Μάιος 30, 1941… Την ημέρα που οι ναζιστικές ορδές ανακοίνωσαν την κατάληψη της Κρήτης, του τελευταίου ελεύθερου εδάφους της Ελλάδας, δυο φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας αποφάσισαν με μια ριψοκίνδυνη και συμβολική κίνηση να δείξουν πως τίποτα δεν είχε τελειώσει (video)
H Ακρόπολη είναι ένα αιώνιο σύμβολο. Εκατομμύρια άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη έχουν ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα προκειμένου να τη θαυμάσουν από κοντά. Όπως κάθε σύμβολο έτσι και αυτό πρέπει να έχει τους υπερασπιστές του. Κάπως έτσι, μια ημέρα σαν σήμερα, δυο φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, βλέποντας να κυματίζει πάνω στον Ιερό Βράχο, το ανίερο πανί με τη σβάστικα που είχε ρίξει μαύρο σκοτάδι πάνω από την Ευρώπη, αποφάσισαν να δράσουν και να το αφαιρέσουν.
Ήταν μια άκρως συμβολική πράξη, καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη ως η πρώτη αντιστασιακή, που έστειλε στον εχθρό ένα μήνυμα: «Δεν πρέπει να κοιμάσαι ήσυχος». Ήταν μια πράξη, με στοιχεία ηρωισμού και άγνοια κινδύνου, που έκανε έστω και για λίγο το ηθικό να αναπτερωθεί και αυτοί που ακόμα και σήμερα την αμφισβητούν είναι αυτοί που ποτέ δεν τη συγχώρησαν…
Το σχέδιο για να κατέβει η σημαία και η μυστική σπηλιά
Στα τέλη του Μάη του 1941 ολόκληρη η Ελλάδα παρακολουθούσε και έπαιρνε κουράγιο από την ηρωική μάχη που έδιναν οι Κρήτες απέναντι στα ναζιστικά στρατεύματα. Όσο η Κρήτη άντεχε, τόσο οι υπόλοιποι Έλληνες έπαιρναν κουράγιο. Το πρωί της 30ης Μαΐου, ωστόσο, ήρθαν τα κακά μαντάτα. Η είδηση πως η μεγαλόνησος έπεσε στα χέρια των ναζί, σκόρπισε θλίψη και απογοήτευση.
Για δυο φοιτητές, ωστόσο, το άκουσμα της είδησης αυτής σήμαινε ώρα για δράση. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, είχαν μέρες πριν καταστρώσει ένα παράτολμο σχέδιο. Μια ημέρα, όντας καθισμένοι στο Ζάππειο και κοιτάζοντας απέναντι, τη σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη, είπαν πως αυτό το πανί πρέπει να κατέβει από εκεί. Και άρχισαν την έρευνα. Προσπάθησαν να βρουν ένα τρόπο ώστε και τη σημαία να κατεβάσουν και χαμπάρι να μην τους πάρουν οι Γερμανοί και να φύγουν σαν κύριοι από το σημείο.
Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και αναζήτησαν οτιδήποτε σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Έπεσαν με τα μούτρα στο διάβασμα και ανακάλυψαν πως η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.Πρόκειται ουσιαστικά για μια σπηλιά (στην πραγματικότητα μια μικρή τρύπα) που βρίσκεται πάνω από την Μυκηναϊκή Κρήνη. Βρίσκεται μέσα σε μια φυσική σχισμή, που δημιουργήθηκε όταν αποκολλήθηκε μεγάλο τμήμα του βράχου. Ο μόνος τρόπος προσέγγισης της ήταν μέσω μιας σκάλας η οποία για καλή τύχη των Γλέζου και Σάντα δεν φαινόταν από τους φρουρούς ή τα περίπολα. Η κλίμακα αυτή σχετίζεται σύμφωνα με περιγραφές του Παυσανία με την εορτή των Αρρηφορίων, όπου νεαρά κορίτσια των Αρρηφόρων μετέφεραν νερό από την Ακρόπολη προς το Ιερό της Αφροδίτης και του Έρωτα. Μέσα στη σπηλιά είχαν τοποθετηθεί ξύλινες σκαλωσιές από Αμερικανούς αρχαιολόγους οι οποίοι προπολεμικά πραγματοποιούσαν ανασκαφές. Αυτές τις σκαλωσιές χρησιμοποίησαν οι δύο φοιτητές για να αναρριχηθούν στην Ακρόπολη.
Το σχέδιο ήταν έτοιμο. Η αφορμή (με την κατάληψη της Κρήτης) δόθηκε. Τώρα έμενε το δύσκολο κομμάτι. Η πράξη. Το ίδιο κιόλας βράδυ, οι δυο φίλοι με «όπλα» τους ένα φανάρι και ένα μαχαίρι, ξεκινούν τη ριψοκίνδυνη αποστολή τους. Ξεκίνησαν περίπου στις 9:30 το βράδυ και όταν πλέον η τεράστια ναζιστική σημαία έπεφτε στα χέρια τους το ρολόι έδειχνε σχεδόν μεσάνυχτα. Την πήραν μαζί τους, την έκρυψαν μέσα στη σπηλιά και ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο για να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Η οργή των Ναζί και τα λόγια των πρωταγωνιστών
Όπως αναφέρθηκε ήδη στην αρχή του κειμένου, η ηρωική αυτή πράξη, ακόμα και σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση από μερικούς. Αυτοί (οι ιδεολογικοί απόγονοι των ναζί) που την αμφισβητούν είναι αυτοί που δε συγχώρησαν τον Γλέζο και τον Σάντα. Χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το ότι η υποστολή της σημαίας γίνεται με τη δύση του ήλιου. Ξεχνούν (;) όμως πως η σβάστικα ήταν πολεμική σημαία, σε κατεκτημένο έδαφος εν καιρώ πολέμου και άρα δεν γινόταν υποστολή.
Επιπλέον, υπάρχει και η ανακοίνωση του Γερμανού φρουράρχου, που δημοσιεύτηκε σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες την 1η Ιουνίου 1941, στην οποία γίνεται ξεκάθαρα αναφορά σε «υπεξαίρεση» της σημαίας. «Κατά την νύκτα της 30ής προς 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθούν διά της ποινής του θανάτου».
Με δεδομένο πως ο φρούραρχος δεν θα δημιουργούσε από το κεφάλι του μια ιστορία για να κάνει ήρωες κάποιους αντιστασιακούς, ούτε θα «ανακάλυπτε» μια τέτοια ιστορία που πρόσβαλε τους Γερμανούς, καταρρίπτεται και το αφήγημα που έλεγε πως οι Γλέζος και Σάντας βρήκαν σε ένα κουτί τη σημαία και απλά την έκλεψαν. Η ανακοίνωση κάνει ξεκάθαρα λόγο για «κυματίζουσα» σημαία.
«Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, “Μάνα!”. Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, “Πού ήσουν;”. Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, “Πήγαινε κοιμήσου”.
Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, “Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;”. Του απαντάει, “Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη”. Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου» είχε πει ο Μανώλης Γλέζος σε παλαιότερη συνέντευξή του και πρόσθετε: «Πώς κατεβάσαμε τη σημαία; Έγινε ένα σκαρφάλωμα, αλλά δεν μπορέσαμε να την κατεβάσουμε αρχικά. Κρεμαστήκαμε μαζί με τον Λάκη, αλλά υπήρχαν τρία συρματόσχοινα που έπρεπε να κόψουμε. Τα λύσαμε. Και τότε την ταρακουνήσαμε και μετά από λίγο, έπεσε πάνω μας. Μας κουκούλωσε. Η ώρα κόντευε μία το πρωί. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας μας και το υπόλοιπο το ρίξαμε στο σπήλαιο της Αγραύλου όπως ήταν ως τότε γνωστό. Σήμερα οι αρχαιολόγοι το χαρακτηρίζουν ως Μυκηναϊκή Κρήνη».
Από την πλευρά του ο Λάκης Σάντας είχε πει: «Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κοιτούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή».
Με πληροφορίες από τη σελίδα reader.gr