Ο Αλέξανδρος Αρβανιτάς μας μιλάει για τον Νικόλα Ασιμο.. Τον αντισυμβατικό, συναισθηματικό συνάμα όμως ανθρώπινο καλλιτέχνη που έφυγε σε ηλικία 39 ετών (video)
Αν θέλουμε να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει αντισυμβατικός καλλιτέχνης, αντικομφορμιστής, αυτός που δεν μπαίνει σε καλούπια, σε φόρμες, ο Νικόλας Άσιμος αποτελεί το πληρέστερο παράδειγμα. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, ονειροπόλος, επαναστάτης, λειτουργούσε με το ένστικτο, το συναίσθημα, το είναι του. Μακριά από συμφέροντα, δισκογραφικές εταιρίες, χρήμα. Καμιά σχέση με τη χλιδάτη ζωή συναδέλφων του. Έγραψε τραγούδια για τους φίλους του. Για τους ανθρώπους. Για τον έρωτα και την αγάπη. Μα πάνω απ’ όλα για τον εαυτό του, την ψυχούλα του.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Ο Νικόλας γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1949, στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσε στην Κοζάνη. Το επώνυμό του ήταν Ασημόπουλος. Σε ηλικία 19 ετών εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, αλλά τον Μάιο του ’73 εγκατέλειψε τις σπουδές του, κατέβηκε στην Αθήνα και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη μεγάλη αγάπη του, τη μουσική. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε με τον Πάνο Τζαβέλα, τον Γιάννη Ζουγανέλη, τον Σάκη Μπουλά και άλλους σπουδαίους της γενιάς του. Υπήρξε βαθύτατα πολιτικοποιημένο άτομο. Κινούνταν στο χώρο της αναρχίας και επιχείρησε να κάνει πράξη τα «πιστεύω» του μέσα από τους στίχους, τα τραγούδια, τη στάση ζωής του. Απέκτησε μια κόρη εκτός γάμου, τη Λίλιαν, η οποία έγινε η μασκότ της αγαπημένης του γειτονιάς, των Εξαρχείων.
Τη μεγάλωσε μόνος, καθώς χώρισε με τη σύζυγό του. Δηλαδή, όχι ακριβώς μόνος, καθώς τον βοηθούσαν οι φίλοι του και όλοι οι θαμώνες της πλατείας. Η ζωή του υπήρξε φτωχική, αρκετά λιτή. Ζούσε σε ένα υπόγειο της οδού Αραχώβης 41, στα Εξάρχεια και μόνο σ’ αυτά, την περίφημη «υπόγα του Άσιμου». Μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως η Χάρις Αλεξίου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμήνευσαν δικά του, εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία πέρασαν στο ευρύ κοινό και αγαπήθηκαν με πάθος. Ειδικά, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, με τη μοναδική μελωδική φωνή του, απογείωσε τα υπέροχα δημιουργήματα του Νικόλα. «Χαιρετίσματα», «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ’ρθω να σε βρω», «Θα νικήσουμε», «Καταρρέω», «Πάρε με» και άλλα πολλά, τα οποία ανέδειξαν στο έπακρον το σπουδαίο ταλέντο του.
Ο Άσιμος συμμετείχε σε πέντε ελληνικές ταινίες και έγραψε ένα βιβλίο: «Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους». Στην παρουσίασή του αυτοσυστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό με τον δικό του, μοναδικό τρόπο: «Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος και το ‘‘Άσιμος’’ με γιώτα. Γιατί όταν λέμε ‘‘ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής’’, η λέξη ‘‘άσημος’’ παίζει το ρόλο του επιθετικού προσδιορισμού του εαυτού μου… Κάποτε θα με διαβάσεις, ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δεν θα ’μαι πια εγώ. Θα ’ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους».
Όλη του η ζωή υπήρξε γεμάτη ποίηση, τραγούδι, μουσική. Αυτή την πειραγμένη, αγγελική μουσική του. Ξεχείλιζε, ωστόσο, από συναίσθημα, φιλία, έρωτα. Τα τραγούδια του έμειναν στην ιστορία. Ανεξίτηλα χαραγμένα στη συλλογική μνήμη μας.
ΑΓΑΠΑΩ ΚΙ ΑΔΙΑΦΟΡΩ: «Αγαπάω κι αδιαφορώ/και κρατάω τον κατάλληλο χορό. Το λοιπόν θα αγαπάω και μένα, όπως εκείνη…».
ΘΑ ’ΡΘΩ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ: «Όπου να ’ναι θα ’ρθω να σε βρω/και το μυστικό μου να σου πω. Το ’ψαξα πολύ για να το πω σε σένα/και έχανα πολύτιμο καιρό. Στο δικό μου τον παλμό/ζήταγα πολύ να αγαπηθώ. Έδωσα τα πάντα και τα ξαναδίνω/και γι’ αυτό μπορώ να σ’ αγαπώ».
