Πολιτικός γάμος και Νάξος.. Μία ιδιαίτερη σχέση. Μπορεί ο πρώτος πολιτικός γάμος να εμφανίστηκε επί Γαλλικής επανάστασης και στην Ελλάδα να ήρθε με κάθε επισημότητα μετά από 200 και πλέον χρόνια (βλ 1982), όμως η Νάξος είχε τη τύχη να έχει δύο περιστατικά όπου ο γάμος είχε γίνει νωρίτερα.. Εντάξει, ο πρώτος είναι ο πλέον γνωστός: 18 Ιουλίου 1982, λίγο μετά την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος (391 – ΦΕΚ Α 73/18.06.1982) κι έλαβε χώρα στο Φραντάτο της Ικαρίας, μεταξύ της ντόπιας Σταματούλας Πλακίδα και του Δημήτρη Μαύρου από τη Νάξο.
Ο δεύτερος όμως πολιτικός γάμος και πρώτος χρονικά σε σχέση με τη Νάξο, γίνεται στα τέλη του 19ου αιώνα (!!!) στο Φιλώτι. Τι έγινε; Πως φτάσαμε στο πολιτικό γάμο; Η απάντηση μέσα από τη σελίδα στα social media του “Παλιό Φιλώτι” που μας μεταφέρει κείμενο με την υπογραφή του του Εμμανουήλ Ιακώβου Ψαρρά “Γυμναστή”
Ας δούμε πως περιγράφει αυτόν τον ιδιαίτερο γάμο..
“Μικρό παιδί ήμουνα, όταν έβλεπα να έρχεται στο σπίτι μας τ’ αποκαλόκαιρα μια χωριανή μας από άλλη γειτονιά, ηλικιωμένη γυναίκα ήτανε με παιδιά και εγγόνια, που ποτέ άλλοτε δεν μας επισκεπτότανε. Όπως έμαθα πρώτη ξαδέλφη της μακαρίτισσας της μάνας μου ήτανε και ερχόταν για ν’ αγοράσει δυο- τρία κυπάρια* καθαρό κερί, που της το είχε παραγγελιά και εκείνη πάλι της το φύλαγε, περιμένοντας την.
Μια χρονιά σαν ήρθε στο σπίτι η συγγένισσα αυτή της μάνας μου, παραπήγε η ψιλοκουβέντα π’ αρχίνεψαν αλλά παρ’ όλη την προσοχή και το αφτί που από περιέργεια έβαζα, στάθηκε αδύνατο να καταλάβω το νόημα της συζήτησής τους. Γι’ αυτό δεν κρατήθηκα και μόλις άρχισα τις ερωτήσεις στη μάνα μου, για να μάθω με λεπτομέρεια τη σπουδαιότητα της συζήτησής τους. Οπότε μου διηγήθηκε την παρακάτω παράξενη παλιά αληθινή ιστορία, που όμως εμένα μου φάνηκε σαν παραμύθι.
Μεγαλοβοσκού θυατέρα ήτανε η ξαδέρφη της μάνας μου, ο πατέρας της ήταν αδελφός του πάππου μου του Κατσάγριλα, του πατέρα της μάνας μου. Είχε ακόμη μια αδελφή και δυο αδερφούς, υπολογίσιμα παλικάρια μέσα στο χωριό μας. Άμα η κοπέλα έφθασε σε ώρα γάμου (είκοσι περίπου χρονών) ο πατέρας της κάλεσε τη μάνα της και τη ρώτησε: «Αν η κόρη τους είναι ετοιμασμένη για ν’ ανοίξει το δικό της σπιτικό». Αφού εκείνη είπε το ναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, βρήκε ένα παλικάρι της σειράς τους (γιος ζευγά πρωτονοικοκύρη ήτανε) κι οι δυο πατεράδες τα ταιριάξανε, χωρίς βέβαια να ρωτήσουν κανένα άλλο, ούτε το γαμπρό, ούτε τη νύφη.
Έκαναν οι συμπεθέροι την προξενιά τους με πλούσια τραπεζώματα, τους έγραψε ο γραμματικός το Αβαντάριο* που σύμφωνα μ’ αυτό θα γινόνατε παραμονές του γάμου το προικοσύμφωνο του γαμπρού και της νύφης από το Συμβολαιογράφο. Σε όλα έμειναν σύμφωνοι κι όρισαν το γάμο να γίνει μετά της Παναγίας, που ήταν η γιορτή του χωριού μας και το αποτέλεσμα της δουλειάς των ζευγάδων από τ’ αλωνίσματα. Πέρασαν όλες οι γιορτές, της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, οι Αποκριές και το Πάσχα, που ήταν μια περίοδος γνωριμίας και συναναστροφής, όχι μονάχα των αρραβωνιασμένων, αλλά ολόκληρου του συμπεθεριού, που είχαν γίνει ένα φαί κι ένα πιοτί την κάθε σημαδιακή μέρα. Αφού όλο το χωριό είχε να το κάνει κι έλεγε πως το δέσιμο αυτού του συμπεθεριού, ήταν κάτι το ξεχωριστό μέσα στο χωριό μας.
Όταν έφθασαν τα θεράλωνα, που πλησίαζε και ο γάμος, έπεσαν και οι δυο φαμελιές απάνω στις δουλειές του γαμπρού, για να ξετελέψει μια ώρα αρχύτερα και να κοιτάξουν ύστερα όλοι τους αποκλειστικά την ετοιμασία του γάμου. Η φαμέλια του γαμπρού φημιζότανε για τις κατοσταριές, τα πινάκια, το σιταρομίγαδο, που κουβαλούσαν κι αποθηκεύανε στους ξυλίτικους πάγκους του σπιτιού τους. Στη φαμέλια της νύφης οι άντρες ήταν υπολογίσιμοι γα την παλικαριά τους, είχανε μάντρα γερή από ζουλοπρόβατα μέσα στο Μαραθό, όμως τα σπαρμένα τους, τα λάδια τους και τα κρασά τους, φτάνανε δε φτάνανε για την πέραση του σπιτιού τους.
Ένα μήνα προ του γάμου, οι συμπέθεροι επαναπροσδιόρισαν με ακρίβεια την ημέρα του γάμου, ότι θα γινόταν την πρώτη Κυριακή μετά της Παναγίας (15 Αυγούστου) οπότε κι άρχισαν οι ετοιμασίες του μέρα και νύχτα. Μόλις μπήκανε στην τελευταία εβδομάδα προ του γάμου, έφεραν στο σπίτι της νύφης το Συμβολαιογράφο να συντάξει το προικοσύμφωνο, του παραδώσανε τον τυφλοσύρτη (το Αβαντάριο τα προξενιάς) κι αυτός με τον τρόπο του το μετάφερε στο προικοσύμφωνο. Από την προπαραμονή ο πατέρας με τ’ αδέλφια της νύφης φέρανε στο χωριό ένα κοπάδι γκραχτά ζωντανά*, όλα τους εκλεκτά κρέατα για το γάμο και τα μαντρίσανε σ’ ένα υπόγειο δίπλα στο σπίτι τους. Στη συνέχεια ερχότανε από συγγενείς και φίλους βοσκούς οι προσφορές τους για το γάμο, που ήταν ένα καλό κρέας ζωντανό ή σφαγμένο, είτε δυο – τρία κεφάλια το τυρί.
Η παραμονή ξημέρωσε με το μαγγάνισμα και ξετέλεμα της κάθε αναγκαίας δουλειάς, αλλά και με τις τελετουργίες και τα τραγούδια στις περισσότερες. Έφυγε για την Χώρα το πρωί έμπιστος άνθρωπος, με διπλωμένο το χαρτί του Πρωτόπαπα στην απομέσα του τσέπη, να το πάει στο Δεσπότη για να βγάλει την άδεια του γάμου. Νωρίς το απόγευμα λούστηκε η νύφη κι έκανε δοκιμή στο νυφικό της (ήταν ένα σπουδαίο φόρεμα από ύφασμα που άλλαζε χρώματα στο κάθε του ανέμισμα) φερμένο από την Πόλη, από τον χωριανό μας ταχυδρόμο.
Ξυρίστηκε ο γαμπρός και κάθε τόσο πέφτανε τα σχετικά σμπαραμέντα για ν’ ακούσει το χωριό την ετοιμασία του αυριανού γάμου. Απάνω στην ανυποψίαστη ετοιμασία, στις χαρές και τα τραγούδια που λεγότανε σε ότι γινότανε μέσα στο σπίτι, συσκότεινα έφθασε πορπατάρης και κατυστερημένος* από την Χώρα με άδεια τα χέρια, ο άνθρωπος που πήγε να φέρει την άδεια του γάμου… Υπήρχε κώλυμα πνευματικό γιατί τους είχε βαφτίσει ένας νονός… «Μας το χρωστούσαν οι παπάδες για να μας κάνουν το μοσκαριλίκι ετούτο… αλλά φαίνεται πως δεν με ξέρουν καλά εμένα, δε θ’ αφήκω εγώ να τους περάσει…» είπε ο πατέρας της νύφης. «Το γάμο θα τον κάμω έστω χωρίς άδεια και παπά συμπέθερε».
Σύμφωνοι κι αποφασισμένοι κι οι δυο συμπέθεροι κράτησαν την ψυχραιμία τους και τη μυστικότητα για το μπέρδεμα της άδειας, κάλεσαν και τον απεσταλμένο στο Δεσπότη και του είπανε, να ράψει το στόμα του και να κρατήσει μυστικό το μπέρδεμα της άδειας. «Ο γάμος εκεί που έφθασε συμπέθερε, ο κόσμος να χαλάσει θα γενεί και χωρίς άδεια και χωρίς παπά» ξαναείπε πεισματωμένος ο πατέρας της νύφης. Σ’ αυτό συμφώνησε και ο πατέρας του γαμπρού. «Πάμε τώρα να προσπέσωμε* στους παπάδες μας κι ύστερα να βρεθούμε κι οι δυο στον Πρωτόπαπα, στην αρχή θα τους παρακαλέσωμε, αλλά στην άρνηση τους, θα τους τα πούμε ορθά κοφτά κι έξω από τα δόντια… θέτε να ρθετε να βλοηγήσετε το γάμο, σας καλούμε και τους τρεις, αλλιώτικα το γάμο είμαστε αποφασισμένοι να τον κάμωμε και χωρίς παπά κι αυτοί σας θα χετε το κρίμα… Είχατε υποχρέωση, όταν βρεθήκατε στο τραπέζι της προξενιάς μας, εάν υπήρχε κώλυμα να μας το πείτε την άλλη μέρα, να μην προχωρήσουμε κι όχι να το πείτε την παραμονή του γάμου που όλα είναι έτοιμα γράφοντας στο Δεσπότη ότι υπάρχει πνευματικό κώλυμα και να μη βγάλει την άδεια… Εσείς λέτε πως κάνετε το καθήκον σας, αλλά και εμείς σαν γονείς είμαστε υποχρεωμένοι να κάμωμε το δικό μας απέναντι στα παιδιά μας…» αυτά είπαν και έφυγαν θυμωμένα, χωρίς να καληνυχτίσουν.
Την άλλη μέρα που ξημέρωσε η Κυριακή του γάμου, στολίστηκε η νύφη κι ο γαμπρός κι επήγαν στην εκκλησιά, στο γυρισμό τους στο σπίτι, τους περίμεναν τα βιολιά που παίζοντας το εμβατήριο του γάμου (η λεγόμενη έξοδος του Οσμάν) τους συνοδέψανε στο Χοροστάσι στου Σκληβά το δώμα. Όποιοι στο μεταξύ ρωτούσαν για την ώρα της στεφάνωσης (η απόφαση ήταν βγαλμένη από τους συμπεθέρους) η απάντηση ήταν πως θα γινότανε στο σπίτι της νύφης βραδινές ώρες, γιατί έγινε κάποια παρεξήγηση με τους παπάδες. Σε πολλούς δεν καλοφάνηκε γάμος βραδινές ώρες, γιατί μονάχα οι χηρευάμενοι, οι χωρισμένοι (άμα ξαναπαντρευότανε) οι κλεμένοι κι οι πομπεμένοι παντρευόταν τις νυχτερινές ώρες στα σπίτια τους μέσα, χωρίς να το πάρει κανείς είδηση κι ο γάμος νέων και μάλιστα παιδιών νοικοκύρηδων να παντρεύονται στα σκοτεινά.
Στον χορό ξεποδαριάστηκε η νύφη, γιατί έπρεπε να την χορέψουν, εκτός του γαμπρού, όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Άμα πλησίασε τ’ απομεσήμερο (1 μετά το μεσημέρι) ειδοποιημένο το αντρόγυνο κίνησε με τη συνοδεία του για το σπίτι, που τους περιμένανε στο πρώτο επίσημο τραπέζι. Μόλις φθάσανε στο σπίτι, τα τραπέζια ήταν στρωμένα και κρατούσαν μέσα από τη μεγάλη κάμαρη με το βόρτο στη μέση (εκεί θα κάθιζε το αντρόγυνο με τους γονείς και τους επισήμους του χωριού) κι συνεχιζότανε σ’ όλη την αυλή και στο δρόμο έξω από την αυλόπορτα.
Από τους καλεσμένους ήταν ο Δήμαρχος Τραγαίας (που εκείνο το διάστημα ήταν Φιλωτίτης) και οι χωριανοί Δημοτικοί Σύμβουλοι και άλλοι. Εντύπωση έκανε σε πολλούς η έλλειψη εκπροσώπησης του κλήρου, που αν και καλεσμένοι δεν ήρθε κανείς τους, γιατί δε θέλανε να βρεθούνε σε μια παράνομη γι’ αυτούς πράξη που θα γινότανε. Όταν τελείωσε το πρώτο τραπέζι, σηκώθηκαν όλοι που φάγανε για να κάτσουν άλλοι, το αντρόγυνο με τη συνοδεία του, πήραν τον κατήφορο για τον χορό στου Σκληβά το δώμα.
Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, το αντρόγυνο με τους παράνυμφους, ειδοποιημένοι άφησαν τον χορό κι ανεβήκανε στο σπίτι της νύφης. Ο χορός συνεχιζότανε και για το φωτισμό του ετοιμάζανε τα μεγάλα ψηλοκρεμαστά λαδοφάναρα. Άμα φθάσανε στο σπίτι και πριν να καθίσουνε στο βραδινό οικογενειακό τραπέζι, τα πάντα ήταν έτοιμα για τα στεφανώματα. Μπροστά από το αντρόγυνο απάνω στο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο, υπήρχε ένας μεγάλος δίσκος που είχε μέσα τα λευκά στεφάνια, φτιαγμένα αριστοτεχνικά από μια χωριανή μας τεχνίτρα μοναδική στο είδος αυτό, της κατασκευής των στεφανιών από κληματόβεργες.
Όλος ο κόσμος κοίταζε εδώ κι εκεί πως θα δει τον παπά που θα ευλογούσε το γάμο, που στο τέλος έχασε την υπομονή του. Για μια στιγμή, ανεμαλλιάρης* βρέθηκε μπροστά στο αντρόγυνο ο πατέρα της νύφης, πήρε τα στεφάνια ενωμένα με το δεξί του χέρι και τα σήκωσε ψηλά, όσο μπορούσε πάνω από το κεφάλι του, οπότε ο κόσμος ορθός σταυρωκοπήθηκε την ιερή αυτή στιγμή. Κατεβάζοντας κάθετα τα στέφανα τ’ ακούμπησε στο κεφάλι του γαμπρού και με μια φωνή γλυκιά είπε: «Στέφεται ο δούλος του Θεού Προκόπης, τη δούλη του Θεού Κυριακή εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος… Στέφεται η δούλη του Θεού Κυριακή…».
