Δύο 80ρηδες σήμερα, ο Γιάννης Καρεγλάς και Μανώλης Λιανός γυρίζουν το χρόνο πίσω την τετραετία 41 – 44 όταν ήταν μικρά παιδιά (7-10 ετών) και θυμούνται στιγμές από την Ιταλική και γερμανική κατοχή. Γιατί φοβήθηκαν, γιατί έκλαψαν, στιγμές που έμειναν χαραγμένες για πάντα στο μυαλό τους…
Επιστροφή στο παρελθόν. Πόσο εύκολο είναι αλλά κυρίως πόσα μυστικά μπορεί να φέρει στο φως ή τι πόνο μπορεί να προκαλέσει από τη στιγμή που ωθεί το μυαλό να ανακαλέσει μνήμες ή στιγμές που κάποιοι θέλουν να ξεχάσουν. Με την ευκαιρία της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου ζητήσαμε από δύο ανθρώπους να γυρίσουν πίσω το χρόνο και να ταξιδέψουν και πάλι στην τετραετία 1941 – 44 όταν η Νάξος βρέθηκε υπό Ιταλική (αρχικά) και στη συνέχεια Γερμανική κατοχή. Αμφότεροι 8 ετών τότε, την άνοιξη του 41 όταν οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν για πρώτη φορά στη Νάξο και πήγαν στα χωριά τους. Ο ένας (Μανώλης Λιανός) τους είδε μέσα από τα παράθυρα του δημοτικού σχολείου όταν ήρθαν να επιτάξουν το κτήριο στον κάμπο των Εγγαρών και να το μετατρέψουν σε διοικητήριο της Αστυνομίας. Ο άλλος (Γιάννης Καρεγλάς) ένιωσε το βαρύ χέρι των στρατιωτών όταν ενώ βρίσκονταν στο κτήμα της οικογένειας του ήρθαν και του ζήτησαν να ποτίσουν τα μουλάρια τους. Κινήσεις ακίνδυνες μεν αλλά για ένα επτάχρονο παιδί δύσκολα μπορούν να ξεχαστούν. Αυτό που αμφότεροι θυμούνται εβδομήντα χρόνια μετά ήταν η καθημερινή μάχη για την επιβίωση και ίσως σήμερα να είναι επίκαιρο καθώς θεωρούν ότι το σκηνικό που έχει στηθεί σήμερα ελάχιστα διαφέρει από εκείνη την εποχή. Ίσως η μόνη βασική διαφορά είναι ότι δεν υπάρχουν όπλα…
Φόβος
Ξεκινάμε από το Αγερσανί και τον Γιάννη Καρεγλά, ο οποίος όπως αναφέραμε είδε τους Ιταλούς για πρώτη φορά στο κτήμα του πατέρα του Στέλιου. «Καθόμουν και πρόσεχα το μουλάρι μας που ανέβαζε νερό από το πηγάδι του κτήματος που είχαμε στον Άγιο Προκόπη. Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ήταν πίσω μου δύο στρατιώτες Ιταλοί. Μου είπαν «No piccolo μην φοβάσαι»… Αλλά τρόμαξα. Ζήτησαν να ποτίσουν τα δικά τους μουλάρια και στη συνέχεια έφυγαν. Όταν πήγα στο χωριό έμαθα ότι είχαν έρθει οι Ιταλοί στο νησί και είχαμε κατοχή. Οι ιταλοί δεν έμειναν στο χωριό αλλά στον Άγιο Προκόπη και τον Ορκό που είχαν φυλάκια εκεί. Λίγο αργότερα, είχαν επιτάξει το μουλάρι μας και κανένα από τα μεγαλύτερα αδέλφια μου δεν ήθελε να πάει το μουλάρι στον Ορκό μαζί με τους ιταλούς. Πήγα εγώ. Στη διαδρομή ο Ιταλός που συνόδευε τα μουλάρια του χωριού είχε μπει σε μποστάνια και έκλεβε καρπούζια. Όταν πήγαμε στον Ορκό, μου έδωσαν μία γαλέτα, την έβαλα στο στήθος μου είπαν να μην φοβάμαι αλλά εγώ όπου φύγει φύγει. Γενικά η εικόνα που έχω από τους Ιταλούς είναι ότι ήταν άνθρωποι που αρέσκονταν να κλέβουν ή να καταστρέφουν χωρίς να ενδιαφέρονται για εμάς. Θυμάμαι ότι είχαμε ένα κτήμα στην Στελίδα και το μποστάνι με καρπούζια ήταν άγουρο. Ε μπήκαν μέσα και το κατέστρεψαν όλο».
Θυμάσαι…
Αντίθετα, με τους Γερμανούς δεν είχαν τέτοια προβλήματα. Όταν ήθελαν να πάρουν κάτι από το χωριό το ζητούσαν. Δυστυχία υπήρχε. Όμως, είμαστε σε ένα χωριό (σ.σ. όπως το Γλυνάδο, οι Τρίποδες και το Σαγκρί) όπου υπήρχε η δυνατότητα καλλιέργειας του εδάφους και βέβαια είχαμε και ζώα για να φάμε. Όχι ότι περνούσαμε πλούσια αλλά σίγουρα δεν πεινάσαμε, όπως στα ορεινά. Και μέσα στο χωριό μας είχαμε ανθρώπους που υπέφεραν. Δεν είχαν όλοι κτήματα ή την δυνατότητα παραγωγής. Συγγενείς μας με 11 παιδιά μοιράζονταν ένα ψωμί για μία εβδομάδα. Βοηθούσαμε όπως μπορούσαμε. Στο σπίτι μας είχαμε δύο από τα 11 παιδιά όλη τη διάρκεια της κατοχής. Είχαμε όμως και ανθρώπους που ήταν σκληροί. Θυμάμαι ένα παιδί από τη Κόρωνο είχε έρθει για να βρει δουλειά και φαγητό. Πήρε ένα σακούλι με κουκιά. Το είδε ο τότε Αγροφύλακας του χωριού και τον έσπασε στο ξύλο. Ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Τριάντα χρόνια αργότερα οι δύο άνθρωποι βρέθηκαν στον ίδιο χώρο και το παιδί από τη Κόρωνο τον πλάκωσε στο ξύλο μέσα στη παραλία, στο προαύλιο του Προφήτη Ηλία, πίσω από το ζαχαροπλαστείο του Μαθιάσου και του είπε αφού τον άφησε αιμόφυρτο τον πρώην αγροφύλακα «για τα κουκιά που πλήρωσα με το αίμα μου στην κατοχή»..
Ανταλλαγή
Όμως, θυμάμαι και άλλες στιγμές. Όπως όταν ένας Απερανθίτης που είχε κατέβει στο Σαγκρί και ζητούσε κριθάρι ή πατάτες με αντάλλαγμα δικά του προϊόντα. Δεν του έδωσαν λέγοντας ότι δεν υπήρχε τίποτα και πεινούσαν κι αυτοί. Όμως, ο Απειρανθίτη γνώριζε ότι υπήρχε και πάνω στον πανικό του και την ανάγκη του πήρε μία γελάδα. Την επόμενη ημέρα ο Σαγκριώτης ανέβηκε στα ορεινά και έφτασε στο σημείο να προσφέρει 150 κιλά κριθάρι ή πατάτες για να πάρει πίσω την Αγελάδα. Και τότε του είπε ο …κλέφτης «χθες δεν είχες ένα κιλό πατάτες που σου ζήτησα και σήμερα έχεις 150 κιλά;» πως λέει η παροιμία; «Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο»… Όπως μας τόνισε ο κυρ Γιάννης, δεν άκουσε ή είδε κινήσεις στρατιωτικές στη διάρκεια της κατοχής ενώ όπως αναφέρει, όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές σχεδόν αμέσως γίνονταν γνωστό αυτό στο χωριό αφού και οι ίδιοι οι κατακτητές με χαρακτηριστική ευκολία τους… έδιναν στους συγχωριανούς τους…
Κλέφτες
Λίγο πολύ τα ίδια θα πει και ο κύριος Μανώλης, ο οποίος έζησε στις Εγγαρές την εποχή της κατοχής. Απλώς εκεί η συνύπαρξη με τους ιταλούς ήταν καθημερινή «εμείς στις Εγγαρές είχαμε δύο ή τρεις ιταλούς σε καθημερινή βάση καθώς εκτελούσαν χρέη Αστυνομικών. Θυμάμαι τον “Πιπίνο” και τον “Τζόρτζη” νομίζω έτσι τους έλεγαν οι οποίοι λειτουργούσαν σαν κανονικοί κλέφτες. Είχαν τον απόλυτο έλεγχο του χωριού. Έκαναν ότι ήθελαν χωρίς να λογαριάζουν κανέναν. Θυμάμαι που ο θείος μου ένα πρωί είχε σφάξει κρυφά ένα κατσίκι στο κτήμα, έξω από το χωριό. Το είχε κόψει σε κομμάτια λόγω του φόβου της «επίταξης» (είχε κρύψει τα 2/3 σε διαφορετικά σημεία στο κτήμα μέσα στις καλαμιές) και είχε φέρει στο σπίτι μόνο το 1/3 για να το βράσει και να φάμε λίγο κρέας. Όμως, οι Ιταλοί από την μυρωδιά το πήραν χαμπάρι. Όταν ολοκληρώθηκε το βράσιμο, όρμησαν μέσα στο σπίτι από το παράθυρο, πήραν και το τσουκάλι και έφυγαν. Μάλιστα, το ίδιο βράδυ γύρισαν και ζήτησαν και το υπόλοιπο γιατί ανακάλυψαν ότι δεν ήταν όλο το κατσίκι. Ο θείος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και έτσι έφερε στους ιταλούς τα υπόλοιπα κομμάτια – υπήρχε άλλωστε και υπόδειξη από συγχωριανό μας – και σε εμάς έμεινε μόνο το ζουμί από το κρέας. Τότε περνούσε μία οικογένεια με ψωμί που έψηνε μία φορά την εβδομάδα και ενώ κάθε οικογένεια πρόσφερε κάθε εβδομάδα στους κατακτητές ένα σφαχτό. Εκτός απ’ αυτά που έκλεβαν μόνοι τους»
