Ο Αλέξανδρος Αρβανιτάς μας ταξιδεύει στον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου μέσα από τις απίστευτες ατάκες και την παρουσία της αξεπέραστης Γεωργίας Βασιλειάδου, η οποία γεννήθηκε ανήμερα πρωτοχρονιάς και κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο για τις ικανότητές της…
Η Γεωργία Βασιλειάδου, η κυρία που ταυτίστηκε με το γέλιο, είδε το πρώτο φως του ήλιου την Πρωτοχρονιά του 1897, στην Κυψέλη. Το πραγματικό όνομά της ήταν Γεωργία Αθανασίου, αλλά το άλλαξε για καλλιτεχνικούς λόγους. Η ζωή της ως παιδί ήταν πολύ δύσκολη. Ο πατέρας της πέθανε πολύ νέος και η Γεωργία αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο, προκειμένου να βοηθήσει την πολύτεκνη οικογένειά της.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Από μικρή αντιλαμβάνεται ότι ήταν γεννημένη για το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών περνά τυχαία έξω από τη Λυρική και μόλις μαθαίνει τι ακριβώς είναι εκεί, ζητά να περάσει οντισιόν. Τα καταφέρνει αμέσως, ανεβαίνει στη σκηνή και την κατακτά πολύ εύκολα. Γιατί η νεαρή Γεωργία υπήρξε ταλαντούχα. Σπουδάζει φωνητική στη Γεννάδιο Σχολή και γρήγορα μεταπηδά στη μεγάλη αγάπη της: το σανίδι. Συνεργάζεται με την Κυβέλη και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του ταλέντου της. Σε μια παράσταση την εντοπίζει η Μαρίκα Κοτοπούλη και της λέει: «Εδώ είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω εγώ, να σε βγάλω έξω». Από το 1925 και για 10 χρόνια Μαρίκα και Γεωργία γίνονται αχώριστες. Το 1931, όμως, ολοκληρώνεται η επαγγελματική συνεργασία τους και η Βασιλειάδου επιχειρεί να περάσει την πόρτα του Εθνικού Θεάτρου. Αποτυγχάνει όχι για καλλιτεχνικούς λόγους αλλά επειδή ήταν έγκυος. Στενοχωριέται πολύ, αλλά δεν το βάζει κάτω.
Το 1939, σε ηλικία 42 ετών, την ανακαλύπτει ο Αλέκος Σακελλάριος, στο καφενείο «Στέμμα», στην Ομόνοια. Ο μεγάλος σεναριογράφος και σκηνοθέτης μάς περιγράφει τη συνάντησή τους ως εξής: «Κάθισε απέναντί μου και ήταν φτυστή με αυτό που είχα φανταστεί για το ρόλο. Μόλις είχα βρει την κουτσομπόλα της γειτονιάς». Δίπλα στον Σακελλάριο η καριέρα της απογειώνεται. Ο ελληνικός κινηματογράφος τη φέρνει σε επαφή με το ευρύ κοινό. Οι ταινίες υπέροχες, ξεκαρδιστικές, μοναδικές. Σε όλες έβαλε τη σφραγίδα της. Αυτές την έκαναν διάσημη και λατρεμένη του κοινού. Μερικές πέρασαν στο πάνθεον της αιωνιότητας: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Η ωραία των Αθηνών», «Η καφετζού», «Η κυρά μας η μαμμή», «Η θεία απ’ το Σικάγο», «Ο θησαυρός του μακαρίτη», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», «Οι γαμπροί της Ευτυχίας».
Ατάκες της πολλές, διαχρονικές, χαρακτηριστικές. Ατάκες που σκόρπαγαν γέλιο μέχρι δακρύων. Μερικές απ’ αυτές αξίζει να μνημονευθούν, αδικώντας ασφαλώς άλλες, εξίσου σημαντικές, τις οποίες θυμούνται μικροί και μεγάλοι, τα τελευταία 60 περίπου χρόνια:
– Η ανιψιά μου κι εγώ είμαστε πάρα πολύ στενοχωρημένες γι’ αυτό που συνέβη, κύριε. Είμαστε very, very… πώς το λέτε εδώ στην Ελλάδα; Χολοσκασμένες.
Άλλη σκηνή από την ίδια ταινία:
-Χαρίλαε, μη μου πεις ότι αυτές είναι οι ανιψιές μου; Καλέ, πώς τα έχετε έτσι τα παιδιά; Ταμένα είναι;
Επίσης, από την ίδια ταινία:
-Και όλη αυτή η παλαιτσαρία θα φύγει! Yes… yes. Θα βάλουμε ένα ωραίο σαλονάκι, απ’ αυτά τα πολύ μοντέρνα, τα very, very… Πώς τα λέτε εσείς εδώ, γιατί ξεχνάω πώς τα λέμε εμείς εκεί!
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Βρε Καλλιόπη, όλα έξω τα έχουν τα κορίτσια!
-Τι λες, Ευτέρπη μου. Αλίμονο σε μας που πρέπει να τα έχουμε όλα μέσα.