ΚΑΤΑ-ΚΑΤΑ-ΚΑΤΑΡΡΕΩ: «Πήρες τους δρόμους/πας με τα φρικιά. Και με εξοντώνεις ψυχολογικά/Και άρχισες τα φεμινιστικά… Ανεξαρτησία γύρευες και συ/τρέχεις με όποιον φτάνεις κι όποιον σου βρεθεί. Γιατί να σ’ αγαπώ δηλαδή; Κατα-κατα-καταρρέω/άλλο πλέον δεν μπορώ. Θα ερωτευτώ τον Παπαντρέο, τον Ποπάι, τον Ζορό/και δεν ξαναγαπάω θηλυκό. Κατα-κατα-καταρρέω, το παρατραβάς/πώς να αποφύγω το μοιραίο, έγινα και κερατάς. Ελεύθερέ μου έρωτα πονάς…».
ΡΕ ΜΠΑΓΑΣΑ: «Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω; Μιαν ανάσα, γυρεύω για να γιάνω. Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις/δεν χαμπαριάζεις. Πρότεινέ μου κάποια λύση/δεν θα σου παρα-κοστίσει…»…
Δυστυχώς, η ζωή τα έφερε ανάποδα γι’ αυτόν τον ευαίσθητο άνθρωπο. Αρνήθηκε να στρατευτεί, γιατί ήταν ενάντια στην ιδεολογία του. Από το 1981 απέκτησε σχέσεις με τα ψυχιατρεία. Μπήκε και βγήκε κάμποσες φορές. Η υγεία του κλονίστηκε Οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν. Μια νεαρή κοπέλα τον κατήγγειλε για βιασμό. Δεν άντεξε ποτέ την κατηγορία. Ο ψυχισμός του είχε τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Δεν ξεπέρασε ποτέ το σοκ. Ισχυριζόταν ότι ήταν αθώος, αλλά η δίκη δεν έγινε ποτέ. Τον πρόλαβε, βλέπετε, ο θάνατος.
Ο σκηνοθέτης Νίκος Ζερβός υπήρξε ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν μέχρι τέλους. Πάλευε, όμως, με τους δαίμονές του. Όταν του τηλεφώνησε και του είπε ότι σκόπευε να βάλει τέλος στη ζωή του, εκείνος δεν τον πίστεψε και το κατάλαβε την επόμενη μέρα, όταν ο χάρος πήρε στην αγκαλιά του το φίλο του, Νικόλα.
Το ημερολόγιο έδειχνε 17 Μαρτίου 1988 και ο Άσιμος, σε ηλικία 39 ετών, ταξίδεψε στη γειτονιά των αγγέλων. Άφησε πίσω του, όμως, υπέροχους στίχους, μελωδικά άσματα, τραγούδια που χαϊδεύουν την ψυχή μας. Και κυρίως φίλους. Πολλούς φίλους που τον θυμούνται ακόμη και τον μνημονεύουν, όχι μόνο στη γειτονιά του, τα Εξάρχεια, αλλά όπου υπάρχουν πικραμένοι, ερωτευμένοι, συναισθηματικοί και μοναχικοί άνθρωποι. Γιατί ο Νικόλας δεν ήταν άσημος. Υπήρξε άνθρωπος μέχρι το τέλος…
Και να ξέρετε ότι οι άνθρωποι είναι εκείνοι που κρίνουν τις πράξεις μας, εκείνοι μας καταλαβαίνουν και έχουν τη δύναμη να μας συγχωρούν! Επειδή αύριο συμπληρώνονται 25 χρόνια από την ημέρα που άνοιξε τα… φτερά του και πέταξε στον κόσμο της αθανασίας ο ποιητής τού «Άξιον Εστί», Οδυσσέας Ελύτης, θα θέλαμε να αφιερώσουμε στον άλλον ποιητή, Νικόλα, τους παρακάτω στίχους του μεγάλου νομπελίστα μας. Θα συμφωνήσετε, νομίζω, ότι τον αντιπροσωπεύουν απόλυτα:
Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τα έθνη άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξυνόχορτο.
– Βλέπω τα πελέκια στον αέρα, σκίζοντας προτομές αυτοκρατόρων και στρατηγών.
– Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
– Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
………………………………………………………………………………………….
Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.
– Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς, με τις κρήνες και τα όρθα λεοντάρια.
– Βλέπω τους εφήβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια κλήρωση των ζευγαριών.
– Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών.
…………………………………………………………………………………………..
Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τους στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
– Βλέπω τους χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαριότητα των ουρανών.
– Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
– Βλέπω τους κανονιοφόρους του Έρωτα…
…………………………………………………………………………………………..
Και θα ’ρθούνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα ’ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, πού να θρηνήσει ο ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα, καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων…