Χθες 26 Ιουλίου 2018, πλήρης ημερών σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του Αντώνη “Οθωαντώνη” Πρωτονοτάριου και ξεκουράστηκε ο πολεμιστής που στα 91 του χρόνια έκλαψε ενω κατέθετε στεφάνι στο μνημείο των ηρώων στο χωριό του, την Κόρωνο Νάξου – Η εντυπωσιακή του ιστορία μέσα από το βιβλίο του Νίκου Λεβογιάννη «Νεότερη ιστορία της Νάξου» – τ. Β4.
Να πω την αλήθεια δεν τον γνώρισα ποτέ. Αν και το σκέφτηκα αρκετές φορές, σεβάστηκα το γεγονός ότι λόγω ηλικίας (άνω των 90 ετών) η όποια επαφή με ανθρώπους που θα τον έβαζαν σε ένα ταξίδι αναμνήσεων δεν θα του ήταν ευχάριστο… Είχα ακούσει ουκ ολίγα για τη δράση του… Και δεν ήταν μικρή. Όμως, μου κέντρισε το ενδιαφέρον από το γεγονός ότι στα 91 του χρόνια και δημόσια δεν έκρυψε την οργή του, τα δάκρυά του για μία Ελλάδα που χάνεται. Και για την οποία ο ίδιος αλλά και οι συνομήλικοί του και τα παιδιά του αλλά και τα εγγόνια τα ου έχυσαν αίμα…
Αναφέρομαι στον Αντώνη Πρωτονοτάριο, τον Οθωναντώνη όπως τον φωνάζουν στην Κόρωνο.. Ανήμερα την 28η Οκτωβρίου του 2015 και σε ηλικία 91 ετών δίνει για τελευταία φορά (όπως αποδείχτηκε) το παρών στην Εθνική Εορτή και ακολουθώντας το τυπικό όπως το γνώρισε και ως πρόεδρος της Κοινότητας για περίπου 30 χρόνια… Την ώρα που καταθέτει το στεφάνι στο μνημείο των Ηρώων κλαίει συγκινημένος για μία πατρίδα που χάνεται… Μία χρονιά νωρίτερα, είχε φωνάξει με όση δύναμη είχε «Ντροπή, ντροπή, ντροπή» βλέποντας τους συγχωριανούς του να γυρίζουν τη πλάτη στις εθνικές επετείους…. Στα 90 του χρόνια δεν είχε σταματήσει να είναι ενεργός πολίτης. Ενώ το έκανε έως και την τελευταία του στιγμή…
Χθες… Πέμπτη 26 Ιουλίου πλήρης ημερών έφυγε… Και ένας εκ των εγγονών του ο Ορφέας Καλαφάτης στην προσωπική του ιστοσελίδα στα social Media αναφέρει « Η ζωή είναι ένα ταξίδι. Κάθε ταξίδι και μια ιστορία. Στο τέλος κάθε ιστορίας, ο αποχωρισμός!
Το Σεπτέμβριο του 1943, ένας 18χρονος Κορωνιδιάτης έφυγε κρυφά προς τη Μέση Ανατολή για να πολεμήσει στο Ελ Αλαμέιν και στο Ρίμινι το γερμανικό φασισμό. Πολεμιστής στη ψυχή αλλά με καρδιά μάλαμα, θα γύρναγε αργότερα το ίδιο πράος και γλυκός όπως όταν ξεκίνησε. Τα επόμενα 20 χρόνια θα συνέχιζε τον αγώνα -αυτή τη φορά ως πρόεδρος του χωριού-επιλύοντας προβλήματα της ορεινής Νάξου. Χθες 26 Ιουλίου, αυτός ο άνθρωπος σταμάτησε επιτέλους τον αγώνα και ξεκουράστηκε.
Καλό σου ταξίδι παππού! Θα μας λείψει η σπιρτάδα σου, τα πολιτικά σου σχόλια, οι συμβουλές σου για τα χωράφια και τα σκυλιά. Αλλά πάνω απ´ολα το γέλιο σου και η κοφτερή ματιά σου! Άφησες πίσω σου μια τεράστια παρακαταθήκη αξιών και ιδανικών, μα είμαι σίγουρος ότι δε θα σε απογοητεύσουμε».
Η ζωή και η δράση του Αντώνη Πρωτονοτάριου όπως είναι καταγεγραμμένη στο βιβλίο του Ν. Λεβογιάννη «Νεότερη ιστορία της Νάξου» – τ. Β4.
Ο Αντώνης Όθωνα Πρωτονοτάριος γεννήθηκε στην Κόρωνο Νάξου το 1924 Αφού τέλειωσε το δημοτικό σχολείο φοίτησε στο γυμνάσιο Νάξου μέχρι την ΣΤ΄ τάξη (οκταταξίου). Η κήρυξη του πολέμου και στη συνέχεια η κατοχή επέφεραν την διακοπή και την μη ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών.
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος προέρχεται από οικογένεια με συμμετοχή στην πολιτική και τα κοινά στην ορεινή Νάξο. Ο παππούς του Αντώνιος Πρωτονοτάριος (1858-1943) διετέλεσε Δήμαρχος του Δήμου Κορωνίδας από το 1903-1912. Αυτός ήταν ο τελευταίος Δήμαρχος πριν από την κατάργηση των Δήμων (1912) και τη θεσμοθέτηση των Κοινοτήτων (1914).
η κατοχή δεν αντέχεται
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος, 16χρονος, βίωνε τη δοκιμασία των κατοίκων της Ορεινής Νάξου, τη σκλαβιά και την αφόρητη καταπίεση του λαού απ’ τους ιταλογερμανούς κατακτητές, που λεηλατούσαν, βίαζαν, έδερναν, κατέστρεφαν τα πάντα, ούτε την πείνα που ενέσκηψε ως φοβερή επιδημία στα σμυριδοχώρια και θέριζε τους κατοίκους και ιδιαίτερα τις ευπαθείς ομάδες των παιδιών και των ηλικιωμένων.
Τις πρώτες μέρες της κατοχής ο Αντώνης Πρωτονοτάριος μαζί και με άλλους έφηβους έγραψαν στους τοίχους του χωριού συνθήματα εναντίον των κατακτητών, οι οποίοι με τη βοήθεια ντόπιων καταδοτών έμαθαν τον δράστη και τον αναζήτησαν. Κρύφτηκε για ένα διάστημα σε κάποιο κτήμα τους, αλλά συνέλαβαν τον εξάδελφό και συνονόματό του που τον μετήγαγαν στον Σταθμό χωροφυλακής Απειράνθου όπου κρατήθηκε 15 μέρες και ξυλοκοπήθηκε άγρια.
Από τότε ο Οθωναντώνης ζούσε στην Κόρωνο σε ημιπαρανομία και όταν εμφανίζονταν οι Ιταλοί φρόντιζε να κρύβεται, ενώ δεν έπαψε όπως και άλλοι νέοι να σκέφτεται τη φυγή και την αντίσταση στον κατακτητή.
Από ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς που άκουγαν από καλά κρυμμένα ραδιόφωνα στο χωριό πληροφορήθηκαν ότι στη Μέση Ανατολή (Κύπρο, Λίβανο, Συρία, Αίγυπτο) η εκεί εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση (Κάιρο), με τη βοήθεια των Άγγλων, οργάνωνε από Έλληνες αξιωματικούς, πολεμιστές της Αλβανίας και νέους, που κατέφευγαν από την Ελλάδα, στρατό για να πολεμήσουν τον εχθρό και να απελευθερώσουν την πατρίδα.
Έτσι μπήκε η ιδέα στον Αντώνη Πρωτονοτάριο να φύγει στη Μ. Ανατολή, με στόχο να καταταχτεί στον ελληνικό στρατό και να πολεμήσει.
Δονούσα – Ηρακλειά βάσεις συμμάχων πρακτόρων και σαμποτέρ
Από το τέλος του 1941 στα απόμερα λιμανάκια στα ανατολικά παράλια της Νάξου (Λυώνα, Μουτσούνα, Πάνερμο και Καλαντό), ερημικά και με μικρό αριθμό κατοίκων την εποχή εκείνη και σχεδόν ανύπαρκτη παρουσία των κατακτητών, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται πράκτορες των συμμάχων, συνήθως Άγγλοι, αλλά και Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι διερευνούσαν την περιοχή, συγκέντρωναν πληροφορίες, σχετικές με την παρουσία των κατακτητών (αριθμός στρατού κατοχής, φυλάκια, αποθήκες πολεμικού υλικού, δράση, κίνηση πλοίων κ.λπ.) και προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μικρές αντιστασιακές ομάδες- συνδέσμους, για να οργανώσουν κυρίως δίκτυο πληροφοριών, ώστε να έχουν μέσω ασυρμάτων που είχαν φέρει μαζί τους επικοινωνία με το συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και να μεταδίδουν πληροφορίες για τον εχθρό.
Από το φθινόπωρο του 1941 εμφανίζονται στο νησί και οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, στελεχωμένες κυρίως από ναξιώτες αξιωματικούς πολεμιστές της Αλβανίας (Γ. Δέτσης, Φλ. Μπάκαλος κ.α.), αλλά και στελέχη του Κομμουνιστικού κόμματος (Μ. Φάρκωνας-Γιάννης Κατεινάς) που επέστρεψαν, αφού δραπέτευσαν από τις φυλακές και τις εξορίες, όπου τους είχε για χρόνια κλεισμένους το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά.
Η αντιστασιακή οργάνωση ΣΤΝ του ταγματάρχη Γ. Δέτση, στελεχωμένη κυρίως από ναξιώτες στρατιωτικούς, διέθετε ασύρματο και είχε επαφή με το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μ. Ανατολής.
Την περίοδο αυτή στα Κουφονήσια (Ηρακλειά, Δονούσα), έφθαναν καΐκια επιταγμένα απ’ τους συμμάχους, ακόμη και συμμαχικά υποβρύχια, μεταφέροντας από την Τουρκία, την Κύπρο και τη Μ. Ανατολή αξιωματικούς, πράκτορες, πολεμικό υλικό (όπλα, ασυρμάτους κ.λπ.), αλλά και παίρνοντας εθελοντές με προορισμό την Μέση Ανατολή για να καταταγούν στον εκεί ελληνικό στρατό.
η αντιστασιακή δράση των ντόπιων βαρκάρηδων
Από το 1942 άρχισε να λειτουργεί καλά οργανωμένη επιχείρηση μεταφοράς από τα Κουφονήσια στα παράλια της Τουρκίας και την Κύπρο νέων που ήθελαν να καταταγούν εθελοντές στον ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής.
Σύνδεσμοι μεταξύ Δονούσας- Ηρακλειάς και Νάξου ήταν συνήθως οι βαρκάρηδες του Λυώνα, της Μουτσούνας, της Δονούσας, της Ηρακλειάς, που έκαναν με τα μικρά καΐκια τους και πριν απ’ την Κατοχή δρομολόγια, μεταφέροντας κυρίως εμπορεύματα (μερικοί απ’ αυτούς είχαν παντρευτεί κοπέλες από αυτά τα νησάκια).
Ο Γιάννης Φακίνος (Μπαρμερογιάννης), ο Δημ. Μανωλάς (Σιανός), ο Κουφόπουλος (Σαλιμπούργος) και άλλοι βαρκάρηδες, Ναξιώτες και Κουφονησιώτες, στο διάστημα της κατοχής οργάνωναν συστηματικά τέτοιες επικίνδυνες αποστολές, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί απ’ τους κατακτητές. Αυτοί μετέφεραν την είδηση για την προσέλευση καϊκιού στη Ντενούσα (Δονούσα) και αθόρυβα, κρυφά, ακόμη κι απ’ τις οικογένειές τους, τα παλικάρια έφευγαν απ’ τα χωριά τους κατά ομάδες για τον Λυώνα, τη Μουτσούνα, τα απόμερα λιμανάκια στα ανατολικά παράλια του νησιού, για να περάσουν με τις βάρκες απέναντι στη Δονούσα ή την Ηρακλειά και από εκεί να επιβιβαστούν στα καΐκια της συμμαχικής αποστολής και να φθάσουν στην Κύπρο και από εκεί στη Μέση Ανατολή.
Στη Δονούσα ή την Ηρακλειά μαζεύονταν πολλά παλικάρια, περιμένοντας τον ερχομό του καϊκιού για να φύγουν στη Μέση Ανατολή. Έτσι έφυγαν απ’ τη Νάξο κατά την Κατοχή, κυρίως τα χρόνια 1943-1944, πάνω από εκατό παλικάρια, οι περισσότεροι απ’ τα χωριά της ορεινής Νάξου (Φιλότι, Απείρανθος, Κόρωνος, Κωμιακή και γύρω μικρά χωριά).
