Με παρουσία σε 30 χώρες, διψήφιους αριθμούς ανάπτυξης και μεικτό περιθώριο κέρδους κοντά στο 65%, η ελληνική εταιρεία παραγωγής και εμπορίας φυσικών καλλυντικών Korres αντιμετωπίζεται ως μια από τις πολλά υποσχόμενες διεθνώς.
Στα κεντρικά γραφεία της «Κορρές» Α.Ε. στη Μεταμόρφωση, δεν είναι λίγες οι φορές που καλούν τα τηλέφωνα της διοίκησης ξένα επενδυτικά κεφάλαια ζητώντας ραντεβού. Κάποια από αυτά τα funds διερευνούν τη δυνατότητα μιας απευθείας ιδιωτικής τοποθέτησης. Με παρουσία σε 30 χώρες, διψήφιους αριθμούς ανάπτυξης και μεικτό περιθώριο κέρδους κοντά στο 65%, η ελληνική εταιρεία παραγωγής και εμπορίας φυσικών καλλυντικών αντιμετωπίζεται ως μια από τις πολλά υποσχόμενες διεθνώς.
Του Ηλία Μπέλλου (εφημερίδα Καθημερινή)
Ειδικά τώρα, που οι πωλήσεις στη Βόρεια Αμερική αναμένεται να επιταχυνθούν εξαιτίας της αναδιάρθρωσης των δικτύων διανομής και η συνεργασία με την Avon στη Βραζιλία αποφέρει καρπούς. Η εκτίμηση πως η εταιρεία έχει ολοκληρώσει μια επιτυχημένη αναδιάρθρωση και ετοιμάζεται να παρουσιάσει από εδώ και στο εξής διατηρήσιμη εύρωστη κερδοφορία έχει αρχίσει και διευρύνεται στην αγορά.
Ομως ο βασικός μέτοχος, ο επιχειρηματίας Γιώργος Κορρές, ο οποίος ελέγχει το 43,95% του μετοχικού κεφαλαίου, δεν μοιάζει καθόλου διατεθειμένος να εκχωρήσει άλλο ποσοστό μετοχών στη βιομηχανία που ο ίδιος δημιούργησε από το μηδέν πριν από είκοσι χρόνια. Ούτε όμως οι άλλοι μέτοχοι, αυτοί που μπήκαν στην εταιρεία αργότερα, δηλαδή η Αλεξία Α. Δαυίδ (13,25%), η Damma Holdings, συμφερόντων Δημήτρη Δασκαλοπούλου (5,01%), και ο πρώην επικεφαλής της Johnson& Johnson, Περικλής Σταματιάδης (6,25%), εμφανίζονται να εξετάζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην παρούσα φάση. Ακόμα και «μικρομέτοχοι», όπως η Générali Investments Europe SpA και αρκετές ΑΕΔΑΚ που κατέχουν τις υπόλοιπες μετοχές που τελούν υπό διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών, δεν πωλούν.
Σταθερή αξία
Το αποτέλεσμα φέρνει τον Γιώργο Κορρέ στην ευχάριστη θέση να βλέπει τη μετοχή της εισηγμένης του εταιρείας να είναι μια από τις λιγοστές στο ελληνικό Χρηματιστήριο που διαπραγματεύονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών. Αλλά η προσοχή του, όπως και του υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Δημήτρη Βιδάκη management, δεν είναι στραμμένη εκεί.
Η προσοχή του είναι προσηλωμένη αφενός στην έρευνα και ανάπτυξη νέων καινοτόμων προϊόντων βασισμένων σε φυσικά συστατικά, με συσκευασίες πρωτοποριακού σχεδιασμού και αισθητικής, και αφετέρου στη διαρκή επέκταση στο εξωτερικό. Είναι άλλωστε αυτή η τακτική που έχει επιτρέψει στην «Κορρές» Α.Ε. μέσα στα χρόνια της κρίσης να μειώσει τον δανεισμό της, να αυξήσει τις ταμειακές της ροές, να βελτιώσει τα περιθώρια κέρδους της, να εξορθολογήσει τον ισολογισμό της και να προσελκύσει ταλέντο. Με αυτό τον τρόπο οι εξαγωγές αυξήθηκαν από 15%-20% πριν από λίγα χρόνια σε άνω του 45% σήμερα, με παράλληλη αύξηση του κύκλου εργασιών. Ο κύκλος εργασιών έχει έτσι αυξηθεί από τα 39 εκατομμύρια στη χρήση του 2013 στα 54,5 εκατομμύρια το 2016. Και ήδη το πρώτο εξάμηνο φέτος ξεπέρασε τα 30 εκατομμύρια. Ο δε δανεισμός βρίσκεται στα επίπεδα των 34,8 εκατ., αλλά μετά την αφαίρεση των ταμειακών διαθεσίμων, ο καθαρός δανεισμός είναι 24,4 εκατ.
Αύξηση πωλήσεων
Τα τελευταία αυτά αποτελέσματα προέρχονται από μια ήπια ανοδική τάση των πωλήσεων στην Ελλάδα στο πρώτο εξάμηνο αλλά πολύ εντονότερη σε στρατηγικές αγορές του εξωτερικού. Στην Ελλάδα οι πωλήσεις ενισχύθηκαν μόνον κατά 1%, όμως στις «αγορές προτεραιότητας» της Ευρώπης (Γερμανία, Νορβηγία, Αγγλία, Γαλλία) οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 32%.
Την ίδια ώρα στην Αμερική, όπου και το μεγάλο μέρος της έμφασης του ομίλου, τα βασικά κανάλια διανομής, όπως το δίκτυο Sephora, τα Sephora in JCPenney και το ηλεκτρονικό κατάστημα korresusa.com, παρουσίασαν επίσης αύξηση πωλήσεων. Αλλά γιατί τότε οι ενοποιημένες πωλήσεις της «Κορρές» διαμορφώθηκαν στα 30,1 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο από 31,0εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2016; Πρόκειται για μεταβατική φάση που σχετίζεται με αλλαγές στο τηλεοπτικό κανάλι HSN, έναν από τους διαύλους μέσω των οποίων διαθέτει τα προϊόντα της η ελληνική εταιρεία. Το management του ομίλου όμως, μιλώντας στην «Κ», σημειώνει πως ήδη το HSN ολοκλήρωσε τη δική του αναδιάρθρωση και η ομάδα της «Κορρές» στο κανάλι έχει επιταχύνει δραστικά τις πωλήσεις. Κάτι που θα φανεί στα αποτελέσματα του τρέχοντος και του επόμενου εξαμήνου. Στον Καναδά η «Κορρές» ξεκίνησε συνεργασία με νέο ανεξάρτητο διανομέα και διατηρεί πολύ θετικές προσδοκίες για την απόδοσή του. Την ίδια ώρα, στην Ευρώπη και την Αμερική, ο όμιλος πέτυχε περαιτέρω ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας της μάρκας μέσα από λανσάρισμα νέων προϊόντων, δυναμική υποστήριξη με προωθητικές ενέργειες των υφιστάμενων σημείων πώλησης αλλά και το άνοιγμα νέων σημείων. Στη Λατινική Αμερική, όπου λειτουργεί μέσω του δικτύου της Avon, έχει επίσης θετικά νούμερα.
Παγκόσμια αγορά με τζίρο 395 δισ. ευρώ
Η παγκόσμια αγορά καλλυντικών υπολογίζεται ότι πραγματοποιεί ετήσιες πωλήσεις της τάξης των 395 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Cosmetics Europe που παρακολουθεί τη βιομηχανία αυτή.
Την τελευταία δεκαετία αναπτύσσεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,2%, αλλά ο επιμέρους κλάδος των φυσικών και οργανικών καλλυντικών κινείται ταχύτερα: αναπτύσσεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,7%, καθώς η διεθνής στροφή των καταναλωτών προς την υγιεινή διαβίωση και η αναζήτηση αγνών προϊόντων της φύσης, παγκοσμίως, δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για αυτά.
Σε ορισμένες επιμέρους αγορές η ζήτηση αυξάνεται με ρυθμούς που φτάνουν μέχρι και 20% ετησίως, σημειώνει η DK Consultants, συμβουλευτική εταιρεία με εμπειρία στον κλάδο, καθώς εκεί διαπιστώνεται εντονότερη στροφή των καταναλωτών προς έναν εναλλακτικό και υγιεινότερο τρόπο ζωής. Οι μεγαλύτερες αγορές για τα φυσικά και βιολογικά καλλυντικά είναι η Βόρεια Αμερική και η Γερμανία. Στη Βόρεια Αμερική καταγράφεται η μεγαλύτερη ζήτηση παγκοσμίως για τα συγκεκριμένα προϊόντα και εκτιμάται ότι εκεί πωλούνται τα δύο τρίτα εξ αυτών. Η Ευρώπη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τα φυτικά καλλυντικά και απορροφά το άλλο ένα τρίτο.
Εντός της Γηραιάς Ηπείρου ξεχωρίζει πρώτη σε κατανάλωση η Γερμανία, καθώς εκεί πραγματοποιείται το 45%-50% των συνολικών πωλήσεων στην Ευρώπη, ενώ η Γαλλία ακολουθεί με το 29% επί των συνολικών πωλήσεων.
Αλλες σημαντικές αγορές στην Ευρώπη είναι η Ολλανδία και οι σκανδιναβικές χώρες. Τα στοιχεία αφορούν τα φυσικά και οργανικά ή βιολογικά καλλυντικά, όπως και προϊόντα προσωπικής περιποίησης.
Οι αριθμοί για το σύνολο της αγοράς, δηλαδή φυσικών και συνθετικών προϊόντων, είναι δυσθεώρητοι. Για παράδειγμα, η αξία της αγοράς λιανικής της Ευρώπης υπολογίζεται από την Cosmetics Europe στα 77 δισ. ευρώ.
Ομως η Ευρώπη παράγει μόλις το 70% των καλλυντικών που καταναλώνει και εισάγει το υπόλοιπο 30% κυρίως από την Αμερική και δευτερευόντως από την Κίνα και την Ιαπωνία. Περί τα 25 δισ. ευρώ είναι, σύμφωνα με την Eurostat, η αξία των εμπορικών συναλλαγών σε καλλυντικά μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εξαγωγές, για παράδειγμα, από την Ελλάδα προς τη Γερμανία. Τη μεγαλύτερη παραγωγή καθώς και εξαγωγές πραγματοποιούν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία η Βρετανία και η Ισπανία.
Το 2016 στην ευρωπαϊκή βιομηχανία καλλυντικών απασχολούνταν περίπου 1,7 εκατ. άτομα –γυναίκες σε ποσοστό άνω του 55%– μεταξύ των οποίων 27.800 επιστήμονες, σύμφωνα με την Euromonitor International.
Βεβαίως, αν η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη αγορά παραγωγής και κατανάλωσης, δεύτερες ακολουθούν οι ΗΠΑ με αξία χονδρικής στα 64 δισ. ευρώ. Εντυπωσιακό είναι και το μέγεθος της τρίτης παγκοσμίως αγοράς, που είναι η Κίνα, με 41 δισ. αλλά και της τέταρτης που είναι η Βραζιλία με 24 δισ. Επεται η Ιαπωνία με 22 δισ., η Ινδία με 10 δισ. και η Κορέα με 9 δισ. Ισχυρά ανερχόμενη είναι και η αγορά της Αυστραλίας αλλά και της ευρύτερης Ασίας.
Κλάδος με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον
Η αξία της ελληνικής αγοράς καλλυντικών σε τιμές λιανικής ανέρχεται στα 862 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με την Cosmetics Europe. Υπάρχουν, δε, 68 μικρότερες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ενεργές στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Euromonitor International.
Στη χώρα, το επιμέρους μέγεθος της αγοράς φυτικών καλλυντικών προσωπικής περιποίησης που πωλούνται μόνο στα φαρμακεία αγγίζει τα 60 εκατ. ευρώ, ενώ παρουσιάζει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 15-20%, εκτιμά η DK Consultants. Ωστόσο, ο κλάδος δεν έμεινε ανεπηρέαστος από την εγχώρια οικονομική κρίση, επισημαίνει, και συνεπώς οι ελληνικές εταιρείες στράφηκαν προς τις διεθνείς αγορές. Το παράδειγμα της εξωστρέφειας των μεγάλων του κλάδου και ειδικότερα της Κορρές Α.Ε. και της Apivita ακολουθούν και νεοσύστατες ελληνικές επιχειρήσεις, που στοχεύουν ήδη από το ξεκίνημά τους στις εξαγωγές των προϊόντων τους.
Ετσι, η ίδρυση και η λειτουργία κάποιων ιδιαίτερα δυναμικών εξαγωγικών ελληνικών ομίλων, σε συνδυασμό με την αναγνωρισιμότητα των ελληνικής προέλευσης φυσικών ουσιών και συστατικών, έχει προσελκύσει την προσοχή κολοσσών του κλάδου αλλά και επενδυτικών κεφαλαίων που διαβλέπουν σημαντικές υπεραξίες σε αυτή τη δραστηριότητα.
Η ύπαρξη υψηλά καταρτισμένου επιστημονικού και ερευνητικού προσωπικού και οι σοβαρότατες δαπάνες που πραγματοποιούν οι ηγετικές ελληνικές εταιρείες του κλάδου στην έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων, καθώς και η ευρύτερη καινοτομία που χαρακτηρίζει τον κλάδο, συμπεριλαμβανόμενου του τμήματος συσκευασίας σχεδιασμού και marketing, αποτελούν πρόσθετα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ελληνικής βιομηχανίας καλλυντικών φυσικής προέλευσης, εξηγούν οι ειδικοί.
Τις εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώνουν η εξαγορά νωρίτερα φέτος του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών της Apivita, συμφερόντων Νίκου Κουτσιανά από την ισπανική PUIG, μια εταιρεία με παγκόσμια παρουσία που δραστηριοποιείται στον χώρο της μόδας, των αρωμάτων και καλλυντικών, όπως και οι συζητήσεις που φέρεται να είχε πραγματοποιήσει με αυτή αλλά και άλλες ελληνικές εταιρείες ο γαλλικός κολοσσός L’ Oreal.
Το ενδιαφέρον εστιάζεται, βέβαια, στην εξαγωγική προοπτική αφού η ελληνική αγορά, αν και όχι αμελητέα, αποτελεί μόλις το 1,5% περίπου της ευρωπαϊκής. Στην Ελλάδα η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη σε καλλυντικά υπολογίζεται στα 74 ευρώ ετησίως και είναι χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που βρίσκεται στα 124 ευρώ. Στις πρώτες θέσεις στην κατά κεφαλήν κατανάλωση βρίσκονται η Ελβετία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Βρετανία.
Οι προοπτικές για τα ελληνικά φυτικά καλλυντικά χαρακτηρίζονται ευοίωνες, καθώς οι γενικότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ευνοούν τα προϊόντα του κλάδου. Επιπλέον, η πληθώρα των αγορών απορρόφησης φυτικών καλλυντικών ενισχύει τις εξαγωγικές προοπτικές.