράστασής τους, «Λοβιτούρα». Στον πρώτο ρόλο του έκανε το λούστρο, ο οποίος γυάλιζε τα παπούτσια του Αυλωνίτη. Μόλις τελείωνε το βάψιμο, έβγαζε από το κασελάκι του ένα χαρτονόμισμα των 30 λεπτών. Αφού το σάλιωνε, το κόλλαγε στο παπούτσι του Αυλωνίτη και τραγουδούσε: «Μια το βάψιμο, τριάντα το χαρτόσημο, μία και τριάντα», σατιρίζοντας τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης μέσω του χαρτοσήμου.
Παρά την ικανότητά του, παρέμεινε στην αφάνεια, καθώς τα πράγματα στην επιθεώρηση ήταν δύσκολα και δεν είχε την εξέλιξη που προσδοκούσε. Όχι γιατί του έλειπε το ταλέντο, αλλά γιατί δεν βοηθήθηκε όσο έπρεπε. Πικραμένος, απογοητευμένος και μεθυσμένος, πήρε ένα μπουκάλι ούζο και ανέβηκε μέχρι την Ακρόπολη για να βάλει τέρμα στη ζωή του. Ευτυχώς, ήταν τόσο σουρωμένος, ώστε, όταν έφτασε στον Ιερό Βράχο, δεν θυμόταν τι ήθελε να κάνει. Ύστερα από λίγο καιρό εμφανίστηκε στο διάβα του η Άννα Καλουτά, τον πήρε δίπλα της και αναδείχτηκε το μεγάλο υποκριτικό του ταλέντο. Τελικά, το 1942 ήρθε το θεατρικό μπαμ και 8 χρόνια αργότερα έπαιξε και στον κινηματογράφο. Αυτός ήταν που του πρόσφερε την καθολική αναγνώριση από το κοινό.
Στον κινηματογράφο, λοιπόν, και ειδικότερα στην ελληνική κωμωδία, έκανε ντεμπούτο το 1950, στο έργο του Νίκου Τσιφόρου, «Έλα στο θείο», και μέχρι το τέλος της καριέρας του συμμετείχε σε 68 ταινίες. Μερικές απ’ αυτές έμειναν για πάντα βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας, όπως: «Η ωραία των Αθηνών», «Οι παπατζήδες», «Οι δοσατζήδες», «Τα κίτρινα γάντια», «Κορόιδο, γαμπρέ», «Ο Σταμάτης και ο Γρηγόρης», «Μπετόβεν και μπουζούκι», «Το αφεντικό μου ήταν κορόιδο», «Ο άνθρωπος ρολόι», «Οι τέσσερις άσοι» κ.ά. Τελευταία ταινία του, η οποία ολοκλήρωσε μια σπουδαία θεατρική και κινηματογραφική καριέρα, ήταν «Πώς καταντήσαμε, Σωτήρη», το 1972. Στη ζωή του ο Νίκος Σταυρίδης υπήρξε ευαίσθητος, σεμνός και ρομαντικός. Ήθελε να περνά απαρατήρητος. Πράγμα, ωστόσο, πολύ δύσκολο, καθώς έβαλε τη σφραγίδα του σε όλες αυτές τις ταινίες που μας κληροδότησε. Η συμμετοχή του και μόνο προκαλούσε αφάνταστο γέλιο στους κινηματογραφόφιλους. Οι ατάκες του χαρακτηριστικές:
Ξεκαρδιστικός ο διάλογος του, με τη σύζυγό του, Μαρίκα Κρεβατά, όταν επιστρέφει από την εξορία:
-Ποιος είναι ο κύριος;
-Ε, ένας φίλος.
-Φίλος; Τι είναι αυτό το πράγμα; Ούτε 20 χρόνια δεν μπορεί να λείψει κανείς από το σπίτι του;
«Υιέ μου, υιέ μου», 1965
-Πιάσε μια πορτοκαλάδα, ρε!
-Πορτοκαλάδα θέτε;
-Ναι.
-Από πορτοκάλια;
-Όχι, από μούσμουλα.
-Τι θέτε; Θέτε τίποτα;
-Πορτοκαλάδα, λεμονάδα…
-Λεμονάδα θέτε;
-Άντε, λεμονάδα.
-Από λεμόνια;
-Ωρε, τι θα γίνω εγώ με δαύτον… Ρε, έχεις μια γκαζόζα;
-Γκαζόζα θέτε; Ε, μα τι θέτε; Μια μου λέτε πορτοκαλάδα, μια λεμονάδα, μια γκαζόζα;
-Άκου δω! Μια κι όξω! Πορτοκαλάδα.
-Πορτοκαλάδα θέτε;
-Ναι.
-Από πορτοκάλια;
-Ααα, μην το ξαναπάμε πάλι από την αρχή.
-Πορτοκαλάδα θέτε; Να σας δώκω…
-Άιντε, δώκε μου, να ξεμπερδεύουμε…
Επίσης, από την ίδια ταινία:
-Και δεν μου λες; Αυτό το ζευγαράκι που καθότανε εδώ, πού στο διάολο έχει πάει τώρα;
-Ε, ζευγαράκι είναι. Θα έχει πάει κατά τα πευκάκια. Τα ζευγαράκια τραβάνε τη μέρα κατά τα πευκάκια και το βράδυ κατά την αμμουδιά.
-Ώστε, έτσι, λοιπόν, τα ζευγαράκια. Είτε μέρα είναι είτε νύχτα, την κουτσουκέλα τους θα την κάνουνε…
Ξανά από την ίδια ταινία, απευθυνόμενος στον Μίμη Φωτόπουλο:
-Μουστάκια, εμείς οι δύο θα φάμε τα μουστάκια μας. Κι επειδή εγώ δεν έχω, ό,τι φάμε θα το φάμε από το δικό σου…
Τέλος, από την ίδια ταινία, όταν του ανακοινώνουν ότι η κόρη της ιδιοκτήτριας γέννησε αγοράκι:
-Άχου και δεν με ενδιαφέρει. Άχου και δεν με νοιάζει. Άχου και δεν με νοιάζει!
«Τα κίτρινα γάντια», 1960.
-Όταν βρέχει, τρέχουν τα λύκεια (αντί λούκια),
-Ποια λύκεια; Των Ελληνίδων;
«Η ωραία των Αθηνών», 1954
Χαρακτηριστικός ο μονόλογός του στη φυλακή. Ένας σύγχρονος, επίκαιρος και διαχρονικός μονόλογος, ο οποίος μας εξηγεί τι σημαίνει κομπίνα, κλεψιά, λοβιτούρα. Και, κυρίως, πώς αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια αυτούς που ξεφεύγουν.
-Άμα αρπάξεις ένα δεκαχίλιαρο, λέγεται κλοπή εις βαθμόν πταίσματος και, χραπ, τσακώνεις ένα ντιναρέ:
Άμα γραπώσεις 100 χιλιάρικα, λέγεται κλοπή εις βαθμόν πλημμελήματος και μπορεί να αρπάξεις μέχρι και τέσσερα.
Άμα τσακώσεις 10 εκατομμύρια, λέγεται υπεξαίρεσις και συμφωνούντος το λοιπόν εισαγγελέως και ανακριτού, εξέρχεσαι από την ανάκριση.
Άμα τσακώσεις 100 εκατομμύρια, λέγεται κατάχρα εμπιστοσύνης με κακούργημα να πούμε, και τέλος πάντων η δίκη αναβάλλεται και εξέρχεσαι με βούλευμα!
Άμα τσακώσεις 500 εκατομμύρια, λέγεται σύμβαση και δέχεσαι συγχαρητήρια…
Και άμα μπλεχτείς με τα δισ. και τα τρισ., λέγεται εξαγωγή συναλλάγματος, και, χραπ, παίρνεις το παράσημο…
«Οι παπατζήδες», 1954.
Οι δύο μεγάλες αγάπες του
Το νησί του η Σάμος και η ομάδα του ο Ολυμπιακός υπήρξαν οι δύο μεγάλες αδυναμίες του. Αγαπούσε τόσο πολύ τους «ερυθρόλευκους», ώστε δεν έχανε παιχνίδι τους. Το 1963, σε έναν αγώνα του Ολυμπιακού με τον Απόλλωνα, πήγε στη Ριζούπολη για την ταινία «Ο διαιτητής». Όταν ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα η παρουσία του, ο Σταυρίδης γνώρισε την αποθέωση. Ο Ολυμπιακός δυσκολεύτηκε σε κείνο το παιχνίδι. Τελικά, στο 87ο λεπτό ο Γιώργος Σιδέρης πέτυχε γκολ με κεφαλιά, αλλά έπεσε στο χορτάρι τραυματισμένος. Ο Σταυρίδης, με τη στολή του διαιτητή, μπήκε στον αγωνιστικό χώρο αγκάλιασε και φίλησε τον πεσμένο σκόρερ, φωτογραφία η οποία δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της εποχής. Ωστόσο, από τους ποδοσφαιριστές της ομάδας, η αδυναμία του ήταν ο Υβ Τριαντάφυλλος. Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που σε μια θεατρική παράσταση που παραβρέθηκε ο Ελληνογάλλος, ο Σταυρίδης, σε άσχετες στιγμές του έργου, έλεγε τη γνωστή, πλέον, ατάκα: «Υβ, Υβ, Υβ». Σε πείραγμα δε κάποιου θεατή, ο οποίος του είπε «Σιγά τον παίκτη», ο ετοιμόλογος ηθοποιός μας του απάντησε: «Της θειας σου ο… απαυτός».
Είπαμε πως εκτός από τον Ολυμπιακό, το νησί του, η Σάμος, υπήρξε λατρεμένος τόπος. Εκεί αποτραβήχτηκε, όταν έριξε την αυλαία από τα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα. Μπορεί να μην παρακολουθούσε τον αγαπημένο του Ολυμπιακό, όμως, μάθαινε τα πάντα για την ομάδα.
Στη γη που τον γέννησε, εκεί που είδε το πρώτο φως του ήλιου, στην ίδια γη έκλεισε τα μάτια του, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ζωής του, σε ηλικία 77 ετών. Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Δεκέμβρη 1987.
Μια κινεζική παροιμία λέει: «Μη μετράς αυτά που χάθηκαν. Να μετράς αυτά που μένουν». Πόσο απόλυτα ταιριάζει η παραπάνω στον καλλιτέχνη, Νίκο Σταυρίδη. Γιατί μας άφησε πολλά, πάρα πολλά. Στο θέατρο, τον κινηματογράφο, τον πολιτισμό μας….