Ο Παντελής Βούλγαρης η μητέρα του οποίου ήταν από τη Νάξο και δη τη Κωμιακή μιλάει για την εμπειρία του ως επισκέπτης της Νάξου κυρίως όμως για την «Μικρά Αγγλία» και την Άνδρο
Οι διαδρομές στη ζωή είναι απρόβλεπτες. Ένας νησιώτης, ο Παντελής Βούλγαρης, τυχαία στην Άνδρο ανακαλύπτει κάποιες νησιώτικες αναφορές του. Ακουμπά στο νησί και για κάποια χρόνια είναι ένας «συγγενής τουρίστας» μέχρι που μέσα από τις σελίδες του λογοτεχνικού βιβλίου «Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας Καρυστιάνη αρχίζει να «ξεναγείται» σε έναν άγνωστο γι’ αυτόν ναυτότοπο. Έτσι ανακαλύπτει το νησί των διακοπών του βαθύτερα. Κάποια στιγμή μετά από χρόνια αυτός με τη σειρά του αναλαμβάνει να «ξεναγήσει» κινηματογραφικά μέσα από μια σύνθεση εικόνων και συναισθημάτων εκατοντάδες χιλιάδες θεατές στην Άνδρο. σήμερα η Άνδρος έχει γίνει γι’ αυτόν μια «γενέθλια» αναφορά. Αυτή ήταν η διαδρομή του Παντελή Βούλγαρη στην Άνδρο… Η διαδρομή της ταινίας Μικρά Αγγλία διάνυσε κι αυτή πολύ δρόμο από την μέρα, πριν χρόνια, που τυχαία ο αείμνηστος Αντώνης Πολέμης την αφηγήθηκε σε δύο φίλους στο σπίτι του. Πρώτα έγινε βιβλίο, μετά -bestseller και στο τέλος κινηματογραφική επιτυχία ταξιδεύοντας τη ζωή της ναυτικής Άνδρου σε όλη την Ελλάδα. Μερικές φορές νομίζεις πως ξέρεις κάποια πράγματα. Μερικές φορές νομίζεις πως ξέρεις και τους ανθρώπους. Μερικές φορές νομίζεις πως υπάρχει μακρύς σχεδιασμός πριν το τελικό αποτέλεσμα. Αρκεί μια συζήτηση με τον Παντελή Βούλγαρη για την Άνδρο και την Μικρά Αγγλία για να διαπιστώσεις πως η ζωή τις πιο πολλές φορές είναι αυτή που σχεδιάζει τις πιο παράξενες τροχιές… – Δ. Μπασαντής
– Άνδρος! Τι σου λέει αυτή η λέξη; Τι σου λέει αυτό το όνομα;
«εε Είμαι παιδί νησιωτών. Ο πατέρας μου ήταν από την Σάμο και η μητέρα μου από τη Νάξο. Παρόλα αυτά δεν είχε επαφές με τη Σάμο γιατί αυτός και τα αδέλφια του είχαν φύγει από το νησί. Παππού και γιαγιά δεν γνώρισα. Στα δικά μου παιδικά χρόνια η Σάμος ήταν μακριά για διακοπές. Πρώτη φορά βρέθηκα στο νησί μεγάλος μετά τη δικτατορία για το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ για τον Γιάννη Ρίτσο, που είχε παντρευτεί σαμιώτισα και ήταν εξορία ένα διάστημα στη Σάμο. Στη Νάξο είχα πάει παιδάκι δύο-τρία καλοκαιρία. Αλλά το ταξίδι ήταν περιπετειώδες. Το πλοίο στεκόταν αρόδο και έρχονταν και μας παίρνανε βάρκες. Μετά καβαλάγαμε μουλάρια για να πάμε στην Κωμιακή γιατί ήταν μακριά. Αλλά ούτε στη Νάξο έχω συγγενείς. Πήγα κάποτε με τον Σταύρο Παράβα που ήταν ναξιώτης, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Πήγα άλλη μια φορά στη Νάξο για μια εκδήλωση για το βιβλίο της Ιωάννας και πάλι δεν πρόλαβα να πάω στην Κωμιακή. Με άλλα λόγια στο χωριό που γεννήθηκε η μητέρα μου έχω να πάω από μικρό παιδί. Αποκτήσαμε ένα σπίτι στην Άνδρο μια εποχή γιατί έτυχε και το βρήκαμε και πήραμε και κάτι δανεικά και το αγοράσαμε. Η Άνδρος αντικατέστησε ψυχολογικά την ρίζα μου. Πέρα από το φυσικό κάλος της Άνδρου, που δεν είναι και το μοναδικό ελληνικό νησί που έχει τέτοιες ομορφιές, το πιο σημαντικό για μένα ήταν ο ανθρώπινος παράγοντας. Οι άνθρωποι με έκαναν να δεθώ με το νησί. Ανάμεσα τους ήταν και ο Αντώνης Πολέμης. Τώρα πια είναι για μένα ένας τόπος «γενέθλιος». Μια κληρονομιά που δεν είχα ποτέ μου. Οι άνθρωποι ήταν αυτοί που ήρθαν κοντά μου και στην ταινία. Αν δεν είχαμε τη βοήθεια του κόσμου με πολλούς τρόπους δεν θα ήταν δυνατή και η ταινία. Σήμερα είναι ένας τόπος πολύ κοντινός μου, περισσότερο και από την Αθήνα που έχω γεννηθεί. Οι φίλοι μου πλέον είναι στην Άνδρο δεν είναι στην Αθήνα».
– Καταλαβαίνω πως μέχρι την Μικρά Αγγλία η Άνδρος είναι ένας ευχάριστος τόπος. Ζεις τα καλοκαίρια. Κάνει τις διακοπές σου. Νοιώθεις καλά έχοντας κάποιες αναφορές στη νησιώτικη ρίζα σου. Μετά την Μικρά Αγγλία αλλάζει η σχέση σου με το νησί. Δρα πολλαπλασιαστικά στα συναισθήματα σου…
«Το βιβλίο της Ιωάννας ήταν το πρώτο βήμα αποκάλυψης των ανθρώπων του νησιού σε μένα. Μέχρι που το διάβασα δεν ήξερα πάρα πολλά. Τα βιβλία της Ιωάννας τα διαβάζω λίγο πριν πάνε στον εκδότη. Όταν, λοιπόν διάβασα την Μικρά Αγγλία μου αποκαλύφθηκε μια άλλη Άνδρος που δεν είχα διανοηθεί: η ναυτοσύνη, η μοναξιά των γυναικών, τα βαθιά αισθήματα. Ήταν μια πρόκληση ως κινηματογραφιστή να πάρω ένα γραπτό κείμενο και να το κάνω εικόνες. Είναι μια άλλη διαδικασία που καταλήγει σε ένα καινούριο προϊόν».
– Είναι μια νέα δημιουργία. Το βιβλίο κατάφερε και περιέγραψε πτυχές της δικής μου ναυτικής οικογένειας. Αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερο για μένα…
«Η δουλειά ενός καλλιτέχνη είναι η δουλειά ενός «ξεναγού» αισθημάτων σε περιοχές που ίσως δεν έχει ζήσει ποτέ του ο δημιουργός. Για παράδειγμα έκανα την ταινία Ψυχή Βαθιά που αναφέρεται στον εμφύλιο και την γύρισα στην Καστοριά, αλλά δεν είμαι από την Καστοριά, ούτε βίωσα τον εμφύλιο. Η δουλειά μας είναι κάτι σαν «ξεναγός» ανθρώπινων αισθημάτων μιλώντας τόσο σε ανθρώπους που δεν έχουν βιώσει κάποιες καταστάσεις, κάποιες ιστορίες, αλλά και σε ανθρώπους που βιώσανε μια ιστορία μέσα στην ζωή τους. Με το αίμα τους. Το βιβλίο, λοιπόν, της Ιωάννας αποτέλεσε για μένα έναν «οδηγό» που γράφτηκε από την «ξεναγό» Ιωάννα και με μύησε με ένα τόπο που το ήξερα σαν… «συγγενής τουρίστας»! Μου αποκάλυψε έναν κόσμο, αλλά μου έβαλε και την πρόκληση της ταινίας. Όμως ο κινηματογράφος είναι η πιο ακριβή τέχνη και μάλιστα όταν καταπιάνεσαι να αναπαραστήσεις το παρελθόν γίνεται ακόμα ακριβότερη…»
-Πριν πάμε στα οικονομικά ας σταθούμε για λίγο στη σχέση του βιβλίου με την ταινία. Το βιβλίο είναι έκκεντρο. Στέκεται πολύ στους γυναικείους χαρακτήρες. Αυτό αφήνει ένα κενό γιατί οι άνδρες που γράψανε την ιστορία είναι απλές αναφορές στο παρασκήνιο. Αντιθέτως στην ταινία οι άνδρες έχουν ρόλους και υπόσταση. Από αυτή την άποψη το σενάριο είναι πολύ πιο ολοκληρωμένο γιατί συμπεριλαμβάνει και τους αντρικούς χαρακτήρες. Δεν μένει μόνο στον κόσμο των γυναικών που στέκεται κυρίως το βιβλίο. Συνεπώς κατά την μεταφορά από το βιβλίο στο σενάριο ανοίγει η σκηνή και ξαναμοιράζονται οι ρόλοι γυναικών και ανδρών. Έτσι αναδεικνύεται πιο ολοκληρωμένα η ζωή της Άνδρου. Καλές οι γυναίκες που «φύλαξαν Θερμοπύλες» όμως αυτοί που τράβηξαν μπροστά στο «ταξίδι του χαμού» ήταν οι άνδρες ναυτικοί…
«Το σενάριο είναι της Ιωάννας. Και είναι μια νέα γραφή ενός λογοτεχνικού κειμένου. Προσπάθησε να φωτίσει σημεία που δεν ήταν τόσο επεξεργασμένα στο γραπτό κείμενο. Έτσι πρόσθεσε πρόσωπα. Έφτιαξε μια νέα ιστορία. Ξέραμε πως πολλά βιβλία ατύχησαν κατά την μεταφορά τους στον κινηματογράφο είτε γιατί έμειναν πολύ πιστά στο βιβλίο είτε γιατί ξέφυγαν τόσο πολύ από το βιβλίο. Άλλωστε ο αναγνώστης είναι και ο πρώτος σκηνοθέτης μιας ταινίας μιας και φτιάχνει τις εικόνες, τα τοπία, τα πρόσωπα στο μυαλό του. Ιδίως τα πρόσωπα που «ταξιδεύουν» την ιστορία… Έτσι η σεναριοποίηση του κειμένου κράτησε την ιστορία, αλλά άνοιξε και διαδρόμους και για πρόσωπα που δεν είχαν ρόλο προηγουμένως. Ακόμα και πρόσωπα που υπήρχαν τονίστηκε η παρουσία τους. Για παράδειγμα ένα κοντινό πλάνο του πατέρα, μπορεί να αντικαταστήσει σελίδες περιγραφής του βιβλίου. Γι‘ αυτό και πρόσωπα που στο βιβλίο δεν είχαν αναδειχθεί τόσο πολύ αναδείχθηκαν στην ταινία».
– Τελικά το σενάριο πέτυχε μια ισορροπία χαρακτήρων κι αυτό ήταν καλό για την ταινία. Τονίστηκαν πράγματα είτε μέσω των εικόνων είτε μέσω μιας ανάπτυξης των ρόλων είτε προστέθηκαν αναφορές που δεν υπήρχαν…
«Ένα λογοτεχνικό έργο είναι ταξίδι σε μια ιστορία, αλλά και ταξίδι στα συναισθήματα των χαρακτήρων. Είναι ένα ταξίδι στις περιγραφές των τοπίων. Στον κινηματογράφο γίνεται αφαίρεση των πεζογραφικών στοιχείων που δεν είναι αναγκαία. Οι σκηνές που θα αποτυπώσεις πλέον περιγράφουν αυτό που θες. Από αυτή την άποψη είναι πιο στοχοποιημένες στην ταινία. Αυτό κάνει να νομίζεις πως στο βιβλίο δεν υπάρχουν οι αναφορές. Όμως, οι αναφορές υπάρχουν, αλλά ταξιδεύουν μαζί και με άλλα πεζογραφικά στοιχεία και δεν είναι τόσο εμφανείς».