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Πω, πω άντρες;
-Γιατί, φοβάσαι; Κανονικά, δηλαδή, αυτοί έπρεπε να φοβούνται. Αν ήξεραν τι τους περιμένει…
«Η θεία απ’ το Σικάγο, 1957».
-Ποιο δόντι σε πονάει;
-Ο κάτω δεξιός τραπεζίτης.
-Εμ, βέβαια. Τραπεζίτης και αριστερός γίνεται;
Άλλη σκηνή από την ίδια ταινία.
-Και δεν μου λες, κυρά μαμμή. Είναι έτσι όπως τα λέγαμε; Αγόρι, δηλαδή;
-Όχι, κορίτσι. Και τι κορίτσι. Κορίτσαρος. Αυτό τον άλλο μήνα θα φοράει σουτιέν.
Επίσης από την ίδια ταινία.
-Και με το συμπάθιο, κυρά μαμμή μου, τι σου χρωστάω;
-Τι να μου χρωστάς; Τίποτα δεν μου χρωστάς. Αλλά μιας και άνοιξες την τσάντα και είναι γρουσουζιά να την κλείσεις χωρίς να δώσεις τίποτα…
-Μπα;
-Μεγάλη γρουσουζιά, δεν το ξέρεις; Ε, αυτά είναι γνωστά. Δώσε τέλος πάντων ό,τι καταλαβαίνεις κι αν δεν έχεις χοντρά, δεν πειράζει. Μου τα δίνεις άλλη φορά που δεν θα έχεις ψιλά.
Από την ίδια ταινία:
-Το παιδί είναι ματιασμένο. Δεν το βλέπεις; Και είναι από γαλανό μάτι.
-Και είναι κακό αυτό;
-Κακό; Τα μαυρομάτικα ματιάσματα καθώς και τα μαυρομάτικα φασόλια δεν είναι τίποτα. Το γαλανό είναι άτιμο μάτι. Φτάνει μέχρι το μεδούλι. Μωρέ, είναι ρουφηγμένο το παιδί.
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Αυτό δεν είναι μάτι. Καρφί είναι…
Η κυρά μας η μαμμή», 1958.
-Και θα μ’ αφήσεις μόνη με τον ταξιτζή;
-Ε, τώρα δεν φοβάται πια. Σε συνήθισε.
Από το ίδιο έργο.
-Και να κλειστώ στο δωμάτιο μόνη με έναν άντρα;
-Μη φοβάσαι. Θα σβήσω το φως.
-Θα είσαι φρόνιμος;
-Χάρακας.
Από την ίδια ταινία:
-Θα νοικιάσεις το δωμάτιο, κυρά Αριστέα;
-Κατά πρώτον δεσποινίς. Και κατά δεύτερον, ναι, θα το νοικιάσω, να αυξήσουμε τα εισοδήματά μας, να βάλουμε και λίγο λίπασμα πάνω μας.
Επίσης, από την ίδια ταινία:
-Κοντά μου οι νεαροί θα έχουν όλα τα ροκφόρ.
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Θα γίνει το ολοκαύτωμα του… ζαρκαδίου.
Πάλι από την ίδια ταινία:
-Γιατί μας το έκανε αυτό ο μακαρίτης; Βάρεσε μια κλοτσιά και μετά έμεινε σανίδα…
Άλλη μία σκηνή:
-Εγώ φεύγω τώρα. Και ό,τι ποθήσετε, ό,τι επιθυμήσετε, να μου βροντολογήσετε…
«Η ωραία των Αθηνών», 1954.
-Κλέαρχε, αν ξαναπείς τον κοντό κοντό, θα έχεις να κάνεις μαζί μου.
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Υπάρχω και γω εδώ. Ε, ρε, μαύρο φίδι που σε έφαγε κατακαημένο κοντό.
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Πού σαι, κοντέ; Εμένα τον Ονούφριο μη μου τον παριστάνεις.
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Το κοντός κόβεται.
-Τώρα τι λες, παιδί μου; Κοντός είσαι συ, κοτζάμ ντερέκι…
Πάλι από την ίδια ταινία:
-Χαθήκανε, βρε, οι άντρες και πήγες και πήρες αυτή την κουβαρίστρα;
«Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», 1961.
-Απόδειξη;
-Τι να την κάνεις την απόδειξη; Αν είναι να σου φάνε λεφτά, θα τα φάνε και με απόδειξη.
Επίσης, από την ίδια ταινία:
-Αχ, κυρά Θεώνη μου, γιατί τα νοίκιασες τα δωμάτια;
-Και τι να το ‘κανα; Αποθήκη για αράχνες;
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Και του ‘λεγα: «Μην τρως, Χαράλαμπε. Μην τρως, θα σκάσεις!». «Α, μπα, το φαΐ δεν βλάπτει», έλεγε. Δεν βλάπτει, δεν βλάπτει, να ο Χαράλαμπος. Από άνθρωπος με τα όλα του, κατάντησε κορνίζα με μαύρο κρέπι.