η φυγή
Ήταν μέσα Σεπτεμβρίου (18-19 Σεπτ.) του 1943 όταν έφθασε μήνυμα στην Κόρωνο σε κάποιους νεαρούς να κατέβουν στη Μουτσούνα όπου θα τους περιμένει βάρκα για να τους περάσει στη Ντενούσα (Δονούσα). Τότε μια ομάδα από 10 έφηβους 17-18 ετών ξεκίνησαν κρυφά απ’ τους γονείς τους για τη Μουτσούνα, όπου ήρθαν σε επαφή με βαρκάρη-σύνδεσμο απ’ τη Δονούσα, που τους οδήγησε σε μια απόμερη βραχώδη ακτή, όπου ήταν αραγμένο ένα μικρό καΐκι. Μπήκαν μέσα και περίμεναν την αναχώρηση. Πριν ξεκινήσουν ρώτησε ο βαρκάρης αν ανάμεσά τους βρίσκεται κάποιος ονόματι Αντώνης. Ο Οθωναντώνης δεν μίλησε. Ένας άλλος, μεγαλύτερος στην ηλικία, που ήταν οικογενειάρχης, απάντησε ότι τον λένε Αντώνη. Τότε ο βαρκάρης του είπε ότι δεν θα τον πάρει μαζί του και του ζήτησε να βγει απ’ τη βάρκα. Ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι, υποψιάστηκε ότι ίσως τον αναζητούσαν η γυναίκα και τα παιδιά του.
Τι είχε όμως συμβεί; Στην παρέα των νέων, εκτός απ’ τον Οθωναντώνη ήταν και ο εξάδελφός του Αντώνης Ν. Πρωτονοτάριος. Ο πατέρας του δεύτερου, Νίκος Πρωτονοτάριος, θείος του Οθωναντώνη, είχε πληροφορηθεί την προσπάθεια να φύγουν οι νεαροί στη Μέση Ανατολή και μαζί τους ο γιος του (Αντώνης) και ο ανιψιός του (Αντώνης), έτρεξε στη Μουτσούνα για να τους προλάβει και να τους αποτρέψει. Φθάνοντας έξω απ’ την Μουτσούνα συνάντησε τον βαρκάρη και με απειλές κατάφερε να βρει τον γιο του και να οτν πάρει πίσω, όχι όμως και τον ανιψιό του, ο οποίος έφυγε μαζί με άλλους 5-6 νέους για τη Δονούσα.
Οι νεαροί αυτοί Κορωνιδιάτες ήταν οι: Στ. Πρωτονοτάριος, Αντ. Όθ. Πρωτονοτάριος, Ν. Ι. Σιδερής, Χρ. Μανωλάς, Μ. Κουφόπουλος αξ/κός και άλλοι συνολικά 5-6 τον αριθμό.
Το ταξίδι προς τη Δονούσα δεν είχε απρόοπτα, καθότι ο καιρός ήταν καλός. Εκεί έμειναν 5-6 μέρες περιμένοντας να φθάσει το ναυλωμένο απ’ τους συμμάχους καΐκι. Στη Δονούσα στο μεταξύ είχαν ήφθάσει και άλλοι νέοι από χωριά της Νάξου, ενώ έγινε γνωστό ότι αναμενόταν απ’ τον Λυώνα ακόμη μια βάρκα με 6-7 παλικάρια, η οποία όμως ουδέποτε έφθασε.
Τις μέρες που έμεναν στη Δονούσα (από το Σάββατο βράδυ 18 .9.1943 ως την Τρίτη το απόγευμα 21.9.1943) ακούστηκε ότι μια βάρκα που ερχόταν στη Δονούσα απ’ τη Νάξο χάθηκε και οι επιβαίνοντες πνίγηκαν και ότι σε κάποια ακτή της Δονούσας βγήκαν κομμάτια απ’ τη βάρκα. Προφανώς επρόκειτο για τη βάρκα του Δ. Μανωλά (Σιανού) με τα επτά παλικάρια απ’ την Κωμιακή που χάθηκαν στο ταξίδι προς την ελευθερία.
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος θυμάται ότι στο ταξίδι με τη βάρκα απ’ τη Μουτσούνα στη Δονούσα και ενώ βρίσκονταν μισή ώρα περίπου έξω απ’ τη Δονούσα άκουσε μέσα στο σκοτάδι (ήταν βράδυ) κάπου κοντά στη θάλασσα ομιλίες. Φοβήθηκαν ότι ήταν γερμανικό πολεμικό πλοίο και επικράτησε νεκρική σιγή στη βάρκα. Αργότερα στη Μ. Ανατολή ακούστηκε μεταξύ των παλικαριών απ’ τη Νάξο ότι εκείνη η βάρκα είχε ανατραπεί στη διαδρομή και είχε βουλιάξει και οι επιβαίνοντες είχαν χαθεί.
στη Δονούσα
Στη Δονούσα εκείνες τις μέρες του Σεπτέμβρη 1943 είχαν μαζευτεί και άλλοι νέοι από άλλα χωριά της Νάξου, την Κωμιακή, το Φιλότι, την Απείρανθο κ.λπ. Συνολικά βρίσκονταν εκείνες τις μέρες εκεί γύρω στους 45 νέους, απ’ τους οποίους 20 περίπου ήταν Φιλοτίτες. Οι συνθήκες στο νησάκι δεν ήταν καλές, τα τρόφιμα λιγοστά, οι χώροι διαμονής περιορισμένοι και αναγκάστηκαν να πουλήσουν προσωπικά τους αντικείμενα για να βρουν κάτι να φάνε.
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος, για να πάρει μερικές ρέγγες, πούλησε ένα μπουφάν, αλλά και το παντελόνι που φορούσε και έμεινε με το σώβρακο και μια φανέλα. Κάποιοι Φιλοτίτες κι Απεραθίτες έκλεψαν δυο γίδες, τις έσφαξαν και τις έφαγαν, άλλοι θήλαζαν κατσίκες που βρήκαν στα χωράφια όπως έχει αφηγηθεί στον γράφοντα ο Στέφανος Ιω. Χωριανόπουλος (Θοδωροστέφανος) από την Κωμιακή, άλλοι έφαγαν ακόμη και ωμές πατάτες, όπως αφηγείται ο Γεώργιος Ν. Αλιμπέρτης από την Κωμιακή.
Στη Δονούσα έμειναν τέσσερις μέρες (18-22 Σεπτεμβρίου) περιμένοντας το καΐκι. Την Πέμπτη μέρα έφθασε το καΐκι και, αφού επιβιβάστηκαν, ο καπετάνιος τους επισήμανε τους κινδύνους του ταξιδιού, τους αιφνιδιαστικούς ελέγχους από γερμανικές περιπόλους και τους επέστησε την προσοχή, ζητώντας τους να υπακούουν πιστά στις εντολές του, γιατί υπήρχε κίνδυνος να συλληφθούν ή και να τους βουλιάξουν. Ζήτησε δε να κατεβούν όλοι στο αμπάρι του καϊκιού και, όταν τους δίνει εκείνος σήμα, θα κάνουν απόλυτη ησυχία.