– Ας πάρουμε μια σκηνή της ταινίας που δεν υπάρχει στο βιβλίο. Την θεωρώ εξαιρετική, προσθέτει στοιχεία στον ανδρικό χαρακτήρα για τον ρόλο και τη ζωή του ναυτικού πατέρα. Είναι η σκηνή που επιστρέφει ο πατέρας και φέρνει ένα παιχνίδι στο αγοράκι του. Αυτό το κοιτά. Διστάζει. Το παίρνει στο τέλος και κρύβεται μακριά από τον πατέρα του θεωρώντας τον ξένο. Την σκηνή την έχω ζήσει εγώ μικρός με τον πατέρα μου. Αυτό το εντελώς ναυτικό στοιχείο, που ισορροπεί τους ρόλους, πως σας βγήκε;
«Όταν κάνεις μια ταινία δουλεύεις με τα βιώματα. Τα βιώματα αυτά τα έχουν κάποιοι που θα δουν την ταινία . Έχεις μέσα στις προδιαγραφές σου να συμπεριλάβεις μια σκηνή με ένα βίωμα. Την σημασία όμως μιας σκηνής δεν μπορείς πλήρως να την συνειδητοποιήσεις τη στιγμή που την γυρίζεις. Εγώ γύριζα την σκηνή και δεν ήμουν σίγουρος αν χρειάζεται. Είχαμε τόσες πολλές σκηνές μέσα στο σενάριο. Σκεφτόμουν πως αυτή η σκηνή όπου ο πατέρας επιστρέφει και το παιδί δεν τον αναγνωρίζει. Και σκεφτόμουν: αν έλειπε τι θα σήμαινε; Εκεί ήταν η Ιωάννα που είχε προβλέψει πως αυτή η σκηνή ήταν καθοριστική για τον ανδρικό χαρακτήρα. Πάντως να ξέρεις μου την έχουν αναφέρει και πολλοί άλλοι πριν από εσένα. Όλοι είχαν τα βιώματα της ναυτικής οικογένειας. Και εξίσου πολλοί μου έχουν πει, όπως εσύ, πως είναι μια από τις συγκλονιστικότερες της ταινίας. Όμως, όταν την σκηνοθετούσα δεν ήμουν τόσο σίγουρος…»
-Υπάρχουν κι άλλες σκηνές σπουδαίες σκηνές όπως αυτή της τελευταίας ατάκας «Αν μιλούσαμε Μόσχα»…
«Ακριβώς. Όλες αυτές οι σκηνές γεννήθηκαν μέσα από την αγάπη μας για το νησί. Ήταν μια ταινία που χρόνια θέλαμε να κάνουμε. Είχαμε συνεργάτες εξαιρετικούς. Έτσι κάθε σκηνή, κάθε εικόνα φροντίζαμε να είναι όσο μπορούσαμε καλύτερη. Κάθε σκηνή θέλει έμπνευση, θέλει ερμηνείες, θέλει φωτισμό. Στο τέλος πρέπει η μια σκηνή να προσθέτει στην άλλη. Πάντα υπάρχουν τα ερωτηματικά για κάθε σκηνή. Πάντα υπάρχει η αβεβαιότητα του αν κάναμε το καλύτερο. Να ξέρεις πως στον κινηματογράφο είναι πολύ εύκολο ο σκηνοθέτης να χάσει τον δρόμο του. Γιατί κάθε μέρα είναι διαφορετική. Όπως και διαφορετικοί είναι οι συνεργάτες – συντελεστές κάθε σκηνής σε κάθε ταινία που πρέπει να τους συντονίσεις όλους».