Ευγένεια
Αυτό που είχε κάνει εντύπωση στον κύριο Μανώλη ήταν ότι σε αντίθεση με τους Ιταλούς «οι γερμανοί δεν θα το πιστέψεις αλλά ότι ήθελαν όχι μόνο το ζητούσαν ευγενικά αλλά το πλήρωναν. Όχι δεν είναι αστείο. Όταν έγινε γνωστή η ήττα των ιταλών κάποιοι που θεώρησαν ότι μπορούσαν να αντισταθούν πήραν τα ραβδιά και όρμησαν στους ιταλούς και τους έδειραν και πήραν τα όπλα τους. Αλλά όταν εμφανίστηκαν οι Γερμανοί τα παράδωσαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δυστυχώς η επιβίωση για την καθημερινότητα ήταν σκληρή. Θυμάμαι τους εργάτες που έρχονταν από τα ορεινά για να δουλέψουν στα κτήματα από τον Μάρτη έως το καλοκαίρι έτρωγαν στο διάλειμμα ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, λίγο λάδι και 2-3 ελιές. Αυτό ήταν το φαγητό τους όλη την ημέρα. Κι εμείς είχαμε προβλήματα αλλά στα ορεινά ήταν χειρότερα. Αρκετοί πέθαναν από τη πείνα. Αντίθετα στα κάτω χωριά και δη στα Λειβάδια λόγω του εύφορου του εδάφους και της δυνατότητας να έχουν κριθάρια και πατάτες είχαν λιγότερη πίεση. Οι ανταλλαγές ήταν δεδομένες πάντως. Εμείς δίναμε πορτοκάλια ή οπωροκηπευτικά και παίρναμε ελιές από την Τραγαία».
Επίθεση
Όσο για τις προσωπικές εμπειρίες; «Η πρώτη ήταν όταν μας ζήτησαν να επιτάξουν τα μουλάρια του χωριού με την έλευση των κατακτητών. Ο πατέρας μου που ήταν κάτι σαν έμπορος είχε αγοράσει πριν από έναν μήνα ένα ωραίο μουλάρι έναντι 7.000 δραχμών. Μεγάλο ποσό για την εποχή. Και όταν μας ζήτησαν να το επιτάξουν χάσαμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Ο πατέρας μου το πήγε στη Χώρα και γύρισε με τη στάμπα «ε» στο αυτί. Μας το είχαν επιτάξει και όλοι μαζί εκείνο το βράδυ κλαίγαμε που είχαμε χάσει το μουλάρι μας. Η δεύτερη φορά ήταν όταν το επόμενο καλοκαίρι μαζί με τον πατέρα μου φέρναμε πορτοκάλια στη Χώρα για να τα πουλήσουμε. Όταν φτάσαμε στο ύψος του Βιδάλη στον περιφερειακό εμφανίστηκαν μπροστά μας δύο Ιταλοί από το πυροβολείο απέναντι από το μνημείο του Ιερολοχίτη, που είναι σήμερα… Μας άρπαξαν τα πορτοκάλια χωρίς να μας ρωτήσουν και μάλιστα με το κιλό. Δεν ήρθαν να πάρουν ένα ή δύο κιλά αλλά εάν μπορούσαν όλα. Ο πατέρας μου εκνευρίστηκε, αδιαφόρησε για το ποιοι είναι απέναντί του και τους όρμησε. Μάλιστα τους πέταξε κάτω, ήταν δυνατός άντρας ο συγχωρεμένος και φοβήθηκα την αντίδρασή τους. Αλλά ήταν άοπλοι. Όταν επιχείρησαν να του επιτεθούν εμφανίστηκε με το άλογό του ο διοικητής τους και αυτοί έφυγαν τρέχοντας καθώς είχαν παρατήσει το όρυγμα για το πιάτσικο. Αυτό μας έσωσε. Ο διοικητής τους έβαλε τις φωνές κι εμείς πήγαμε στη Χώρα. Αλλά ο φόβος μου ήταν μεγάλος εάν κάτι θα είχε συμβεί, δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ».
Εφημερίδα Κυκλαδική φύλλο 25ης Οκτωβρίου 2013