Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Γλυνάδου Νάξου… Με την υπογραφή του Γιάννη Δημητροκάλλη και την ευχή του Πάππου του Γιάννη της Λιανής..
Πρώτη ημέρα του νέου χρόνου. Του 2022 καλέ.. Ηρεμία… Ελπίδα…. Επιθυμία … Μόνο θετικές σκέψεις. Μόνο όμορφα συναισθήματα με θέα τη θάλασσα. Λες και δεν υπάρχει το χθες… Και αίφνης διαπιστώνεις ότι ήρθε η πρωτοχρονιά χωρίς να ακούσεις τα κάλαντα. Το “Αρχη μηνιά και αρχή χρονιά” καλέ… Τι κάνεις; Ανοίγεις το “Φατσοβιβλίο” και πέφτεις πάνω στην ανάρτηση ενός γνωστού σου προσώπου. Που μάλιστα έχει ρίζεις από το …δεύτερο χωριό σου στη Νάξο, το Γλινάδο. Χωρίς δεύτερη σκέψη απλά το “αρπάζεις”. Ζητάς εκ των υστέρων “συγνώμη” που δεν ρώτησες και προχωράς στην ανάρτηση…
Πισω λοιπόν στον χρόνο. Πάμε στο Γλινάδο της Νάξου. Στα Λειβάδια. Και με την αρωγή του Γιάννη Δημητροκάλλη – μηχανικού, πολιτικού, συγγραφέα – έχουμε τη δυνατότητα να μας τα ψάλλουμε… Και όπως μας λέει και ο ίδιος “Είναι κάλαντα πρωτοχρονιάς του Γλυνάδου, ιστορημένα από τον Πάππο μου, Γιάννη της Λιανής το 1958 (συνοδεία και φωτό πάνω στο γαϊδούρι… Α τα παιδάκια είναι από την σελίδα Φωτογραφίες Μνήμης Παράδοσης όπου ταξιδεύουμε στο παρελθόν…
“Παραμονή πρωτοχρονιάς, μα δεν άκουσα να μου λένε τα Κάλαντα. Κάποια στιγμή άρχισα να τα ψιθυρίζω μόνος μου και μετά από αρκετούς στοίχους, έψσξα και βρήκα τα υπόλοιπα στο Αρχείο μου. και τα διάβασα. με πήγαν σε μια άλλη ωραία εποχή, με άλλες αξίες, Τα δημοσιεύω, μήπως και κάποιοι άλλοι θελήσουν να τα συμπεριλάβουν στην εορταστική τους ατμόσφαιρα.
Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά, ψηλή, λιγνή μου λεμονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, Εκκλησιά αγίων θρόνος.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
στη Γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε,
από την Καισαρεία, συ σ΄αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι δες και με το παλληκάρι.
Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα του την έγραφε
και το χαρτί ωμίλιε, άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και δεν μας καταδέχεσαι
κι αμπόθε κατεβαίνεις και δεν μας σε συντυχαίνεις.
Από της Μάνας μου έρχομαι, μα γω σας καταδέχομαι
και στο σχολειό μου πάω, δώστε μου κάτι να φάω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε τον πόνο σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Μα γω γράμματα μάθαινα και να σας πως τι πάθαινα,
τραγούδια δεν ηξεύρω, ν’ άρθω τζόγια μου να σ΄εύρω.
Αν είν’ και ξέρεις γράμματα, που ’ν του Θεού τα πράγματα
πες μας την άλφα βήτα νάχης τον θεό βοήθεια.
Και το ραβδί τα’ ακούμπησε, μα δε μας ετραγούδησε,
να πει την άλφα βήτα ωσάν άγιος που ήταν.
Χλωρό ραβδί, ξερό σκαμνί, άσπρο σταφύλι ροζακί
χλωρά βλαστάρια ‘πέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω στα βλαστάρια της και στα περικλωνάρια της,
πέρδικες κελαηδούσαν, τζόγια μου και σε ξυπνούσαν.
Οι πέρδικες κατέβαιναν και πίναν και ανέβαιναν,
βρυσούλες αναβλύζαν και τις καρυδιές ποτίζαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες, γαρουφαλλιές βενέτικες,
ήταν και τρυγονάκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Κατέβηκεν η πέρδικα, που περπατεί λεβέντικα,
να βρέξει τα φτερά της και τα νυχοπόδαρά της.
Κι έβρεξε τον Αφέντη μας, τον μπέη τον λεβέντη μας,
τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.
Αφέντη μου στο σπίτι σου χρυσή κανδήλα ανάβει.
Φέγγει στους ξένους να δειπνούν, στους φίλους να πλαγιάζουν.