– Τελικά όλα ξεκίνησαν από την αφήγηση μιας ιστορίας. Την παίρνει ο συγγραφέας και δουλεύοντας παράγει ένα μυθιστόρημα που απλώνει στην κοινωνία και στο χρόνο από την ώρα που θα εκδοθεί. Μια ιστορία γίνεται βιβλίο και πολιτιστικό προϊόν. Η όλη διαδικασία δεν είναι τόσο δύσκολη ούτε τόσο ακριβή. Παίρνεις τώρα ένα βιβλίο και το κάνεις ταινία. Εδώ περνάμε από την οικοτεχνία ή την βιοτεχνία στην βιομηχανία. Ο κινηματογράφος είναι βιομηχανία. Τι θα γινόταν η Μικρά Αγγλία χωρίς τον χρηματοδότη, εν προκειμένω, τον Σπύρο Πολέμη;
«Η ζωή ενός σκηνοθέτη είναι γεμάτη από ιδέες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες, ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ, για παράδειγμα, πέθανε χωρίς ποτέ να μπορέσει να γυρίσει τη ζωή του Ναπολέοντα. Μετά τον θάνατο του η χήρα του επέτρεψε σε δύο ερευνητές να μπουν στο σπίτι του όπου ανακάλυψαν ένα μεγάλο σαλόνι όπου είχε ότι εικόνα υπήρχε για τον Ναπολέοντα, ότι έκδοση υπήρχε… Ήταν ένα όνειρο που δεν πραγματοποίησε ποτέ. Και με τον Φελίνι συνέβη το ίδιο. Και με τον Ταρκόφσκι επίσης. Όλοι οι σκηνοθέτες έτσι ζουν. Κι εγώ έτσι ζω, με τρία – τέσσερα όνειρα, που ίσως δεν θα έχω την οικονομική δυνατότητα να τα κάνω. Όλα αυτά θα παραμείνουν παιδιά που δεν γεννήθηκαν ποτέ… Μέσα σε αυτά τα όνειρα που κουβάλαγα ήταν και η Μικρά Αγγλία. Μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε ο άνθρωπος, ο Σπύρος Πολέμης, που ονειρεύτηκε και αγάπησε το βιβλίο, λάτρευε το νησί του και μας έδωσε τη δυνατότητα να κάνουμε πραγματικότητα το όνειρο της ταινίας. Αυτούς τους ανθρώπους ψάχνουμε μια ζωή. Ο κινηματογράφος είναι η πιο ακριβή τέχνη. Η Ιωάννα κάθεται και γράφει και μετά θα πάει στον εκδότη. Η έκδοση ενός βιβλίου με το γύρισμα μιας ταινίας είναι η μέρα με την νύχτα… Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή. Γράφεις ένα βιβλίο και σου λένε πως δεν είναι καλό. Δεν το εκδίδεις. Στην περίπτωση και ταινίας πριν την γυρίσεις δεν τη ξέρεις. Μετά το γύρισμα το πράγμα είναι πολύ πιο δύσκολο. Και να μην σου αρέσει αποκλείεται να μην την κυκλοφορήσεις γιατί τα κόστη είναι τεράστια. Τελικά ο κινηματογράφος σε σχέση με όλες τις τέχνες είναι πάρα πολύ ακριβή και απαιτητική τέχνη…»
-Τι σήμαινε για σένα η ολοκλήρωση της Μικράς Αγγλίας;
«Όταν τέλειωσε η ταινία για τον σκηνοθέτη (έξι μήνες προετοιμασία, 10 εβδομάδες γύρισμα, και έξι μήνες μοντάζ και προετοιμασία) το έργο φεύγει πια από αυτόν. Από εμάς. Και περιμένεις μέσα στις τρεις πρώτες μέρες να δεις την επιτυχία ή την αποτυχία. Η σκοτεινή αίθουσα θα σε κρίνει. Μπορεί να δουλεύεις τρία χρόνια, αλλά η επιτυχία σου θα κριθεί τις πρώτες μέρες. Εκεί θα φανεί αν αυτό που έφτιαξες αφορούσε τον κόσμο. Ζούσαμε με αυτή την αγωνία: αν η Μικρά Αγγλία μπορεί να συγκινήσει τον κόσμο σε μια τέτοια εποχή; Τελικά, αυτό που ζήσαμε με την Μικρά Αγγλία είναι κάτι το ασύλληπτο. Είχα ξανακάνει επιτυχίες, αλλά πρώτη φορά είδα τέτοια κοσμοσυρροή. Να πηγαίνω σε αίθουσες που ήταν γεμάτες μέχρι και την πρώτη σειρά, από όπου δύσκολα βλέπεις το έργο… Και σκεφτόμουν τι ήταν αυτό που τους έκανε να πάνε στην ακόμα και στην πρώτη σειρά;»
-Τι σημαίνει η επιτυχία της ταινίας;
«Τι να πω; Ακόμα και τώρα που κυκλοφορούμε και μας αναγνωρίζουν μας χαιρετούν με χαρά. Αυτό συνέβη και στα «Πέτρινα Χρόνια», αλλά όχι σε αυτή την έκταση. Πάρα πολλοί που με συναντάνε μου λένε; Την είδα δύο φορές την ταινία, αλλά θα την ξαναδώ και τρίτη. Αυτό πρώτη φορά το έζησα. Και αυτό είναι το άγνωστο στον κινηματογράφο. Δεν ξέρουμε ποτέ αν ο κόπος, ο χρόνος, το υλικό, τα χρήματα, που δαπανήθηκαν θα έχουν ανταπόκριση στην ψυχή του θεατή. Αυτό συμβαίνει και σε εμάς στην Ελλάδα που είμαστε μια οικιακή βιοτεχνία κινηματογραφιστών, αλλά και στις μεγάλες βιομηχανίες του θεάματος στο εξωτερικό».
