Αρνιόταν να βγει στη σύνταξη και έπαιζε στο θέατρο μέχρι το τέλος. Ακαταπόνητος, εργατικός, αισιόδοξος.. Ο λόγος για τον Κώστα Βουτσά, που έφυγε τα ξημερώματα από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών… Ο Αλέξανδρος Αρβανιτάς μας ταξιδεύει στο κόσμο του κινηματογράφου
Έσβησε σήμερα, σε ηλικία 88 ετών, η χαρά, το γέλιο, η νιότη μας. Ο Κώστας Βουτσάς ξεκίνησε το ταξίδι για την αιώνια γαλήνη. Πήγε να βρει τους μεγάλους του θεάτρου και του κινηματογράφου: τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Νίκο Ρίζο, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Γιάννη Γκιωνάκη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον Θανάση Βέγγο. Όλους αυτούς που μας χάρισαν απίστευτες στιγμές χαράς, ξενοιασιάς, γέλιου.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Ο Κώστας υπήρξε ο τελευταίος μεγάλος αυτής της γενιάς που απογείωσε την ελληνική κωμωδία. Γεννήθηκε το 1931, στον Βύρωνα, σε μια φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του αποφάσισαν να μετακομίσουν στη Νύμφη του Θερμαϊκού, προκειμένου να ζήσουν καλύτερα. Ωστόσο, και στην Αθήνα όπως και στη Θεσσαλονίκη τα έφερναν πέρα δύσκολα. Ο Κώστας έκανε οτιδήποτε για να βοηθήσει την οικογένειά του. Προκειμένου να επιβιώσει στην Κατοχή, εφάρμοζε το κόλπο με τα τσιγάρα. Έδινε στους Άγγλους αιχμαλώτους 100 τσιγάρα ελληνικής παραγωγής, δεύτερης ποιότητας, και του έδιναν τα δικά τους. Λιγότερα σε ποσότητα αλλά καλύτερα σε ποιότητα. Αυτά τα μεταπωλούσε σε ανθρώπους οι οποίοι ήταν ευκατάστατοι και κέρδιζε χρήματα, για να συνεισφέρει στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Επίσης, έκανε τον αβανταδόρο στους παπατζήδες. Όταν εμφανιζόταν η Αστυνομία, ειδοποιούσε τους συνεργάτες του και αυτοί εξαφανίζονταν. Έτσι, ως ανταμοιβή, του έδιναν χρήματα για τη… βοήθεια που τους πρόσφερε και αυτός με τη σειρά του τα έδινε στη μητέρα του.
Σε ηλικία 22 ετών αποφάσισε να σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Ο Βουτσάς ασχολήθηκε επαγγελματικά, πλέον, με το μεγάλο του πάθος. Έγινε ηθοποιός και για 60 χρόνια μάς χάρισε απίστευτες στιγμές στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση. Άνθρωπος πληθωρικός, μέχρι το τέλος έκανε αυτό που αγαπούσε. Να γυρίζει ταινίες, να παραδίδει μαθήματα στους νεότερους, καθημερινά, στη θεατρική σκηνή.
Στη ζωή του έκανε τρεις γάμους. Παντρεύτηκε την Έρρικα Μπρόγερ, με την οποία απέκτησαν μία κόρη, τη Σάντρα. Από τον δεύτερο γάμο του απέκτησε άλλες δύο ακόμη κόρες. Για να ολοκληρωθεί η ευτυχία του με τον τρίτο γάμο του. Το 2016 παντρεύτηκε την κατά 39 χρόνια μικρότερή του, επίσης, ηθοποιό, Αλίκη Κατσαβού, με την οποία τον Ιούλιο του ίδιου έτους απέκτησαν ένα γιο, τον Φοίβο. Όπως εξηγούσε σε συνεντεύξεις του, ο γάμος με την Αλίκη και η γέννηση του μικρού Φοίβου τού έδιναν ζωή, τον έκαναν χαρούμενο, ευδιάθετο και δημιουργικό. Ο Κώστας Βουτσάς συμμετείχε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις, βάζοντας τη δική του έξοχη πινελιά σ’ αυτές. Μάστορας στην επιθεώρηση, αλλά, επειδή υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός, ερμήνευσε ακόμη κλασικούς ρόλους του ελληνικού και παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Σημαντικές στιγμές υπήρξαν τα έργα «Αγάπη μου, παλιόγρια», «Ό,τι πείτε, υπουργέ μου», «Ο αρχοντοχωριάτης», «Σφήκες», «Με τη γυναίκα του φίλου μου», και τα πιο σύγχρονα «Εδώ γίνεται της Σοφοκλέους», «Η παπουτσωμένη Ντόρα», «Το μαντολίνο του ναυαγού Σημίτη», «Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή», «Πανικός στο υπουργείο» και πολλές άλλες. Η παρουσία υπήρξε εξίσου καταλυτική και στην τηλεόραση. Ποιος δεν θυμάται την εμφάνισή του στον «Ονειροπαρμένο», στο «Ημερολόγιο ενός θυρωρού», στους «Χλιδάτους», στις «Αμαρτίες γονέων», στον «Γιούγκερμαν» για να κλείσει με την παρουσία του στους «Δέκα μικρούς Μήτσους».