Φέγγει σε σένα αφέντη μου, να πέφτεις να λογάσαι,
φέγγει και στην κυρούλα σου να στρώνει να κοιμάσαι.
Μα σένα Αφέντη πρέπει σου καριόλα να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι να μην κρυολογάσαι.
Και πάλ’ Αφέντη πρέπει σου, καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς την μέση σου, την μαργαριταρένια.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου δαμασκηνό τραπέζι.
Όταν ανθεί η δαμασκηνιά, ν’ ανθεί και το τραπέζι.
Και πάλι Αφέντη μου πρέπει σου, να τρως κουλούρι αφράτο
και στον αφρό του κουλουριού να γεύεσαι σαλάτο.
Να σπέρνεις στάρι δώδεκα, κριθάρι δέκα έξι,
να σπέρνεις κι αραβόσιτο κάπου σαρανταέξι.
Και πάλι Αφέντη πρέπει σου, σε θρόνο να καθίζεις,
με τόνα χέρι να μετράς, με τα’ άλλο να δανείζεις.
Μα πάλι Αφέντη πρέπει σου, καράβι ν’ αρματώσεις,
στην Εγγλιτέρα να το πας, φλουριά να το φορτώσεις.
Στην πλώρη ναν το μάλαμα, στην πρύμη το λογάρι,
και τα σκοινιά και τα κουπιά, όλο μαργαριτάρι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου, σαν θάβγεις στο σεργιάνι,
να στρώνεται στο δρόμο σου κάθε λογής φυντάνι.
Πέντε να σέρνουν τ΄ άλογα και δυό το χαλινάρι
και οι ρέστοι να περικυκλούν Αφέντη καβαλάρη.
Αφέντη αφεντολέβεντε, πέντε βολές αφέντη,
πέντε βολές πραματευτή και δέκα στρατιώτη.
Μα σέν΄ Αφέντη πρέπει σου το σίδερο κοντάρι,
πούχεις τα μπράτσα δυνατά κι είσαι και παλληκάρι.
Έχεις Αφέντη και σπαθί, πώχει σταυρό στη μέση,
και το φορείς καμαρωτός, στη λυγερή σου μέση.
Στη μέση έχει το σταυρό, μπροστά την Παναγία
κι απάνω στο χερόπιασμα έχει τον Άη Γιάννη.
Άη μου Γιάννη αμπούθα τον, Σταυρέ ξεμίσευέ τον
και συ κυρά μου Παναγιά σκέπη και φύλαγέ τον.
Πολλά ΄παμε τ΄ Αφέντη μας, του Μπέη του λεβέντη μας,
μόνου να ζει και νάναι.
Να χαίρεται την σύζυγο κι όλα του τα παιδάκια,
να τα παντρέψει με χαρά και με πολλά ΄γγονάκια.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσει
κι από τους εκατό και κει ν’ αρχίσει να γεράσει.
Ας πούμε και τς΄ Αφέντρας μας, της λυγερής κι ωραίας μας,
ένα καλό τραγούδι.
Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
που την δική σου ευμορφιά, αλλού δεν ματαείδαν.
Όταν σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβει
και σου ‘δωσε την ευμορφιά και πάλι μετανέβει.
Έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθια
και του κοράκου τα φτερά έχεις καμαροφρύδια.
Κυρά καμπάνα φράγκικη, φράγκικο σημαντήρι,
όπου σημαίνει στην Φραγκιά κι ακούεται στην Πόλη.
Κυρά μαρμαροτράχηλη και κατσαρομαλλούσα,
όταν σ΄ εγέννα η μάννα σου, τα δέντρα όλ’ ανθούσαν.
Τα δέντρ΄ ανθούσαν κάπαρι και τα βουνά πιπέρι,
κι’ οι δυο σας γεννηθήκατε, για να γενήτε ταίρι.
Κυρά που σε ζωγράφισε μεγάλην άδειαν είχε.
Τον ουρανό έβαλε χαρτί, την θάλασσα μελάνι.
Τα γοργοδακτυλάκια σου πέννα και καλαμάρι
κι έκατσε και ζωγράφισε τα νόστιμα σου κάλλη.
Κι έκαμε μάτια ολόμαυρα, μαύρα σαν το καΐλι
κι έκαμε χείλη κόκκινα, φτενά σαν το ποτήρι.
Κι έκανε γοργοδάχτυλα, χυτά σαν το κοντύλι
κι έκανε ποδοστράγαλο, να μοιάζει των αγγέλων.
Εσύ ‘σαι τα’ άνθος των ανθών και του βαλσάμου ρίζα,
εσύ ‘σαι ανθός της λεμονιάς και δάφνη με τα φύλλα.