– Εσύ πάντα έκανες ταινίες για το κοινό…
«Ναι. Όλες μου οι ταινίες αφορούσαν το κοινό είτε αυτές που έκοψαν πολλά εισιτήρια είτε αυτές που έκοψαν λιγότερα. Είμαι ευτυχής γιατί είχα πάντα κοινό που αγαπούσε τις ταινίες μου. Στη Μικρά Αγγλία πετύχαμε πάρα πολλά, όμως νομίζω πως το πιο δυνατό σημείο της ήταν η ίδια η ιστορία της…»
– Μια παρατήρηση: η Μικρά Αγγλία δεν είναι σαν μερικές από τις προηγούμενες ταινίες σου. Γιατί παρά την δραματικότητα και τις κορυφώσεις της δεν έχει σχέσεις με την Ιστορίας, αλλά με την καθημερινότητα. Με την ιστορία των ανθρώπων που ζουν τις στιγμές της μεγάλης Ιστορίας. Έχει σχέση με μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας. Εκείνο το «αν μιλούσαμε Μόσχα» του τέλους αφορά την Άνδρο του χτες, αλλά και την Άνδρο του σήμερα. Αφορά όλους όσους δεν διεκδίκησαν αυτό που ήθελαν στη ζωή τους… Δεν πήραν τη ζωή τους στα χέρια τους…
«Ξεχώρισες μια φράση που είναι πολύ βασική στην ταινία. Συμφωνώ με την ανάλυση που κάνεις. Και πάω πάρα πέρα. Είμαι σίγουρος πως αν στην Ελλάδα είχαμε μιλήσει, είχαμε ανοίξει τις καρδιές μας, για να δώσουμε εξηγήσεις σε πολύ τραυματικές στιγμές της πρόσφατης ελληνική ιστορίας σήμερα θα είχαμε μια εντελώς διαφορετική καθημερινότητα. Ένας εμφύλιος που έλειωσε το 1949 κρατήθηκε μυστικός και από τις δύο πλευρές και αυτό δημιούργησε άρρωστες καταστάσεις και συναισθήματα που κρατάνε μέχρι σήμερα. Ακόμα και σήμερα είναι ένα ταμπού ο ελληνικός εμφύλιος για να γυρίσω και στην προηγούμενη ταινία μου στην Καστοριά».
– Τώρα με γυρνάς πίσω. Θυμάσαι πως γνωριστήκαμε ένα βράδυ στο Νεστόριο της Καστοριάς που τρώγαμε παρέα στον Αλιάκμονα; Γύριζες τότε την Ψυχή Βαθιά. Κύκλους που κάνει η ζωή; Αλήθεια, πως βλέπεις σήμερα την Άνδρο μετά την ταινία σου;
«Δεν έχω βρει χρόνο ακόμα να την δω γιατί με κυνηγάνε ακόμα οι εκκρεμότητες της ταινίας. Όμως είμαστε χαρούμενοι και η Ιωάννα και εγώ. Νοιώθω περήφανος και μπορώ να επιστρέψω με ψηλά το κεφάλι τώρα που τα καταφέραμε. Είναι ένα αίσθημα γαλήνης και υπερηφάνειας. Νομίζω πως βοηθήσαμε το νησί με την ταινία…»
(Η συζήτηση με τον Παντελή Βούλγαρη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο αφιέρωμα για την Άνδρο – 200 σελ – του τεύχους 38 του αθηναϊκού πολιτιστικού/λογοτεχνικού περιοδικού “δέκατα” (καλοκαίρι 2014) που εκδόθηκε σε συνεργασία με την ιστοσελίδα “εν Άνδρω” και σε επιμέλεια Δ. Μπασαντή)