Το καΐκι ήταν επιταγμένο απ’ τη συμμαχική αντικατασκοπεία, η οποία το είχε εφοδιάσει με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα που βεβαίωναν ότι σκοπός του ταξιδιού ήταν να φορτώσει απ’ την Τουρκία τρόφιμα για να τα μεταφέρει σε φρουρές των κατακτητών σε νησιά των Κυκλάδων.
Προορισμός του ταξιδιού ήταν τα Αλάτσατα στα παράλια της Τουρκίας. Εκεί θα επιβιβάζονταν σε άλλο μεγαλύτερο καΐκι, που θα τους μετέφερε στην Κύπρο.
το ταξίδι προς το άγνωστο
Από τη Δονούσα έφυγαν μόλις νύχτωσε για λόγους ασφαλείας. Στη διάρκεια του ταξιδιού και ενώ έπλεαν μέσα στη νύχτα κάπου κοντά στη Σάμο το καΐκι έπεσε πάνω σε γερμανική τορπιλάκατο, η οποία περιπολούσε στην περιοχή και το σταμάτησαν για έλεγχο. Ο καπετάνιος έδωσε σήμα να σταματήσουν οι ομιλίες στο αμπάρι. Πράγματι επικράτησε νεκρική σιγή. Ο έλεγχος έγινε, οι Γερμανοί δεν υποψιάστηκαν τίποτε και το καΐκι συνέχισε το ταξίδι του ανενόχλητο. Το πρωί έφθασαν στα Αλάτσατα όπου έμειναν αρόδου.
Στα Αλάτσατα βγήκαν στην ακτή και μπόρεσαν να προμηθευτούν ελάχιστα τρόφιμα, πατάτες και ελιές. Τις πατάτες τις έφαγαν στη διάρκεια του ταξιδιού ωμές. Σε ένα απόμερο κάβο τον Κόρακα κοντά στα Αλάτσατα προς το σούρουπο έγινε η μετεπιβίβασή τους στο καΐκι «Άγ. Δημήτριος» χωρίς να βγουν έξω στη στεριά. Ήταν ένα καΐκι μεγάλο, δικάταρτο. Ιδιοκτήτης και καπετάνιος ήταν ένας ελληνοαμερικανός, ο οποίος το είχε φτιάξει με χρήματα ελληνοαμερικανών που προορίζονταν για το χτίσιμο κάποιας εκκλησιάς.
Το καΐκι, εκτός απ’ τον καπετάνιο είχε και 5-6 ναύτες για πλήρωμα. Κάποιο μέλος του πληρώματος, ενώ ακόμη βρίσκονταν στον κάβο Κόρακα, πληροφόρησε εμπιστευτικά τους επιβαίνοντες ότι ο καπετάνιος ήταν πράκτορας των κατακτητών και υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσει το καΐκι σε κάποιο κατεχόμενο νησί και να τους παραδώσει στις αρχές κατοχής. Πρότεινε λοιπόν να συλλάβουν τον καπετάνιο πριν είναι αργά και να τον παραδώσουν στους συμμάχους όταν φθάσουν στην Κύπρο.
Πράγματι ο Ανδρέας Ξενάκης από τη Χώρα μαζί με άλλους Ναξιώτες συνέλαβαν τον καπετάνιο και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, τον έδεσαν, δηλώνοντάς του ότι δεν του έχουν εμπιστοσύνη και φοβούνται μήπως τους προδώσει. Εκείνος φώναζε: «κι εγώ Έλληνας είμαι», αλλά η εντολή εκτελέστηκε πιστά και καπετάνιος του καϊκιού ανέλαβε ένας ηλικιωμένος κύριος, Έλληνας, που είχε μπει στο καΐκι απ’ τα Αλάτσατα λέγοντας ότι ήθελε να ταξιδέψει στην Κύπρο. Προφανώς ήταν κι αυτός στέλεχος της Αντίστασης.
Στη διάρκεια του ταξιδιού μπήκαν και στο λιμάνι του Καστελορίζου όπου έμεινα για λίγο αρόδου. Από το Καστελόριζο κατευθύνθηκαν στην Κύπρο και συγκεκριμένα στο λιμάνι της Αμμοχώστου, ενώ το ταξίδι δεν είχε άλλα απρόοπτα.
Συνολικά το ταξίδι από τη Νάξο μέχρι την Αμμόχωστο κράτησε 15 περίπου μέρες (18 Σεπτ.-3 Οκτ. 1943). Τις απογευματινές ώρες της 3.10.1943 αποβιβάστηκαν στην Κύπρο. Ο καπετάνιος παραδόθηκε στις αγγλικές αρχές και όπως έγινε γνωστό επρόκειτο για πράκτορα των κατακτητών και συνελήφθη.
στη Αμμόχωστο της Κύπρου-κατάταξη στον ελλ. στρατό
Στην Αμμόχωστο οι Αγγλικές στρατιωτικές αρχές παρέλαβαν όλα τα παλικάρια, τους μετέφεραν σε ένα υπαίθριο στρατόπεδο, όπου τους έβαλαν για λίγες μέρες σε καραντίνα για τον κίνδυνο μεταδοτικών ασθενειών και αφού εξετάστηκαν υγειονομικά, τους κούρεψαν, τους αφαίρεσαν όλα τα ρούχα για αποστείρωση και έδωσαν στον καθένα προσωρινά μια ρόμπα να φορέσει. Εκεί έμειναν περίπου 15 μέρες, έτυχαν περιποίησης για να συνέλθουν και. Στη συνέχεια τους μετέφεραν σε άλλο κανονικό στρατόπεδο στην περιοχή Ξηρού, όπου «ντύθηκαν στρατιώτες» στις 8 Νοεμβρίου 1943 και άρχισαν συστηματική στρατιωτική εκπαίδευση, καθότι οι περισσότεροι δεν είχαν υπηρετήσει στον στρατό λόγω ηλικίας.
Στο Κέντρο Εκπαίδευσης έμειναν 1-1,5 μήνα και, αφού ολοκλήρωσαν την εκπαίδευσή τους στα όπλα, μεταφέρθηκαν με πλοίο στην Παλαιστίνη, όπου τοποθετήθηκαν σε διάφορες μονάδες του εκεί ευρισκόμενου ελληνικού στρατού.
Την περίοδο αυτή υπήρχαν ήδη στη Μέση Ανατολή γύρω στους 6.000 έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί ενταγμένοι σε μια ταξιαρχία, η οποία πήρε ήδη μέρος στη νικηφόρα μάχη των συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν.
Ο Αντ. Πρωτονοτάριος τοποθετήθηκε στα τεθωρακισμένα, όπου υπηρετούσαν 850 άντρες άριστα εκπαιδευμένοι και εκεί συνέχισε την στρατιωτική του εκπαίδευση.
το κίνημα της Μέσης Ανατολής
Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής το γνωστό «Κίνημα» στις 6 Απριλίου 1944, αρχικά στα πληρώματα των πλοίων του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και στη συνέχεια στις μονάδες του στρατού ξηράς. Ήταν ένα κίνημα που οργανώθηκε από αντιστασιακές οργανώσεις που είχαν εμφανιστεί ανάμεσα στους ναύτες και τους στρατιώτες κατά τα πρότυπα του ΕΑΜ στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Βασικός στόχος των οργανώσεων αυτών ήταν η εξόριστη ελληνική βασιλική κυβέρνηση και η πολιτική της, ενώ και οι περισσότεροι ναύτες και στρατιώτες ήταν αριστερών πεποιθήσεων. Οι κομμουνιστές την περίοδο εκείνη επηρέαζαν την πλειοψηφία των ναυτών, των στρατιωτών και των αξιωματικών και είχαν δημιουργήσει οργανώσεις παντού, στα πλοία, στα στρατόπεδα, στις μονάδες, στα επιτελεία και τις υπηρεσίες. Διαφωνούσαν όμως και με την αλλαγή των σχεδίων των συμμάχων να μη γίνει η απόβαση του συμμαχικού στρατού στην Ελλάδα, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, αλλά στην Ιταλία. Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ήθελαν να γίνει η απόβαση στις ελληνικές ακτές και να πολεμήσουν εκεί τον κατακτητή.
Στόχος του κινήματος ήταν η εξόριστη φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση, αλλά πριν καν εκδηλωθεί αυτό έγινε αντιληπτό απ’ την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τους Άγγλους, που διοικούσαν ουσιαστικά τον ελληνικό στρατό, και κατεστάλη χωρίς μεγάλη αντίσταση και κυρίως χωρίς αιματοχυσία, γιατί οι Άγγλοι ήταν αποφασισμένοι να χτυπήσουν. Την επιχείρηση καταστολής επόπτευσε ο ίδιος ο Τσώρτσιλ πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας απ’ το Λονδίνο.
Οι Άγγλοι αιχμαλώτισαν το σύνολο σχεδόν των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων και προχώρησαν αμέσως στη διάλυσή τους. Έγιναν παράλληλα μαζικές συλλήψεις και οι χιλιάδες συλληφθέντες Έλληνες αξιωματικοί, ναύτες και στρατιώτες, οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία σε αγγλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην έρημο της Λιβύης και αλλού.
αιχμάλωτοι στα «σύρματα» στην έρημο της Λιβύης
Στη μονάδα που υπηρετούσε ο Αντώνης Πρωτονοτάριος υπήρχε ισχυρή οργάνωση κομμουνιστών. Αξιωματικοί και στρατιώτες τραγουδούσαν συχνά αντάρτικα τραγούδια.
Οι Άγγλοι, που ήλεγχαν την κατάσταση και διοικούσαν ουσιαστικά τον ελληνικά στρατό, αφού αυτοί είχαν και τις δαπάνες συντήρησής του, ήταν καλά ενημερωμένοι για όσα συνέβαιναν και, χωρίς δυσκολία και αιματηρές συγκρούσεις, κατάφεραν να καταστείλουν το κίνημα και να διαλύσουν τις οργανώσεις. Συνέλαβαν χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς και τους μετέφεραν στα περιβόητα «σύρματα», στα βάθη της Αφρικής, τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης κομμουνιστών, προπομπούς της Μακρονήσου.
Στη μονάδα του Αντ. Πρωτονοτάριου αφορμή για να επέμβουν οι Άγγλοι ήταν το γεγονός ότι όλοι οι στρατιώτες και αξιωματικοί αντιδρούσαν στην απόφαση των Άγγλων να πάρει μέρος ο ελληνικός στρατός στην αποβατική ενέργεια των συμμάχων στην Ιταλία. «Εμείς ζητούσαμε να μεταφερθούμε στην Ελλάδα για να πολεμήσουμε εκεί τον κατακτητή και όχι στην Ιταλία».
Είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες για τη μεγάλη αποβατική επιχείρηση των συμμάχων στην Ιταλία. Οι Άγγλοι φυσικά δεν έδιναν σημασία στις διαμαρτυρίες των στρατιωτών, απαίτησαν πιστή υπακοή και εκτέλεση των διαταγών. Στην επιμονή των αξιωματικών και στρατιωτών της μονάδας απάντησαν με σκληρό τρόπο. Ξημερώματα της επόμενης μέρας το στρατόπεδο βρέθηκε περικυκλωμένο από ισχυρές δυνάμεις και άρματα μάχης των Άγγλων. Ακολούθησε διαταγή συγκέντρωσης των στρατιωτών στο χώρο συναθροίσεων της μονάδας, όπου διατάχτηκαν να μείνουν εκεί ακίνητοι. Όποιος κινηθεί, είπαν, θα πυροβολείται. Παράλληλα Άγγλοι στρατιώτες εισέβαλαν στο στρατόπεδο, άνοιξαν τις αποθήκες και τους θαλάμους και αφαίρεσαν όλο τον οπλισμό της μονάδας. Ήλεγξαν ακόμη και τις σκηνές των στρατιωτών, οι οποίοι παρέμειναν στο χώρο συγκέντρωσης περικυκλωμένοι μέχρι το μεσημέρι, οπότε οι Άγγλοι εισβολείς δημιούργησαν ένα διάδρομο με πάνοπλους στρατιώτες ένθεν και ένθεν, διά μέσου του οποίου οδήγησαν τους έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες προς την έξοδο του στρατοπέδου όπου υπήρχαν 50 περίπου μεγάλα καμιόνια, στα οποία τους ανέβασαν και ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ύστερα από πολύωρη διαδρομή έφθασαν σε ένα καλά φρουρούμενο στρατόπεδο, περιτριγυρισμένο με συρματοπλέγματα, όπου τους έκλεισαν. Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν πλέον και επίσημα αιχμάλωτοι των Άγγλων. Εκεί παρέμειναν μια περίπου εβδομάδα, ενώ δεν έπαυσαν να διαμαρτύρονται συνέχεια εναντίον των Άγγλων. Κάποιοι προχώρησαν ακόμη και σε απεργία πείνας με αίτημα να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν εκεί τον κατακτητή.
Στο διάστημα της αιχμαλωσίας τους οι Άγγλοι επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια να ξεχωρίσουν τους «εθνικόφρονες» αξιωματικούς και οπλίτες απ’ τους «κινηματίες κομμουνιστές», ώστε με τους πρώτους, τους εθνικόφρονες να συγκροτήσουν νέες μονάδες, να τις καταστήσουν και πάλι ετοιμοπόλεμες και ικανές να πάρουν μέρος στην απόβαση στην Ιταλία. Πράγματι έτσι έγινε. Καλά ενημερωμένοι οι Άγγλοι έκαναν τον διαχωρισμό και όσοι ήταν «νομιμόφρονες» μεταφέρθηκαν σε άλλο στρατόπεδο. Οι ύποπτοι ως κομμουνιστές έμειναν στα «σύρματα» αιχμάλωτοι ως το τέλος του πολέμου.
στην III Ορεινή Ταξιαρχία
Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε στις 31 Μαΐου 1944 η λεγόμενη «ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (ΕΟΤ)». υπό την εποπτεία της 9ης Βρετανικής Στρατιάς. Σ’ αυτήν εντάχθηκαν οι «νομιμόφρονες» αξιωματικοί και οπλίτες κι ανάμεσά τους πολλοί Ναξιώτες και ο Αντώνης Πρωτονοτάριος.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους που χαρακτηρίστηκαν ως «κομμουνιστές» βρίσκονταν και αρκετοί Ναξιώτες όπως οι Κωμιακίτες Στέφανος Δ. Καρούσης, Γιάννης ΜΙχ. Κορρές, Γιώργος Ν. Κορρές, ο ναύτης Νίκος Αδάμ απ΄τον Δαμαριώνα, που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία με την κήρυξη του πολέμου στο θωρηκτό «Αβέρωφ» και άλλοι που έμειναν αιχμάλωτοι στα «σύρματα», κάτω από σκληρές συνθήκες, με ξυλοδαρμούς και στερήσεις μέχρι τον Ιούνιο 1945, οπότε μεταφέρθηκαν και αυτοί, πολίτες πλέον, στην ελεύθερη Ελλάδα.
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος και όσοι κατατάχτηκαν στην ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία, εκπαιδεύτηκαν επί δύο μήνες στην πολεμική τακτική επί ορεινού εδάφους, όπως ήταν οι περιοχές της Ιταλίας όπου σύμφωνα με τα σχέδια των συμμάχων θα διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις.
Η εκπαίδευση ολοκληρώθηκε στις 28 Ιουλίου 1944 και στις αρχές Αυγούστου η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία μεταφέρθηκε με πλοία απ’ τον Λίβανο στον Τάραντα της Ιταλίας και από εκεί προχώρησε χωρίς εμπόδια βόρεια του Σπολέτο όπου στρατοπέδευσε γύρω στις 20 Αυγούστου 1944 και αμέσως τέθηκε υπό τις διαταγές της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας.
Στο διάστημα από τις 25 Αυγούστου μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 1944 η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία πήρε μέρος στις μάχες του Ρίμινι και το απόγευμα της 21ης Σεπτεμβρίου 1944 η Επιτροπή του Αντιφασιστικού κόμματος της πόλης του Ρίμινι υπέγραψε πρωτόκολλο παράδοσής της στις ελληνικές δυνάμεις, που μπήκαν πρώτες στην πόλη ως απελευθερωτές.
καταδρομική επιχείρηση εναντίον
γερμανικού φυλακίου σε ελληνικό νησί
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος πριν φύγει με τη μονάδα του από τη Μ. Ανατολή στην Ιταλία, πήρε μέρος και σε μια επιχείρηση κομάντος εναντίον ενός γερμανικού φυλακίου σε κάποιο ελληνικό νησί (Χίο ή Σάμο).
Μια ολιγομελής ομάδα κομάντος, αποτελούμενη από 7 στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος, με έναν αξιωματικό επί κεφαλής, μεταφέρθηκαν με υποβρύχιο τις νυχτερινές ώρες από την Χάιφα σε μια απόμερη ακτή κάποιου κατεχόμενου απ’ τους Ιταλογερμανούς ελληνικού νησιού του Ανατολικού Αιγαίου. Εκεί τους περίμενε για να τους παραλάβει ένας σύνδεσμος, ο οποίος τους οδήγησε σε μια στάνη με γιδοπρόβατα ψηλά στο βουνό πάνω απ’ την ακτή. Εκεί τους υποδέχτηκε ένας ηλικιωμένος βοσκός. Στην πραγματικότητα ήταν και οι δυο Έλληνες στρατιωτικοί που παρίσταναν τους βοσκούς. Οι καταδρομείς έμειναν στη στάνη κρυμμένοι όλη την ημέρα. Στην ακτή χαμηλά υπήρχε ένα γερμανικό φυλάκιο, το οποίο ήταν καλά οχυρωμένο. Στόχος της αποστολής ήταν να χτυπηθεί και να εξουδετερωθεί το εχθρικό φυλάκιο.
Ο «βοσκός»-αξιωματικός κάθε μέρα έπαιρνε το κοπάδι του, το κατέβαζε στα χωράφια γύρω απ’ το φυλάκιο και εκεί, βόσκοντας τα γιδοπρόβατα, παρατηρούσε και κατέγραφε καθημερινά ό, τι συνέβαινε στο φυλάκιο. Γνώριζε έτσι καλά τα πάντα, ενώ είχε πιάσει και φιλίες με τους γερμανούς στρατιώτες, στους οποίους πήγαινε γάλα κ.λπ.
Η αποστολή των κομάντος έμεινε στη μάντρα δύο μέρες, σχεδίασαν καλά την επίθεση και την τρίτη νύχτα αιφνιδίασαν απόλυτα τους φρουρούς του φυλακίου με γρήγορη και αποτελεσματική επίθεση, τους έπιασαν κυριολεκτικά στον ύπνο, τους αφόπλισαν και τους συνέλαβαν αιχμαλώτους.
Με το τέλος της επιχείρησης κατέφθασε συμμαχικό υποβρύχιο, στο οποίο επιβιβάστηκαν οι κομάντος μαζί με τους αιχμαλώτους και επέστρεψαν στη βάση τους στη Χάιφα.
Στις αρχές Αυγούστου 1944 έγινε η απόβαση των συμμάχων στην Ιταλία και ακολούθως η ιστορική μάχη του Ρίμινι, όπου αναδείχτηκε για ακόμη μια φορά ο ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών.
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας στην Ιταλία και για τη συμμετοχή του αυτή παρασημοφορήθηκε απ’ τους συμμάχους (αναλυτικά οι επιχειρήσεις).
