Κείμενο από την συγγραφέα Κατερίνα Σιδερή μέσα από την Ναξιώτικη διάλεκτο να μας μεταφέρει το κλίμα που επικρατεί στο νησί μας … Και όπως τονίζει ” Ας προσέξομενε μια υχιά, και επασάτας, θα ξετελέψομενε από εϊφτό το κακό που μας ήβρενε. Θα ξανασμίξομενε πάλι οι είτονες, οι συγγενείς κι οι φίλοι, πιο γκαρδαμωμένοι και πιότερο αγαπημένοι. Αγάντα και θα τα καταφέρομενε”.
Βοή που μούρθενε. Τα ύστερα του κόσμου. Ίντα πάθαμενε πάλι οι δαυλισμένοι; Απάνω που μας είπανε ότι θα σάξουνε τα πράματα και θα δούμενε μιαν άσπρη μέρα με την οικονομία ντωνε. Να σταματήσουνε να μας επετσοκόβγουνε τσοι μιστοί και τσοι συντάξεις μας, εκουβαλήθηνε εϊφτός ο ιός, ανάθεμα την ώρα ντου και τη στιγμή ντου, και μας εδιάλυσενε.
Της Κατερίνας Σιδερή
«Μας εβαρέθηνε ο Θεός κι ήρηξενε την οργή ντου πάνω μας», μου λέενε την προχθές η κυρά Μαργετώ. «Είναι τα σημάδια τσ’ Αποκάλυψης. Τώρα μας εμένει να περιμένομενε τον Έξω από Πα. Όλα τα έχει λεειμένα ο Άγιος Ιωάννης». Αυτά είπενε και εξαφανίστηνε. Την εμαζέψανε τα παιδόγγονά της, γιατί είναι, λέει, υψηλού κινδύνου και δεν πρέπει να κυκλοφορεί. Δεν ηξέρω αν εκείνη κινδυνεύγει ή εφτή σπέρνει τον κίνδυνο.
Ο άγγονάς μου, πάντως, που ολημερήσιως της μέρας παλεύγει με εφτό το διάολο τον υπολογιστή, μου πένε ότι μας τον ερίξανε τον ιό για να μας εξοντώσουνε, που κακό χρόνο να χάνουμε και να τσε βρει άδικη ώρα. Θένε, λέει, να μειώσουνε τον πληθυσμό γιατί ευξήθηνε και δε φτάνουνε τα αγαθά για όλοι μας. Λες και τρώμενε το ψωμί ντωνε, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που βρεθήκανε. Που για να βγάλομενε τον επιούσιο, μας εβγαίνει ο αδόξαστος. Γιάντα νομίζετε πως εβάλανε στο μάτι τα ερόντια; Για να γλυτώσουνε από τσοι συντάξεις και τα φάρμακα.
Το ξερένουντενε, όμως, πολύ καλά, οι αχαΐρευτοι, ότι αυτά τα ψίχουλα που μας εδίνουνε τα έχομενε δουλεμένα δυο και τρεις βολές παραπάνω. Έχομενε αφήσει την παδουλιά μας σε κάθε σπιθαμή τούτου του τόπου. Και δεν είναι, μαθές, η ψωροσύνταξη που μας εδώνουνε, ελεημοσύνη, όπως μας εκάνουνε να νιώθομενε, αλλά υποχρέωση για τσοι κόποι μας. Τώρα, ήβρανε την ευκαιρία, που δεν μας εβαστούνε πια τα ποδάρια μας από τσοι νταλαιπωρίες και θένε να μας εδώσουνε μια, να μας εξοντώσουνε τελείως, λες και των εβαστούμενε το σπίτι ντωνε. Τσοι βάλαμενε κουντουβερνάρηδες στο βιός μας.
Τόσο σέβας έχετε, βρεσείς για τσοι ονείς σας, που θέτε να τσοι ξεφορτωθείτε; Ντροπή και αίσχος σας. Αλλά που να την έβρετε εσείς την ντροπή, που το μόνο που σας εδιαφέρει, ανάθεμα την κορμαλιά σας, είναι πως θα πλουτίσετε πιότερο. Λες και θα τα πάρετε μαζί σας.
Και μη ξανακούσω καένα να λέει ότι εφτός ο ιός ήβγενε από την Κόρωνο γιατί θα σας επάρει ο διάολος και θα σας εσηκώσει. Οι δικοί μας ορεινοί, βρεσείς, είναι τίμιοι αθρώποι και σέβουντενε τσοι ονείς τωνε και τσοι τιμούνε όχι σα τσοι ξένοι, που νομίζουνε ότι εεννηθήκανε και ανατραφήκανε μοναχοί ντωνε. Ποιος ξέρει ποιοι αθρώποι τσοι αναθρέψανε για να έβγουνε τέτοια χρειασίδια.
Εμάς τα χωριά μας μόνου υγιεινά πράματα βγάνουνε. Εφτά μας εσώσανε σε όλες τις κακουχίες και εφτά θα μας εσώσουνε και τώρα. Γιατί εμείς, δε φοβούμαστε κανένα ιό ή θυατέρα ή ό,τι κακό τους καιρό, μας εστείλουνε εφτοί οι αθεόφοβοι, που, να δώκει ο Θεός και να κολλήσουνε όλοι ντωνε για να καταλάβουνε τη γλύκα πια είναι.
Καλού κακού, για να τη σκαπουλάρομενε στα σίουρα, ας μη βαεύγομενε και ας πάρομενε κι εμείς τα μέτρα που μας ορμηνεύγει ο Παπαδόπουλος και εκείνος ο άλλος ο συμπαθητικός πολύτεκνος ιατρουδάκος με τα ιαλάκια. Δε θα πάθομενε δα και τίοτα αν κάτσομενε λιάκι μέσα στα σπίθια μας. Αμπασάδες, έχομενε, δώξα το Θεώ, να κάμομενε. Εϊπά που τα λέμενε, τόχομενε παρακάνει, μονιτάρου, με το σουλάτσο μέρα – νύχτα. Μας εφάανε πια οι καφενέδες και οι βεγγέρες.
Και όσοι θέτε το όξω, πάρτε μιαν αξίνα και τραβήξετε για τα χωράφια. Τα πιο πολλά αμπέλια ακόμα είναι άσκαφτα. Οι ελιές ακλάδευτες. Τα ζαρζαβάτια δεν έχουνε έμπει. Θα γλυτώσομε από τον ιό και δεν θα έχομε ελεϊκό του ελεϊκού να φάμενε. Στη βοσκιά δε θα σας έβρει ο ιός μόνου να έχετε την ένοια γιατί ακόμη εννοβολούνε τα ζουοπρόβατα. Άσε που κάνει καλό κι νήλιος.
Οι μανάδες, μαζέψετε τα κοπεουδοκόπελα και μην τα αφήνετε να υρουλιάζουνε μες τσοι στράτες γιατί εφτά δεν κολλούνε αλλά κουβαλούνε, λέει, βαρύ φορτίο του ιού, που το ξαμολούνε και το βουτούνε οι πιο μεγάλοι και κρεβατώνουντενε. Κάτσετε λιάκι μαζί ντωνε, κουβεντιάσετε, δείξετε τονε να φτιάχνουνε κουτσίνες, μπάλες με τσιλίκουρα, παιχνίδια με φύλλα και αρτύκοι. Μάθετε ντωνε να μαερεύγουνε, να ράβγουνε, πέστε ντωνε ιστορίες της φαμελιάς σας και του τόπου.
Κλείσετε εϊφτοί τσοι διαόλοι που ασχολούντενε και έβρετε πράματα να καμέτε όλοι μαζί. Τουλάχιστον από εϊτούτο το χαμό να έβγει και κάτι καλό.
Ας προσέξομενε μια υχιά, και επασάτας, θα ξετελέψομενε από εϊφτό το κακό που μας ήβρενε. Θα ξανασμίξομενε πάλι οι είτονες, οι συγγενείς κι οι φίλοι, πιο γκαρδαμωμένοι και πιότερο αγαπημένοι. Αγάντα και θα τα καταφέρομενε.
Καλή Ανάσταση!