Όταν σειστείς και λυγιστείς και πας στην Εκκλησιά σου,
οι δρόμοι ρόδα στρώνονται, απ’ την περπατησιά σου.
Και πάλι σαν θα στολιστείς και πας στην Εκκλησιά σου,
χρυσή κανδήλ’ ανάβουνε, μπροστά στην αφεντιά σου.
Και πάλι σα θα στολιστείς και πας στην Εκκλησιά σου,
εσύ ‘σαι η γαρουφαλλιά κι οι άλλες τα κλωνιά σου.
Πολλά ΄παμε τς΄αφέντρας μας
μόνο να ζει και νάναι.
Να χαιρέται τον σύζυγο κι όλα της τα παιδάκια
να τα παντρέψει με χαρά και με πολλά ΄γγονάκια.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσει
κι από τους εκατό κι εκεί, ν΄ αρχίσει να γεράσει.
Άς πούμε και της κόρης σας ένα καλό τραγούδι.
Όταν την γέννα η Μάννα της όλα τα δέντρα ανθούσαν
και τα πουλάκια στις φωλιές εγλυκοκελαδούσαν.
Εδώ είναι νια κι ακριβονιά και ακριβαναθρεμμένη,
την έχει ο Αφέντης μοναχή κι η μάνα χαϊδεμένη.
Την λούζουν, την χτενίζουνε και στο σχολειό την στέλνουν,
να μάθει γράμματα πολλά, με την ψυχή τους θέλουν.
Ο δάσκαλος της έδωσε κεράκι και χαρτάκι
κι έσταξε το κεράκι της και λέρωσε το γράμμα.
Βρίζουν την τα διακόπουλα, με μόσχο τηνε δέρνουν,
δέρνει την κι η δασκάλισσα την μοσχαναθρεμμένη.
Μα αυτή ΄ναι κόρη εύμορφη, όπου δεν έχει ταίρι,
ούτε στην πόλη βρίσκεται, ούτε στην οικουμένη.
Γυαλίζει τα μαλλάκια της, τα κάνει πλεξουδάκια,
τρελλαίνονται όλα τα παιδιά κι όλα τα τζοβενάκια.
Την κόρη σου την ώμορφη, πραματευτής την θέλει.
Κι’ αν είναι και πραματευτής, πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και την κοπελιά, μ’ όλα της τα παλάτια.
Πολλά είπαμε της κόρης σας, μόνου να ζει και νάναι.
Ας πούμε και του γιόκα σας, ένα καλό τραγούδι.
Εδώ ‘ναι νιός ακριβονιός και ακριβαναθρεμμένος,
τον έχει η Μάννα μοναχό κι ο Αφέντης χαϊδεμένο.
Λούζουν τον, τον χτενίζουνε και στο σχολιό τον στέλνουν.
Κι ο δάσκαλος του έδωσε κεράκι και χαρτάκι.
Κι έσταξε το κεράκι του και λέρωσε το γράμμα
κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ΄ ένα κλαδάκι μόσχο.
Βρίζουν τον τα διακόπουλα, τον μοσχοαναθρεμμένο,
πούχει τις κάλτσες τις καλές τις χρυσοκεντημένες.
Του τις χρυσοκεντούσανε οι τρεις βασιλοπούλες,
που ’ταν στον κόσμο ξακουστές και περίσσεια παινεμένες.
Η μιά έβαλε τον πόθο της κι άλλη την καρδιά της
κι η τρίτη η μικρότερη κι απ’ όλες ωμορφότερη,
βάζει την ωμορφιά της.
Η μια της άλλης έλεγε κι η μια της άλλης λέγει.
Ελάτε να του πάρωμε σπαθί και δαχτυλίδι,
το δακτυλίδι να φορεί και το σπαθί να παίζει.
Το δακτυλίδι φόρεσε καβάλα στ΄ άλογό του
και το σπαθί του παίζοντας, στους κάμπους πέρα τρέχει.
Στους κάμπους πιάνει τους λαγούς, στα δάση τα περδίκια
και μες΄τα στριφνολάγκαδα πιάνει τρία ελάφια.
Το ‘να πάει στην Μάννα του και τ’’ άλλο τσ’ αδερφής του.
Το τρίτο το καλύτερο, της αγαπητικιάς του.
Κι από το χέρι την κρατά, στην κάμαρα την πάει.
Κάθε σκαλί την ερωτά, κάθε σκαλί της λέει.
Κυρά μου νάσαι φρόνιμη, νάσαι και διαμαντούσα.
