Ο Δημήτρης Αναγνώστου και η Μαίρη Μανέλη αφηγούνται στιγμές της κοινής τους πορείας, από μια αθηναϊκή σχολή χορού στη Νάξο – Δημήτρης ” με εκνευρίζει η αναβλητικότητά της” – Μαρία “Γράφει τις υποχρεώσεις μας, βάζει προτεραιότητες. Εγώ χάνομαι”.
«Με στηρίζει σε όλες τις προσπάθειές μου και συμμερίζεται τα όνειρά μου. Από την άλλη, αυτό που με εκνευρίζει σε εκείνην είναι η αναβλητικότητά της» Ποιος το λέει; Ο Δημήτρης Αναγνώστου και αναφέρεται στη γυναίκα της ζωής του, την σύζυγό του Μαρία Μανέλη… Πως απαντάει η Μαρία; «Γράφει τις υποχρεώσεις μας, βάζει προτεραιότητες. Εγώ χάνομαι. Από τις πέντε δουλειές που έχω να κάνω, θα κάνω πρώτα αυτήν που μου έχει ζητήσει ένας φίλος»… .Που τα λένε; Μα στο περιοδικό δρόμου – Σχεδία και στην Μαρία Παπαδοδημητράκη… Εμείς στη Νάξο, τους γνωρίσαμε ως Street LatinMagic, τους είδαμε να χορεύουν και τώρα μαθαίνουμε μικρά και μεγάλα μυστικά τους. Όπως το πώς γνωρίστηκαν, την καθημερινότητά τους, τη πρόταση γάμου, τα «θέλω τους» και τα όνειρά τους…
Απολαύστε τους…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Με τη Μαίρη γνωριστήκαμε το 2012 σε μια σχολή χορού. Εγώ δίδασκα σάλσα και εκείνη παρακολουθούσε ένα μάθημα μετά το δικό μου. Την περίοδο εκείνη δεν κάναμε παρέα, όχι μόνο γιατί ήταν μαθήτρια της σχολής αλλά και γιατί πίστευα ότι είχε σχέση με έναν άλλο μαθητή, τον Αλέξη. Είχαμε, λοιπόν, βρεθεί ελάχιστες φορές και αυτές πάντα στο πλαίσιο του χορού και των δραστηριοτήτων της σχολής. Η τυπική αυτή επικοινωνία κράτησε ένα χρόνο. Στη συνέχεια χαθήκαμε για περίπου δύο χρόνια. Ωστόσο, το 2014, το έφερε η τύχη και βρεθήκαμε ξανά στα εγκαίνια μιας άλλης σχολής χορού, η οποία ανήκε σε μια φίλη της Μαίρης και συνεργάτιδά μου. Θυμάμαι ακόμα την αστεία στιχομυθία που εκτυλίχθηκε ανάμεσά μας: «Τι κάνει το αγόρι σου;» «Ποιο αγόρι μου;» «Ο Αλέξης», «Ο Αλέξης δεν είναι το αγόρι μου, είναι ο ξάδερφός μου», «Τι λες τώρα; Έχασα δύο χρόνια από τη ζωή μου τζάμπα; Τι κάνεις αύριο βράδυ;»
Από εκείνη τη συνάντηση μεσολάβησαν μόλις 15 ημέρες μέχρι να γίνουμε ζευγάρι. Η πρώτη εικόνα που είχα για τη Μαίρη ήταν ότι πρόκειται για μια όμορφη κοπέλα, που της αρέσει ο χορός. Δεν ήξερα τίποτα παραπάνω, γιατί δεν είχαμε κάτσει ποτέ να συζητήσουμε. Aπό το πρώτο κιόλας ραντεβού, κατάλαβα ότι η Μαίρη μού αρέσει πραγματικά και ότι θέλω να είμαι μαζί της. Τώρα είμαστε μαζί πέντε χρόνια και τα τέσσερα από αυτά παντρεμένοι. Τη θαυμάζω για την ευστροφία της, την αίσθηση του χιούμορ της, την αισθητική της και το ταλέντο που έχει στη δουλειά της. Τη θαυμάζω περισσότερο, όμως, για την υπομονή της σε σχέση με εμένα και τις επαγγελματικές μου δραστηριότητες. Με στηρίζει σε όλες τις προσπάθειές μου και συμμερίζεται τα όνειρά μου. Από την άλλη, αυτό που με εκνευρίζει σε εκείνην είναι η αναβλητικότητά της. Αυτό το «ναι, ναι, θα το κάνω» και μετά από 30 δευτερόλεπτα το έχει ξεχάσει.
