Ένα πανάρχαιο έθιμο είναι η γιορτή της Πληθερής στο Φιλώτι και φαίνεται καθαρά πως έχει την προέλευση της, από ιδιότητες που είχαν προχριστιανικές κοινότητες. Στην Καππαδοκία ο Θεός «Μας» έβοσκε κοπάδια και μοίραζε συνέχεια γάλα, τυρί και κρέας στους φτωχούς. Από παλιές δοξασίες, που ήταν τα απομεινάρια στα διάφορα πανηγύρια, στη Μυτιλήνη κι αλλού σφάζανε μοσχάρια κι άλλα ζώα, τα μαγειρεύανε και μοίραζαν το φαί στον κόσμο.
Κείμενο του Εμμανουήλ Ιακώβου Ψαρρά (*)
Δεν έχω όμως ακούσει να γίνεται πουθενά, αυτό που γίνεται στη Νάξο, με το μοίρασμα της Πληθερής (την ημέρα της Αναλήψεως) των γαλακτερών της μάντρας, για το πλήθεμα των ζωντανών και της παραγωγής τους. Οι μάντρες με τους βοσκούς, τα κοπάδια με τους πολλούς χρωματισμούς, τα κουδούνια και το βέλασμα από τη μια, η γιορτή της Πληθερής με το μαζωμένο παιδομάνι από την άλλη, όλα αυτά έχουν αφησμένα στην παιδική μου ψυχή αξέχαστες αναμνήσεις.
Την μέρα αυτή όλες οι μάντρες γιορτάζανε, αλλά και το χωριό μας ολόκληρο τη γιόρταζε ξεχωριστά, αφού οι περισσότεροι χωριανοί καταγινότανε με την κτηνοτροφία. Στους 100 οι 70 χωριανοί ήτανε γεωργοποιμένες, οι υπόλοιποι 15 αποκλειστικά μοναχά γεωργοί και οι άλλοι 15 είχανε τ’ άλλα επαγγέλματα (του αγωγιάτη, του εμπορευόμενου, του χτίστη, του σιδερά, του μεροκαματιάρη κλπ.). Γενικά όμως όλοι οι χωριανοί μας και περισσότερο αυτοί που δεν ήτανε βοσκοί είχαν στο σπίτι τους τα οικόσιτα ζωντανά (τα λεγόμενα κριβίτσικα ή μπρουζίνικα) από δυο – τρία μέχρι είκοσι κεφάλια καμιά φορά, όλα εκλεκτής ράτσας. Πολλές φορές τα οικόσιτα ζωντανά του χωριού λέγανε πως ξεπερνούσαν τις 3χιλιάδες.
Την εποχή εκείνη, όταν ο κάθε γεροξωμάχος από γεράματα έδινε παραίτηση από τις σκληρές δουλειές της εξοχής και παρέμενε μόνιμα στο χωριό, κάθε πρωί έβγαζε στη βόσκα (στην κοντινή ράχη) το μικρό κοπαδάκι που του είχε ετοιμασμένο το σπίτι, εφ’ όσον μπορούσε, αργός δεν έπρεπε να κάθεται. Το κτηνοτροφικό εισόδημα γενικά του χωριού μας, από τυρί, κρέας, μαλλί, δέρμα ήταν από τα σπουδαιότερα, που μαζί με τ’ άλλα γεωργικά λαδιού και κρασιού, ήταν η αιτία που κρατούσαν τον κόσμο σε τούτο τον ξερόβραχο απάνω.
Αλλά είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία η κτηνοτροφία, γιατί ο ακτήμονας τις περισσότερες φορές βοσκός, με μια μάντρα κι ένα μιτάτο ξεροτράχαλο, ρίζωνε στην πλαγιά του βουνού και το μεγαλύτερο κοπάδι, αξιοποιούσε τα πιο άγονα μέρη του νησιού μας, κάνοντας τα με τις κοπριές τους πιο καρπερά.