επιστροφή στην Ελλάδα-τα Δεκεμβριανά
Με τη νικηφόρα λήξη των επιχειρήσεων στην Ιταλία, την υποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, η ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία, με τις δάφνες της νίκης στο Ρίμινι, μεταφέρεται στην Ελλάδα συνοδεύοντας την ελληνική κυβέρνηση και αποβιβάζονται εν μέσω πανηγυρισμών του Ελληνικού Λαού στον Πειραιά. Η ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία θα αποτελέσει τον πρώτο ελληνικό στρατό επί του απελευθερωμένου ελληνικού εδάφους.
Η μονάδα του Αντώνη Πρωτονοτάριου εγκαταστάθηκε στο στρατόπεδο του Γουδή και κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών πήρε μέρος στις οδομαχίες που ξέσπασαν στην Αθήνα με τον ΕΛΑΣ και τις άλλες αντάρτικες ομάδες που δρούσαν στην Αττική μέχρι την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας.
Από την περιπέτεια των αιματηρών γεγονότων στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944 ο Αντώνης Πρωτονοτάριος θυμάται μερικά συγκλονιστικά επεισόδια.
1) Τα Δεκεμβριανά δεν είχαν ακόμη ξεσπάσει, ξέσπασαν την επομένη, ανήμερα της γιορτής της Αγ. Βαρβάρας. Την παραμονή της Αγ. Βαρβάρας (3.12.1944), προστάτιδας του πυροβολικού η διοίκηση της μονάδας στο Γουδή αποφάσισαν να γιορτάσουν την προστάτιδά τους Αγία. Με τον αξιωματικό τους επί κεφαλής μερικοί στρατιώτες αποφάσισαν να πάνε στην περιοχή του Μαρκόπουλου, για να αγοράσουν κρασί για το πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας. Με ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και με τον ατομικό τους οπλισμό ξεκίνησαν. Στην ομάδα ήταν και οι ναξιώτες στρατιώτες Αντώνης Πρωτονοτάριος και Μιχάλης Ματζάκος. Έφθασαν χωρίς δυσκολίες στο Μαρκόπουλο, στάθμευσαν έξω από μια μικρή ταβέρνα που την είχε μια γριούλα, τη ρώτησαν αν είχε κρασί να αγοράσουν και, μέχρι να πάρουν το κρασί, έκατσαν για λίγο να τσιμπήσουν κάτι.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν αιφνιδίως αντάρτες, οι οποίοι ζήτησαν τον επί κεφαλής τους αξιωματικό. Εκείνος τους ρώτησε τι θέλουν και του απάντησαν ότι θέλει να τον συναντήσει ο αξιωματικός τους. Οι στρατιώτες δεν γνώριζαν ότι λίγο πιο πάνω υπήρχε μια μονάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ. Η συνάντηση έγινε και οι αντάρτες ζήτησαν απ’ τους στρατιώτες να τους παραδώσουν τον οπλισμό τους. Όταν γύρισε πίσω ο αξ/κος και ανακοίνωσε στους στρατιώτες την απαίτηση των ανταρτών, εκείνοι αντέδρασαν έντονα με πρώτο τον Αντώνη Πρωτονοτάριο και αποφάσισαν να μην τον παραδώσουν.
Στο μεταξύ όμως οι αντάρτες είχαν κατέβει πάνοπλοι και τους είχαν περικυκλώσει. Ο επί κεφαλής τους μάλιστα, ένας ανθυπασπιστής, με το πιστόλι στο χέρι, ειρωνεύτηκε τον Πρωτονοτάριο, επειδή αντέδρασε έντονα, αλλά ενώ τα έλεγε αυτά το χέρι του έτρεμε. Τελικά αποφάσισαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους στους αντάρτες, οι οποίοι αποχώρησαν και το επεισόδιο έληξε.
Λόγω του περιστατικού αυτού επέστρεψαν στη μονάδα τους με μεγάλη καθυστέρηση, γεγονός που είχε προκαλέσει μεγάλη ανησυχία. Αναφέρθηκε το περιστατικό και οι διοικητής τους έκρινε ότι καλώς παρέδωσαν τον οπλισμό τους, προκειμένου να αποφευχθεί ένοπλο και αιματηρό επεισόδιο με απρόβλεπτες συνέπειες. Δεν πέρασαν όμως δυο μέρες και η αιματοχυσία στην Αθήνα δεν αποφεύχθηκε.
2) Τρεις στρατιώτες, όντας φρουρά σε ένα ακατοίκητο σπίτι που το είχε μετατρέψει ο στρατός σε φυλάκιο σε κάποια γειτονιά της Αθήνας (πού;), δέχτηκαν τη νύχτα επίθεση ανταρτών με πολύ ισχυρά πυρά. Ακολούθησε ολονύκτια μάχη με χειροβομβίδες και άλλα όπλα χωρίς ευτυχώς θύματα τουλάχιστον απ’ την πλευρά των στρατιωτών.
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος απολύθηκε απ’ τον στρατό στις αρχές του 1945 και για την πολεμική του δράση τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού Γ΄ τάξεως, με το μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων, με το μετάλλιο του Αγ. Μάρκου στην Ιταλία, ενώ είχε το δικαίωμα να διοριστεί στο δημόσιο, αλλά το απέφυγε και προτίμησε να γυρίσει πίσω στο χωριό του. Έχει αναγνωριστεί ως αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης.
στην πολιτική και κοινωνική δράση
Ο Αντ. Πρωτονοτάριος δεν «αναπαύθηκε στις «πολεμικές δάφνες» του αγώνα για την Ελευθερία, αλλά με την επιστροφή του στο νησί συνέχισε την πολύχρονη προσφορά της οικογένειάς του στο λαό και την κοινωνία της Νάξου και ιδιαίτερα στα χωριά της χειμαζόμενης ορεινής Νάξου.
Η πολιτική και κοινωνική του δράση για μακρό χρονικό διάστημα είναι τεράστια. Επί 50 και πάνω χρόνια πρωταγωνίστησε στους πολιτικούς, εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες του λαού της Νάξου, για την επίλυση πολλών χρόνιων προβλημάτων της περιοχής αυτής, η οποία για πολλές δεκαετίες μετά τον πόλεμο παρέμεινε εγκαταλειμμένη.
Μέσα από αυτούς τους αγώνες ο Αντώνης Πρωτονοτάριος αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή της Ορεινής Νάξου και ο λαός της Κορώνου τον εξέλεξε επί πολλές δεκαετίες Πρόεδρο της Κοινότητας.
Στις δημοτικές εκλογές του 1964 έθεσε για πρώτη φορά υποψηφιότητα και εκλέχτηκε Πρόεδρος έχοντας μάλιστα αντίπαλο του τον επί μακρά σειρά ετών Πρόεδρο της κοινότητας Κων/νο Κουφόπουλο (Κωσταντής), πανίσχυρο κομματικό παράγοντα της συντηρητικής παράταξης και προσωπικός φίλος του Αρ. Πρωτοπαπαδάκη. Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος παρέμεινε Πρόεδρος μέχρι την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 που καθαιρέθηκε απ’ τους πρώτους κοινοτάρχες(1968).
Με την πτώση της χούντας και τις πρώτες κοινοτικές εκλογές (1975) επανεκλέχτηκε πανηγυρικά Πρόεδρος, έχοντας και πάλι αντίπαλο, αλλά για τελευταία φορά, τον Κων/νο Κουφόπουλο.
Έκτοτε και μέχρι το 1990 εκλέγεται συνεχώς Πρόεδρος. Σε δύο μάλιστα κοινοτικές εκλογές (ποιες;) δεν είχε καν αντίπαλο συνδυασμό. Το 1990 αποφάσισε να αποσυρθεί από τα κοινά ύστερα από θητεία 17 ετών στην προεδρία της Κοινότητας Κορώνου. Ουδέποτε όμως και μέχρι σήμερα έπαυσε να παρακολουθεί τα δρώμενα από κοντά, να δίνει πάντοτε το παρόν του στους αγώνες για τα προβλήματα του χωριού του και της ορεινής Νάξου.
Ο Αντώνης Πρωτονοτάριος είναι ένας απ’ τους μακροβιότερους κοινοτάρχες του 20ου αιώνα στη Νάξο, με σπουδαία συμβολή στην ανάδειξη, προώθηση και επίλυση των προβλημάτων όλου του νησιού και γι’ αυτό απολαμβάνει σεβασμού και εκτίμησης από το λαό της Νάξου ανεξαρτήτως ιδεολογικών, πολιτικών και κομματικών τοποθετήσεων, ο οποίος τον τιμά για τη μοναδική πατριωτική του ιστορία και προσφορά.
Τα σημαντικότερα έργα στην Κόρωνο
Το έργο του Αντ. Πρωτονοτάριου ως Προέδρου της κοινότητας Κορώνου είναι πολύ μεγάλο και σημαντικό. Μπορούμε να πούμε ότι είναι ο αναμορφωτής αυτής της περιοχής με τόσο πολλά και μεγάλα προβλήματα.
Κατά την πολύχρονη παρουσία του στην Κοινότητα έγιναν τα βασικότερα έργα υποδομής, πάνω στα οποία στηρίχτηκε ο εκσυγχρονισμός του χωριού και των οικισμών του.
Τα σημαντικότερα απ’ αυτά είναι:
1) Διάνοιξη του δρόμου προς τον παραθαλάσσιο ιστορικό οικισμό του Λυώνα, με τη συμβολή του βουλευτή Κυκλάδων Μίκη Πρωτοπαπαδάκη, καθώς και πολλά από τα αγροτικά παρακλάδια που έγιναν στη συνέχεια με κορμό αυτό τον δρόμο, με σημαντικότερο εκείνο που συνδέει το Αργοκοίλι με τον Λυώνα.
2) Διάνοιξη του δρόμου προς Αργοκοίλι από την ΜΟΜΑ, όταν εγκαταστάθηκε το ναυτικό φυλάκιο στο Αργοκοίλι.
3) Διάνοιξη του δρόμου από Αργοκοίλι προς Ατσιπάπη.
4) Ύδρευση των οικισμών Κορώνου και Λυώνα.
5) Ηλεκτροφωτισμός του Λυώνα.
6) Διαμόρφωση της πλατείας στη γέφυρα στο κάτω μέρος του χωριού της Κορώνου.
7) Τσιμεντόστρωση της πλατείας στον Λυώνα και κατασκευή δημόσιων ουρητηρίων.
8) Ριζική επισκευή του κτιρίου του δημοτικού σχολείου Κορώνου.
9) Διαμόρφωση της πλατείας της εκκλησίας του χωριού.
Ο Αντ. Πρωτονοτάριος απέφυγε να τοποθετήσει έστω μία αναμνηστική πλάκα σε κάποιο από τα έργα αυτά, γιατί πίστευε ότι απλά εκτελούσε το καθήκον του και υλοποιούσε την εντολή του λαού και ως εκ τούτου δεν είχε τέτοιο δικαίωμα.
Ο ίδιος συνηθίζει να λέει: «πλάκα θα μπορούσε να τοποθετήσει σε ένα έργο αν αυτό γινόταν με δικές του δαπάνες».
Είναι επίσης γνωστό ότι ουδέποτε χρησιμοποίησε το κοινοτικό ταμείο για να καλύψει προσωπικές του δαπάνες μετακίνησης, διαμονής κ.λπ. ακόμη κι’ όταν αυτό γινόταν για τις ανάγκες της κοινότητας.
Σήμερα ο Αντώνης Πρωτονοτάριος συνεχίζει να αποτελεί πηγή καθοδήγησης και έμπνευσης των νεότερων Κορωνιδιατών στα κοινά. Οι πολιτικές και αγωνιστικές του εμπειρίες και δάφνες είναι πολύτιμες για όποιον νεότερο καταφεύγει σ’ αυτόν ζητώντας τις συμβουλές του.
Αλλά και όσοι πολιτικοί τον γνωρίσαμε από κοντά και είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε μαζί του, πήραμε πολλά και σπουδαία μαθήματα, γιατί παρέμεινε πάντα εκείνος ο έφηβος της κατοχής, που μοναδικό σκοπό της ζωής του τότε είχε τάξει να πολεμήσει για την λευτεριά της πατρίδας, αλλά και γιατί στη συνέχεια παρέμεινε, όχι μόνο ένας αιώνιος έφηβος αγωνιστής, αλλά και ένας ηθικός και ακέραιος άνθρωπος και πολίτης, συνάμα όμως και βαθύς γνώστης των προβλημάτων του τόπου, της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης όπως αυτή διαμορφωνόταν κάθε μέρα.
Είχα προσωπικά την τύχη στην πολύχρονη πολιτική μου πορεία ως Βουλευτή Κυκλάδων να έχω καθημερινή επαφή με τον βετεράνο αγωνιστή και κοινοτάρχη Αντώνη Πρωτονοτάριο, ο οποίος με τίμησε με την υποστήριξη, αλλά κυρίως με την καθοδήγηση και τις συμβουλές του. Οι θέσεις και οι απόψεις του ήταν και είναι πάντοτε πολύτιμες και ουσιαστικές για μένα. Παραμένει όχι μόνο φίλος, αλλά πάνω απ’ όλα πολύτιμος δάσκαλος στην πολιτική.
Φωτογραφίες: Κυκλαδική και Αρχείο Νίκου Λεβογιάννη