Ωστόσο, ο Κώστας Βουτσάς έγινε γνωστός και αγαπήθηκε με πάθος από τους συμπατριώτες του, γιατί άφησε το αποτύπωμά του στον κινηματογράφο. Οι ταινίες που έπαιξε πολλές και σημαντικές. «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Κάτι να καίει», «Οι κληρονόμοι», «Η χαρτοπαίχτρα, «Τέντυ μπόι, αγάπη μου», «Ένα έξυπνο, έξυπνο μούτρο», «Νύχτα γάμου», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Ο γόης», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Για ποιον κτυπά η κουδούνα», «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά», «Ο τρομοκράτης», «Τζακ ο καβαλάρης», «Ο Κώτσος στην ΕΟΚ» και άλλες πολλές. Ο τσαχπίνης, ο ερωτιάρης, ο καταφερτζής, ο οργισμένος… νέος, ο χορευτής, ο δάσκαλος, ο καπετάνιος, ο αγρότης ήταν ρόλοι που ερμήνευσε με άψογο τρόπο.
Σε όλους αυτούς, ωστόσο, το κύριο χαρακτηριστικό υπήρξε η καλοσύνη, η μαγκιά, η αγνότητα. Φρόντιζε να συμπάσχει με τους συμπρωταγωνιστές του και μέσα από τις κωμικές καταστάσεις να δίνει λύσεις και γι’ αυτούς αλλά και για τον εαυτό του. Οι ατάκες του υπήρξαν χαρακτηριστικές. Κάποιες απ’ αυτές άφησαν εποχή. Τις λέμε στις παρέες, όταν θέλουμε να εκτονωθούμε, να γελάσουμε, κυρίως, όμως, να νοσταλγήσουμε στιγμές, πράγματα, καταστάσεις:
«Φσσστ, μπόινγκ» («Κάτι να καίει», 1964).
«Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» («Κορίτσια για φίλημα», 1965).
«Παιδί μου, εγώ ήταν να τρουπώσω. Τρούπωσα;» («Ένα έξυπνο, έξυπνο μούτρο», 1965).
-Άκου, μαμά… Ήρθε εδώ η Πέπη και την έδιωξα. Ναι! Της είπα όσα με είπες, αλλά με είπε χαλβά και πολύ στενοχωρήθηκα. Μαμά, άκου, να με κάνεις κιοφτέδες. Πολλούς κιοφτέδες. Και κομματάκι χαλβά. («Νύχτα γάμου» 1967).
«Κατίνα, σαλαμάκι» («Ο γόης, 1969»)…
Οι διάλογοί του εξαιρετικοί, σπαρταριστοί, χαρίζοντάς μας απλόχερα το γέλιο. Ένα γέλιο που προέκυπτε αβίαστα. Από μια γκριμάτσα, μία κίνηση, μια του λέξη:
-Απαιτώ αυτή κουδούνα να φύγει από δω μέσα.
-Ναι, μη σου πέσει η υπόληψη. Κι ύστερα τι έχει η κουδούνα; Γυαλιστερή, γυαλιστερή!
-Σου ζήτησα εγώ γυαλιστερή, γυαλιστερή κουδούνα;
-Ε, εσένα θα σου φέρουμε αγυάλιστη…
«Για ποιον κτυπά η κουδούνα», 1968
-Δεσποινίς Αμαλία…
-Τι φωνάζεις, παιδί μου, ακούω…
-Δεσποινίς Αμαλία…
«Ένα έξυπνο, έξυπνο μούτρο», 1965
-Βήξτε, παρακαλώ… Πιο δυνατά… Μα πιο δυνατά, δεν έχετε δύναμη;
-Δύναμη έχω, γρίπη δεν έχω.
«Ένας άφραγκος Ωνάσης», 1969
-Τι είν’ όλα αυτά;
-Αλληλογραφία των αναγνωστών μου.
-Και μου έκανες το κρεβάτι ποστ-ρεστάντ;
«Επτά χρόνια γάμου», 1972
-Οι από πάνω λένε ότι βάζεις δυνατά τη μουσική και χαλάς τον κόσμο. Θα μας φέρουν δικηγόρο…
-Άντε, μην ανέβω πάνω και γίνει της ανωμαλίας εδώ πέρα…
«Οι κληρονόμοι», 1964
-Και αυτή η κουζίνα, εδώ, υπερ-αυτόματη είναι;
-Μάλιστα, κύριε, υπερ-αυτόματη είναι.
-Και τι κάνει;
-Σηκώνεται το πρωί, αγοράζει από το μανάβη πατάτες, ύστερα πηγαίνει στο χασάπη, αγοράζει το κρέας, τα βάζει όλα μέσα στην κατσαρόλα, τα μαγειρεύει, σε καθίζει στην καρέκλα, σου δένει την πετσέτα σφιχτά στο λαιμό, σε ταΐζει και κατόπι σε στέλνει στο διάολο.
«Γαμπρός απ’ το Λονδίνο», 1967.
Ο Αμερικανός κωμικός ηθοποιός, Lenny Bruce, («Λένι ο βρομόστομος»), έλεγε: «Ο ρόλος του κωμικού είναι να κάνει το ακροατήριο να γελάει τουλάχιστον μία φορά κάθε 15 δευτερόλεπτα». Αμφιβάλλει κανείς ότι ο Βουτσάς το πέτυχε στον απόλυτο βαθμό. Εκεί ψηλά, στη γειτονιά των αγγέλων, θα συμμετέχει στο θίασο του ουρανού, με πολλούς πρωταγωνιστές. Δασκάλους του και φίλους καλλιτέχνες, μεγάλους του θεάτρου και του κινηματογράφου. Και ο Κώστας, ο δικός μας Κώστας, θα έχει σίγουρα πρωταγωνιστικό ρόλο, ανάμεσα στα ιερά τέρατα του πολιτισμού μας…
Οι φωτογραφίες από το αρχείο της Finos Films (thetoc.gr)