Τελειώνοντας ακούμπησε τα στέφανα στα κεφάλια των νεόνυμφων και ο κουμπάρος κι η κουμπάρα τους αλλάξανε θέσεις. Ακολούθησαν οι ευχές και το φίλημα των στεφανιών. Εδώ τελείωσε ο γάμος, μπήκαν τα στεφάνια στη στεφανοθήκη που τοποθετήθηκε κοντά στο εικονοστάσι, αποχώρησαν οι παρευρισκόμενοι και περνώντας από την αυλή ο καθένας έπαιρνε από ένα μελωμένο ξεροτήγανο. Στο βραδινό τραπέζι, καθίσανε σε στενό οικογενειακό κύκλο, άνθρωπο από τις φαμέλιες του γαμπρού και της νύφης και κανένας άλλος. Όταν ξημέρωσε ο Θεός την άλλη μέρα, το χωριό μας ήταν αναστατωμένο από τον παράξενο γάμο που από βραδίς εγίνηκε.
Όλος ο κόσμος συνέχεια το γάμο μασούσε μέσα στο στόμα του, αλλά ο περισσότερος είχε να κάνει με τους παπάδες, που το κώλυμα έπρεπε να το δούνε από την πρώτη κιόλας μέρα και να μην τους αφήσουνε να προχωρήσουν, όχι το ανακαλύψανε την παραμονή του γάμου, που όλα ήταν έτοιμα. Πέρασαν χρόνια πολλά, το αντρόγυνο που έγινε με τον παράξενο γάμο έκανε παιδιά κι εγγόνια, πέθαναν οι παλιοί παπάδες κι ήρθαν καινούργιοι και κανείς πια στο χωριό μας δε θυμότανε το γάμο που έγινε, χωρίς την άδεια του Δεσπότη και την ευλογία του παπά. Ποτέ της όμως δεν το ξέχασε η κερά Κυριακή, η ξαδέλφη της μάνας μου, η νύφη του γάμου εκείνου κι όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο νόμιζε πως η αμαρτία της βάρυνε απάνω της πιο πολύ, οπότε μια μέρα πήρε την απόφαση της, να πάει στο νέο εξομολόγο για να του τα πει και να ζητήσει συγχώρεση, που από φόβο τόσα χρόνια δεν πήγαινε. Πήγε καμιά φορά, ο παπάς σαν τ’ άκουσε δεν πίστευε πως στο χωριό μας γίνανε τέτοια πράγματα.
Η νύφη όμως ήτανε μια κοπελούδα 18 – 20 χρονών, υποχρεωμένη ν’ ακούει σε ότι κι αν έλεγε ο πατέρας της, τη συγχώρεσε και της επέτρεψε να μεταλάβει, με ένα μικρό κανόνα. Κάθε χρόνο να κάνει κεροδοσία μια γιορτινή μέρα στην εκκλησιά μας και σαν τέτοια διάλεξε της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας* (21 Νοεμβρίου). Για τον λόγο αυτόν η συγγένισσα της μάνας μου ζητούσε κι αγόραζε κάθε χρονιά δυο – τρία κυπάρια καθαρό μυρωδάτο κερί, για να κάνει την κεροδοσία της.
*τα κυπάρια: τα καλούπια από καθαρό κερί, που βγαίνανε σε σχήμα εσωτερικού πήλινου γαβαθιού είτε πιατέλας διαφόρου βάρους το καθένα
*Αβαντάριο: η γραπτή συμφωνία με την προίκα του γαμπρού και της νύφης σε κινητά και ακίνητα
*τα γκραχτά ζωντανά ένα κοπάδι: ένα κοπάδι που δια της βίας πηγαίνανε εκεί που ήθελε ο συνοδός τους
*κατυστερημένος: καθυστερημένος, αργοπορημένος
*πάμε να προσπέσωμε: πάμε να παρακαλέσουμε, γονατιστοί, να γίνει αυτό που πρέπει, αυτό που θέμε
*ο ανεμαλλιάρης: ο ξεσκούφωτος με αχτένιστα κι ανακατωμένα μαλλιά
*Παναγία η Μισοσπορίτισσα: τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) κατά την οποία οι γεωργοί μας θα είχαν σπαρμένο το μισό σπόρο της χρονιάς, από γέννημα, η Μισοσπορίτισσα