Από την ίδια ταινία:
-Πολύ ωραία τραγούδησες.
-Αμ, την προίκα την έχουμε στο λαρύγγι μας, κυρία Θεώνη!
-Ο Θεός να σας φυλάει από φαρυγγίτιδα…
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Τι ‘ν’ αυτό; Πέφτουν σοβάδες;
-Ναι, πέφτουνε σοβάδες απ’ το ταβάνι. Αλλά μη στενοχωριέσαι. Έχω ένα κράνος στην αποθήκη. Θα στο φέρω…
Πάλι από την ίδια ταινία:
-Ανάθεμά σε, τι μου ‘κανες! Εμένα το κοτέτσι μου ήτανε παρθεναγωγείο! Να μην πατήσει μέσα σερνικός! Ποιος θα μου πληρώσει τώρα τις ζημιές;
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Τι κάνεις, βρε, στο ξένο δωμάτιο;
-Λάθος στην πόρτα.
-Λάθος κάνουνε στην ορθογραφία, όχι στις πόρτες!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Βλέπω έναν άνθρωπο με χρυσά…
-Ναύαρχος θα είναι…
-Βλέπω χρυσό…
-Χρυσή να σε κάψει…
«Ο θησαυρός του μακαρίτη», 1959.
Στην ταινία «Η καφετζού», το 1956, η μεγάλη κωμικός μας, χρησιμοποιώντας όλα τα εκφραστικά μέσα που διαθέτει, αναδεικνύει ένα ρόλο, ο οποίος παραμένει, ακόμη και σήμερα, από τους κορυφαίους του ελληνικού κινηματογράφου. Η συνεννόηση με τον καφετζή (Μίμης Φωτόπουλος) και η άντληση πληροφοριών απ’ αυτόν, προκειμένου να παραπλανούν τους αφελείς πελάτες, είναι εκπληκτική. Χαρακτηριστική η ατάκα που λέει στον βοηθό της καφετζή: «Σπύρο, πρώτη φορά βλέπω καφετζής να τρώει την καφετζού!». Ωστόσο, η ατάκα που εκστομίζει στην ανυπόμονη πελάτισσα (Ελένη Ζαφειρίου) είναι όλα τα λεφτά: «Μα εσείς, μαντάμ, μέσα σε ένα φλιτζάνι καφέ θέλετε να σας διαβάσω όλους τους Άθλιους του Βίκτορος Ουγκό. Αν ήταν έτσι, δεν έπρεπε να πιείτε τον καφέ σας σε φλιτζάνι αλλά σε κουβά!».
Η Γεωργία Βασιλειάδου διέθετε την εξυπνάδα, ώστε το μειονέκτημα της εμφάνισης το μετέτρεψε σε πλεονέκτημα. Γιατί δεν διακατεχόταν από κόμπλεξ. Τουναντίον, την ενδιέφερε η καριέρα της και μόνο αυτή. Κάποτε, ο Νίκος Τσιφόρος της είπε: «Βρε Γεωργία, σκέφτηκες να πας να κάνεις πλαστική στο πρόσωπο;». Για να του απαντήσει: «Και συ σκέφτηκες ότι τότε οι κωμωδίες σου θα πήγαιναν στράφι άμα τις έπαιζα;».
Η μεγάλη ηθοποιός μας εκτοξεύτηκε στη συνείδηση του ελληνικού λαού και δικαίως θεωρήθηκε η βασίλισσα της κωμωδίας. Στις 12 Φλεβάρη 1980 έδυσε για πάντα το άστρο της και ταξίδεψε στη γειτονιά των αγγέλων. Η απώλειά της σημαντική. Ακόμη και σήμερα με προσμονή βλέπουμε τις ταινίες της. Όταν φεύγει κάποιος από τη ζωή, σπουδαίος άνθρωπος, συνήθως λέμε πόσο φτωχότερος γίνεται ο τόπος. Πόσο δυσαναπλήρωτο είναι το κενό που αφήνει πίσω του. Για τη μεγάλη κυρία της κωμωδίας αυτό δεν αποτελεί κλισέ. Είναι η πραγματικότητα. Ευτυχώς που ο Φίνος με τις ταινίες της την κληροδότησε στις επερχόμενες γενιές. Γιατί η Γεωργία Βασιλειάδου είναι κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού. Υπέροχο, σημαντικό και κυρίως αδιαπραγμάτευτο… Η «όμορφη άσχημη» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, η σπουδαία ηθοποιός μας, ολοκλήρωσε τον κύκλο της ζωής της, σε ηλικία 83 χρόνων. Ποτέ όμως δεν θα ολοκληρώσει τον κύκλο της στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Γιατί του χάρισε απλόχερα στιγμές απέραντης χαράς, μαγικής απόλαυσης, εξαντλητικού γέλιου. Γέλιου μέχρι δακρύων. Γιατί η «όμορφη άσχημη» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου υπήρξε ΤΟ ΓΕΛΙΟ.