Της Πληθερής την ημέρα γιόρταζαν βοσκοί και μάντρες γι’ αυτό μοιράζανε στον κόσμο το γάλα που αυτή τη μέρα θ’ αρμέγανε για να τους ευχηθεί: «Να χιλιάσουνε τα ζωντανά τους και να πληθαίνουνε τα διάφορά τους». Οι κεφαλομαντρίτες μοιράζανε ακόμα κι όλο το διάφορο της παραμονής, για να ικανοποιήσουνε όλους που πηγαίνανε στη μάντρα, για να τους τιμήσουνε και τους ευχηθούνε. Άμα αυτά τους φαινότανε λίγα, κόβανε αθότυρα μελίχλωρα, για να φάνε με βλασερό (φρέσκο) ψωμί όσοι κι αν ήτανε στη μάντρα τους. Ο Θεός φυλάξει, να φύγει κανένας, τη μέρα αυτή από τη μάντρα, χωρίς να είναι ευχαριστημένος.
Στις μεγάλες μάντρες πηγαίνανε πάντοτε οι περισσότεροι, στις μικρές και κοντινές, οι πιο δικοί και τα μικρά παιδιά. Στις πολύ μακρινές πηγαίνανε λίγοι, αλλά άξιοι, με καβάλα και μεγάλους τόπους, για να φέρουνε πολύ πράγμα, να μοιράσουνε σε δικούς και στη γειτονιά τους. Οι βοσκοί πιστεύανε πως όποιος δοκιμάσει να κάνει καζάντι (κέρδος) το γάλα αυτής της μέρας, δεν ήταν ούτε χριστιανός ούτε άνθρωπος κι αναφέρανε πολλά παλιά περιστατικά, που σαν βάλανε το διάφορο αυτής της μέρας μέσα στο καζάνι (για να το κάνουν τυρί) απάνω στο βράσιμο γινότανε ένα αίμα ολοκόκκινο.
Στα παραθαλάσσια πάλι, το πρωί της μέρας αυτής τρέχανε τα παιδιά κι έφερναν στο σπίτι ή το μιτάτο στις εξοχές, μια πέτρα με μαλούπα από τα ρηχά της θάλασσας και την τρύπωναν στον αποκρέβατο με ρυθμικά ξεφωνητά: «Μέσα πέτρα μαλλιαρή, όξω ψύλλοι και κοριοί». Το γάλα της παραμονής το είχαν πήξει ξινόγαλο (γιαούρτι ξινό, το ξύγαλα) και μαζί με το γάλα της ημέρας εκείνης (το γλυκί γάλα όπως το λέγανε) το μοιράζανε σε δικούς και ξένους, στα ίσια. Ένας βοσκός που έκοβε το μάτι του, εξέταζε τα δοχεία που κρατούσε ο καθένας μας (πήλινα με ανοιχτό στόμα ήταν για το ξινόγαλο και πήλινα με στενό στόμα «τα κουρκουνιδάκια» για το γλυκί γάλα) ανάλογα μ’ αυτά και το πλήθος που περίμενε για να πάρει, κανόνιζαν το μέτρο της διανομής.
Σαν φτάναμε εκεί παρέες- παρέες, οι μιτάτοι κι οι μάντρες ήταν μέσα έξω φρεσκοσαρωμένα και καταβρεγμένα για τη σκόνη, με τις μεγάλες φουντωτές καλλονιές, φερμένες από το βουνό. Οι βοσκοί με τα σκολιανά τους, καθαροί φρεσκοκουρεμένοι και ξυρισμένοι περίμεναν τους ανθρώπου που θα τους τιμούσαν, να πάνε στη μάντρα τους, για να τους ευχηθούν. Αυτό το θεωρούσαν μια εκδήλωση φιλίας κι εκτίμησης, που πάντα είχε την ανταπόδοσή της.
Οι περισσότεροι που πηγαίναμε στις κοντινές μάντρες, ήτανε παιδιά, οι μεγάλοι ήταν λίγοι, γιατί σαν αποφασίζανε να πάνε σε μάντρα, θα πηγαίνανε στα μακρινά μαντροκαθίσα. Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω πως περιμέναμε, εμείς τα παιδιά, τη μέρα αυτή, που θα πηγαίναμε στη μάντρα κι ο κόσμος τη λογάριαζε σαν την πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Από την παραμονή με τις μανάδες μας κάναμε όλη την ετοιμασία, έπρεπε να βρεθούν κατάλληλα πήλινα και το καλάθι που στερεωμένα θα τα χωρούσε όλα μέσα. Ετοιμάζαμε τα δώρα μας για τους βοσκούς, που συνήθως ήταν σαρδέλες παστές, ένα φλασκί κρασί, καπνό ή τσιγάρα, άσπρα κορόμηλα κ.α.