Αυτό είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της που με εκνευρίζει: η μνήμη χρυσόψαρου που έχει. Αν είναι να κάνει μια δουλειά για την οποία δεν τρελαίνεται, πρέπει να την κυνηγάω για να την κάνει. Αυτό, βέβαια, στην περίπτωση που δεν μπορώ να την κάνω μόνος μου. Διαφορετικά την κάνω εγώ, για να τελειώνουμε. Στο επαγγελματικό κομμάτι (έχουμε μαζί ένα διαφημιστικό γραφείο), αυτό δημιουργεί μικροπροβλήματα, αλλά αντισταθμίζονται από τη δημιουργικότητα και την καλαισθησία της, που μας βοηθούν να εξελιχθούμε. Από την Αθήνα φύγαμε για να φτιάξουμε τη ζωή μας. Δούλευα για πολλά χρόνια σε μεγάλες εταιρείες τηλεπικοινωνίας, μακριά από το σπίτι μου και πολλές ώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξοδεύω πολύ χρόνο στο δρόμο και το γραφείο. Παρά το γεγονός ότι η δουλειά μου μού άρεσε και ήταν αυτό που είχα σπουδάσει, θεώρησα ότι δεν μου άφηνε περιθώρια για προσωπική ζωή. Οι απολαβές, αν και καλές, δεν κάλυπταν το κενό αυτό.
Από καιρό ήθελα να φύγω από την Αθήνα, αλλά προσωπικές υποχρεώσεις δεν μου το επέτρεπαν και, επιπλέον, δεν είχε βρεθεί το κατάλληλο έδαφος και η αφορμή για να αφήσω μια στρωμένη ζωή και να πάω κάπου αλλού. Η Νάξος προέκυψε μια περίοδο που ο χορός ήταν η μόνη επαγγελματική μου ενασχόληση. Μου ζητήθηκε να κάνω μερικά σεμινάρια στο νησί, και έτσι ξεκίνησα να το επισκέπτομαι μία φορά ανά τρεις εβδομάδες. Αυτό κράτησε περίπου τρία χρόνια. Μάλιστα, τον τελευταίο χρόνο, πήγαινα μαζί με τη Μαίρη. Τότε γεννήθηκε και η ιδέα να μεταφέρουμε εκεί το γραφείο μας. Στον επαγγελματικό τομέα τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα στο νησί και η Μαίρη, που έχει σπουδάσει στην Άμφισσα, ήταν ήδη εξοικειωμένη και χαρούμενη με τον τρόπο ζωής της επαρχίας. Έτσι, δεν είχε αντίρρηση στο να κάνουμε το μεγάλο βήμα. Κανείς από τους δυο μας δεν δυσκολεύτηκε στην προσαρμογή. Φύγαμε από την τρέλα και τη μιζέρια της Αθήνας και πήγαμε σε ένα μέρος όπου πραγματικά ζούμε. Δεν υπάρχει κάτι που να μας λείπει, πέρα από τους δικούς μας ανθρώπους. Αν κάτι θα ήθελα για τη Μαίρη, είναι να καταφέρουμε να κάνουμε μαζί τα ταξίδια που είχα κάνει στον κόσμο πριν τη γνωρίσω. Τα ταξίδια αυτά μού άνοιξαν τους ορίζοντες, κοινωνικούς και πολιτιστικούς.
ΜΑΙΡΗ: Όταν γνώρισα τον Δημήτρη, ήμουν μαθήτρια σε μια σχολή χορού. Στην αρχή της επιφανειακής αυτής γνωριμίας, δεν τον συμπαθούσα ιδιαίτερα. Ήταν αυστηρός με τους μαθητές, και αυτό δεν μου άρεσε. Σκεφτόμουν ότι ο κόσμος πηγαίνει εκεί για να χαλαρώσει και να μάθει χορό και όχι για να έχει έναν ακόμα μπελά στο κεφάλι του. Άλλαξα γνώμη λίγο καιρό αργότερα, όταν σε κάποιες από τις εκδηλώσεις της σχολής, είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω και τον είδα πιο χαλαρό. Την περίοδο της γνωριμίας μας, δούλευα πάρα πολλές ώρες σε μία εταιρεία πληροφορικής. Είχα αγανακτήσει και σκεφτόμουν να παραιτηθώ και να φύγω για Αγγλία, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί ο αδερφός μου. Ένα μήνα μετά τη γνωριμία μου με τον Δημήτρη, τελικά παραιτήθηκα, αλλά Αγγλία δεν πήγα.
Τώρα λέω πάλι καλά, όχι μόνο γιατί η δουλειά πάει εξαιρετικά αλλά και γιατί θα έχανα όλα όσα έχω καταφέρει μέχρι τώρα. Ενάμιση χρόνο μετά τη γνωριμία μας και οκτώ μήνες μετά το γάμο μας, εγκατασταθήκαμε στη Νάξο. Το είδαμε σαν περιπέτεια. Σκεφτήκαμε: «Πάμε και αν μας βγει, βγήκε. Αν όχι, γυρνάμε πίσω». Τελικά, κάναμε γνωριμίες, βρήκαμε φίλους, συνεργάτες, πήραμε το ΕΣΠΑ και μετά απλώς δεν υπήρχε γυρισμός. Και εγώ και ο Δημήτρης κερδίσαμε την ηρεμία μας με την αλλαγή αυτή. Το μόνο που μου λείπει είναι το νοσοκομείο, όχι για μένα, αλλά για τα παιδιά μας. Τι θα κάνουμε αν συμβεί κάτι; Έρχεται ελικόπτερο, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να μπαίνεις στο αυτοκίνητο και να πετάγεσαι στο Παίδων.
Ο Δημήτρης με κάνει να νιώθω σιγουριά. Όταν είναι μακριά, νιώθω μεγάλη ανασφάλεια. Επίσης, το ότι είναι οργανωτικός με βοηθάει πολύ, ιδιαίτερα στη δουλειά. Γράφει τις υποχρεώσεις μας, βάζει προτεραιότητες. Εγώ χάνομαι. Από τις πέντε δουλειές που έχω να κάνω, θα κάνω πρώτα αυτήν που μου έχει ζητήσει ένας φίλος, και ας μην επείγει. Από τις υπόλοιπες, τις μισές θα τις ξεχάσω.
Ωστόσο, είναι ωραίο που διαφέρουμε, γιατί υπάρχει μια ισορροπία και τραβάμε ο ένας τον άλλο μπροστά. Αν κάτι δεν μπορώ ακόμα να συνηθίσω στον Δημήτρη είναι το πόσο εύκολα εκνευρίζεται, όχι με μένα αλλά με τους γύρω του. Υψώνει εύκολα τον τόνο της φωνής του και δεν το καταλαβαίνει. Αυτό με κάνει να νιώθω άβολα, γιατί οι άλλοι δεν τον ξέρουν, ούτε γνωρίζουν πόσο εύκολα ηρεμεί. Υπάρχει, ωστόσο, και ένα ακόμα στοιχείο της προσωπικότητάς του που με ενοχλεί, το γεγονός ότι έχει αναπτύξει έναν τρόπο λειτουργίας και σκέψης που, ακόμα και όταν έχει άδικο, με τα λόγια και τον τρόπο του θα στο γυρίσει ώστε να φανεί ότι έχει δίκιο.
Μία από τις στιγμές που μου έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό είναι η πρόταση γάμου που μου έκανε. Ήμασταν για δουλειά στη Νάξο, στο σπίτι της φίλης μας της Μαργαρίτας και τρώγαμε πριν πάμε στο βραδινό πάρτι της σχολής χορού. Ξαφνικά, χαμηλώνει τα φώτα και το κινητό μου αρχίζει να χτυπάει. Μου ζητάει να το πιάσω και να παίξουμε ένα παιχνίδι. Το ανοίγω και βλέπω φωτογραφίες με γράμματα από ταμπέλες να σχηματίζουν τις λέξεις Marry me («παντρέψου με»). Θέλω η επιβίωση να μην είναι το πρώτο πράγμα στο μυαλό του Δημήτρη. Θέλω να μπορέσει να κάνει πράξη όλα όσα σχεδιάζει (και είναι πολλά) και να χαρεί τη ζωή του μαζί με εμένα και τα παιδιά μας».