Σαν θέλεις να ‘μαι φρόνιμη, να ‘μαι και διαμαντούσα,
σύρε κατέβα στην Φραγκιά, κάτω στην Βαβυλώνα.
Κι αγόρασε για σε σπαθί, σπαθί μαλαματένιο
κι αγόρασε κι εμέ ψηλό, κάπελο βελουδένιο.
Σύρε κι έβγα στον πόλεμο και να ‘σαι αντρειωμένος,
για να ‘σαι μέσα στην Φραγκιά, ο πρώτος παινεμένος.
Χρόνους πολλούς χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι,
σωματικώς και ψυχικώς να είστε ευτυχισμένοι.
Κι αν καλομαγειρέψατε δώστε και μας λιγάκι
κι απ’ το κρασί σας το γλυκό να πιούμε μια γεμάτη.
Και λύστε το μπουκάκι σας το καναβοδεμένο
πληρώσετε το κόπο μας τον κακονυχτισμένο.
Αν είστε από τους πλούσιους φλουριά μην λυπηθείτε
κι αν είστε από τους φτωχούς τάλληρο ή δραχμίτσες
και αν είστε από τους άπορους ένα ζευγάρι κότες
για να πάμε σ’ άλλες πόρτες. Και εις έτη πολλά
Επιλεγμένοι στίχοι
Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά, ψηλή, λιγνή μου λεμονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, Εκκλησιά αγίων θρόνος.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
στη Γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε,
από την Καισαρεία, συ σ΄αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι δες και με το παλληκάρι
……………………………………
Κατέβηκεν η πέρδικα, που περπατεί λεβέντικα,
να βρέξει τα φτερά της και τα νυχοπόδαρά της.
Κι έβρεξε τον Αφέντη μας, τον μπέη τον λεβέντη μας,
τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.
Αφέντη μου στο σπίτι σου χρυσή κανδήλα ανάβει.
Φέγγει στους ξένους να δειπνούν, στους φίλους να πλαγιάζουν.
……………………………………………………………
Ας πούμε και τσ’ Αφέντρας μας, της λυγερής κι ωραίας μας,
ένα καλό τραγούδι.
Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
που την δική σου ευμορφιά, αλλού δεν ματαείδαν.
Όταν σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβει
και σου ‘δωσε την ευμορφιά και πάλι μετανέβει.
Έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθια
και του κοράκου τα φτερά έχεις καμαροφρύδια.
Κυρά καμπάνα φράγκικη, φράγκικο σημαντήρι,
όπου σημαίνει στην Φραγκιά κι ακούεται στην Πόλη.
Κυρά μαρμαροτράχηλη και κατσαρομαλλούσα,
όταν σ΄ εγέννα η μάννα σου, τα δέντρα όλ’ ανθούσαν.
Τα δέντρ΄ ανθούσαν κάπαρι και τα βουνά πιπέρι,
κι’ οι δυο σας γεννηθήκατε, για να γενήτε ταίρι.
Κυρά που σε ζωγράφισε μεγάλην άδειαν είχε.
Τον ουρανό έβαλε χαρτί, την θάλασσα μελάνι.
Τα γοργοδακτυλάκια σου πέννα και καλαμάρι
κι έκατσε και ζωγράφισε τα νόστιμα σου κάλλη.
Κι έκαμε μάτια ολόμαυρα, μαύρα σαν το καΐλι
κι έκαμε χείλη κόκκινα, φτενά σαν το ποτήρι.
Κι έκανε γοργοδάχτυλα, χυτά σαν το κοντύλι
κι έκανε ποδοστράγαλο, να μοιάζει των αγγέλων.
Εσύ ‘σαι τα’ άνθος των ανθών και του βαλσάμου ρίζα,
εσύ ‘σαι ανθός της λεμονιάς και δάφνη με τα φύλλα.
Όταν σειστείς και λυγιστείς και πας στην Εκκλησιά σου,
οι δρόμοι ρόδα στρώνονται, απ’ την περπατησιά σου.
Και πάλι σαν θα στολιστείς και πας στην Εκκλησιά σου,
χρυσή κανδήλ’ ανάβουνε, μπροστά στην αφεντιά σου.
Και πάλι σα θα στολιστείς και πας στην Εκκλησιά σου,
εσύ ‘σαι η γαρουφαλλιά κι οι άλλες τα κλωνιά σου.
Πολλά ΄παμε τα’ ΄αφέντρας μας
μόνο να ζει και νάναι.
Να χαίρεται τον σύζυγο κι όλα της τα παιδάκια
να τα παντρέψει με χαρά και με πολλά ΄γγονάκια.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσει
κι από τους εκατό κι εκεί, ν’ αρχίσει να γεράσει”.