Ακόμη κανονίζαμε με τα φιλικά παιδιά της γειτονιάς, ποιοι θα πηγαίναμε παρέα, τη μάντρα που θα πηγαίναμε και την ώρα που θα ξεκινούσε για να μη μας φάει η ζέστη. Σαν φτάναμε οι βοσκοί μας καλοδεχότανε, παίρνοντας τα δώρα και τις ευχές μας, μετά μας βάζανε να καθίσουμε σε καθαρό και σκιερό μέρος και λίγο απόμερα, για να μην τους εμποδίζουμε στη δουλειά τους (το άρμεγμα που σε λίγο θα άρχιζε). Σε λίγο θα άρχιζε και η σειρά της διανομής, ένας ένας πήγαινε κοντά, με το καλάθι του, έπαιρνε το μερδικό του, ξαναδίνοντας τις ευχές του, μα το καλάθι το παραλάβαινε ένας βοσκός, για να στερεώσει καλά με χόρτα τα περιεχόμενα δοχεία, για να μην κουνάνε και τα σπάσουμε στο δρόμο.
Τις ίδιες ευχές που δίναμε στο βοσκό, λέγαμε και στο νονό, όταν μετά τη βάφτιση μας μοίραζε τις πενταροδεκάρες: «Να τα χιλιάσεις» όχι βέβαια τα κατσικοπρόβατα, αλλά τα βαφτιστήρια. Όσοι θέλανε μετά το μοίρασμα, κάθιζαν στο τραπέζι που ετοιμάζανε οι βοσκοί για να φάνε γάλα ή ξινόγαλο με μαδημένο ψωμί μέσα, με τα κεράτινα κουτάλια της μάντρας.
Ποτέ δεν έπρεπε να φάμε από τα δώρα που ήταν πηγαιμένα (αυτό μας το έλεγαν πάντα από το σπίτι μας, σαν πηγαίναμε δώρο κάπου) για να μην πάθουμε το μοσκαριλίκι του Χατζηλιά, που πήγε το δώρο του σε ένα σπίτι (σαν υποψήφιος γαμπρός) κι κάθισε και το έφαγε όλο αλλά γι’ αυτό τον διώξανε. Όσοι δεν καθότανε στο τραπέζι, παίρνανε ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ντάκο φρέσκο αθότυρο στο χέρι και τρώγονταας το ψωμοτύρι, παίρνανε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, που τους περιμένανε για να πάνε το γάλα.
Οι νοικοκυρές από την παραμονή της Πληθερής, πήγαιναν στο χερόμυλο καμιάς γειτόνισσας κι κόβανε σιτάρι (το χοντρό). Τον έβαζαν κι έβραζε από νωρίς, περιμένοντας το γάλα που θα ερχότανε κατά το μεσημέρι, τότε το έριχναν μέσα λίγο λίγο ανεκατέβοντάς το για ν’ αραιώσει κι έπαιρνε μια βράση ακόμα. Σε λίγο η σούβλη, όπως λέγαμε το καλοβρασμένο κομμένο σιτάρι, ανεκατωμένη με το γάλα (το απαραίτητο έθιμο της Πληθερής) ήταν έτοιμη, με μια βαθειά κουτάλα γέμιζε η νοικοκυρά τα πήλινα σκουτέλια, που ήταν στην αράδα, σα να ήτανε ρυζόγαλο. Αφού κρύωνε, έπηζε κι έκανε κρούστα, ήταν έτοιμο για φάγωμα, απ’ αυτή έπρεπε να φάνε όλοι, για το καλό της μέρας κι άμα καμιά γριά γειτόνισσα ξέραμε πως δεν έκανε σούβλη, της δίναμε το σκουτελικό της, να φάει κι αυτή για να μη βαρυγκομήσει.
Σ’ όλα τα νησιά μας είχανε την ιστορία τους η σούβλη, το αραντό (σούπα με αλεύρι) και η κατσόγρια. Όλοι έπρεπε μα φάνε στο σπίτι τους, την μέρα εκείνη, τη σούβλη της Πληθερής με το γάλα…
(*) Κείμενο που δημοσιεύτηκε στη σελίδα των social media με τίτλο “Παλιό Φιλώτι” και με την ευκαιρία της εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου