Η τηλεόραση στη Δονούσα έφτασε στα τέλη του 1960· για την ακρίβεια, έφτασαν δύο τηλεοράσεις με μια βενζινομηχανή και λίγα χρόνια αργότερα, την ώρα που παιζόταν το σίριαλ Άγνωστος Πόλεμος, το νησί μοιραζόταν μπροστά απ’ αυτές τις δύο οθόνες. «Γέμιζε το σπίτι», θυμάται ο Δημήτρης Κωβαίος, στο πατρικό σπίτι του οποίου βρισκόταν η μία από τις δύο συσκευές. Από το δικό του στόμα μαθαίνουμε επίσης ότι το πρώτο ραδιόφωνο με υγρές μπαταρίες εξέπεμψε περίπου το 1949. Μέχρι τότε, ό,τι γινόταν, για παράδειγμα, στον πόλεμο το μάθαιναν αν ερχόταν καμιά βάρκα από τη Νάξο. Το ρεύμα έφτασε στο νησί το 1983.
Τις ιστορίες του κ. Κωβαίου, καθώς και άλλων γηραιών ή παλαιών κατοίκων της Δονούσας, που είναι πλέον προσβάσιμες στο ευρύ κοινό μέσω ψηφιακής πύλης (μπείτε εδώ… ), κατέγραψε ο σημερινός πρόεδρος της Κοινότητας της Δονούσας, Ηλίας Πράσινος, σε συνεργασία με τη δημιουργική ομάδα Media dell’Arte, την Ένωση Δονουσιωτών Κυκλάδων και τον Πολιτιστικό Περιβαλλοντικό Σύλλογο Δονούσας «Ποσειδών», σε μια προσπάθεια να διαφυλαχθούν οι προφορικές αφηγήσεις ως μέρος της πολιτισμικής φυσιογνωμίας του νησιού. «Μιλάμε για μια κοινότητα και μια παράδοση που αναπτύχθηκαν σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κι αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά και μεγαλούργησαν. Μετέφεραν πέτρες με τα χέρια, έφτιαξαν ξερολιθιές, εμείς ούτε με φορτηγά δεν μπορούμε να τα κάνουμε σήμερα αυτά. Εκείνοι καλλιέργησαν τα βουνά, τα λαγκάδια, είχαν την κτηνοτροφία τους, ύφαιναν τα ρούχα τους, έγιναν πρακτικοί γιατροί, ήταν αυτάρκεις», εξηγεί ο κ. Πράσινος.
Η καταγραφή των μαρτυριών ξεκίνησε το 2006, με αφορμή μια εργασία που έκανε στο μάθημα Κοινωνικής Λαογραφίας την περίοδο που φοιτούσε στο Τμήμα Κοινωνιολογίας στην Πάντειο. «Και οι δυο μου γονείς κατάγονται από τη Δονούσα, αλλά εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Tα τελευταία 13 χρόνια μένω μόνιμα πια στο νησί. Τις ιστορίες αυτές τις άκουγα από παιδί, όμως συνειδητοποίησα πως, όταν θα φύγει από τη ζωή και η τελευταία γενιά που βίωσε τις δύσκολες εποχές της Δονούσας, θα χαθεί μαζί και η μνήμη. Ήθελα να διασώσω την ηθική και τις αξίες που πρέσβευαν αυτοί οι νησιώτες, να υμνήσω την επινοητικότητά τους», επισημαίνει.
Η πολύχρονη αυτή προσπάθεια, που περιλαμβάνει συλλογή φωτογραφιών, αφηγήσεις, κοινοτικά έγγραφα, μελέτες για την ντοπιολαλιά, τοπωνυμία και δημιουργία γενεαλογικού δέντρου, έχει πλέον ψηφιοποιηθεί και αποτελεί μια σύγχρονη ψηφιακή κιβωτό, η οποία υλοποιήθηκε σε συνεργασία με το πρόγραμμα Cycladic Identity του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. «Η γκάμα και ο όγκος των πληροφοριών μετά από τόσα χρόνια ήταν πολύ μεγάλος, προσανατολιζόμασταν προς μια έκδοση, αλλά κι αυτό δεν ήταν εύκολο. To Cycladic Identity ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Πέρα από τη χρηματοδότηση, για την ψηφιοποίηση αυτού του αρχείου βοήθησαν και με σεμινάρια για τη διαχείριση του υλικού», σχολιάζει ο κ. Πράσινος.
«Η πρωτοβουλία Cycladic Identity ξεκίνησε το 2022 από το MKT, θέλοντας να στηρίξει τα νησιά στα οποία οφείλει την ύπαρξή του», εξηγεί και η project manager του προγράμματος, Θεανώ Αγαλόγλου. «Ήρθαμε σε επαφή με τις τοπικές Αρχές στα νησιά και κάναμε μια χαρτογράφηση των φορέων που δραστηριοποιούνται σε κάθε τόπο με βάση τους άξονες προτεραιότητάς μας – άυλη πολιτιστική κληρονομιά, βιοποικιλότητα, πολιτισμό». Από τις 24 προτάσεις προκρίθηκαν οι πρώτες εννέα σε οκτώ νησιά. Η κυρία Αγαλόγλου αναφέρει πως η online πλατφόρμα της Δονούσας είναι ένα δυναμικό εργαλείο που μπορεί διαρκώς να εμπλουτίζεται αλλά και να αποτελέσει τη βάση για άλλες δράσεις. «Επιτρέπει στους κατοίκους να γίνουν ερευνητές της ιστορίας του τόπου τους».
Ο Ηλίας Σκοπελίτης (Μπαρμπα-Λιάς) και η Ελένη Σκοπελίτη με μέλη της οικογένειας τη δεκαετία του ’30. Το «Σκοπελίτης» είναι από τα ελάχιστα επίθετα που δεν προέρχονται από την Αμοργό. Ο πρώτος Σκοπελίτης ήρθε στο νησί από τη Σύμη, όμως οι δικοί του πρόγονοι κατάγονταν από τη Σκόπελο.
Η Δονούσα και ο έξω κόσμος
Όταν ξεκίνησαν οι συνεντεύξεις, η Δονούσα δεν είχε ακόμη τη σημερινή τουριστική ανάπτυξη. «Οι κάτοικοι έβλεπαν όμως με αισιοδοξία το ότι ερχόταν κόσμος στο νησί. Ζώντας όλα αυτά τα χρόνια σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και απομόνωσης, τους φαινόταν υπέροχο το ότι υπήρχε δρόμος, γιατρός, ότι έδενε καράβι τακτικά», λέει ο κ. Πράσινος. Με τους περισσότερους κατοίκους ο ίδιος συνδεόταν οικογενειακά ή φιλικά, υπήρχε άνεση στη συζήτηση, ωστόσο δεν θέλησε ποτέ να κατευθύνει τις κουβέντες. «Έβγαινε ο καφές, η ρακή και ξεκινούσαν να μιλούν φυσικά, αβίαστα για ό,τι ήθελαν, ξεδίπλωναν τις μνήμες τους. Αυτό που θέλαμε να διαφυλάξουμε είναι τα βιώματά τους, τις εντυπώσεις τους. Εκείνα τα χρόνια ήταν εντελώς διαφορετικά, χωρίς ρεύμα, χωρίς τηλέφωνο, οι άνθρωποι ήταν σε έναν δικό τους κόσμο κυριολεκτικά. Αυτό όλο είχε μια μαγεία, δούλευε το μυαλό πάρα πολύ…»
Στη συνέχεια, βέβαια, η ομάδα αναζήτησε και το κοινοτικό αρχείο του νησιού –η Δονούσα έγινε αυτόνομη κοινότητα το 1952– και εκεί βρήκαν τα κείμενα που στην ουσία πλαισίωναν τις ιστορίες των κατοίκων. «Μας διηγούνταν πώς έφτιαχναν τα μονοπάτια ή πώς ήρθε το πρώτο καράβι και έπειτα βλέπαμε και τα αρχεία που επιβεβαίωναν αυτές τις πληροφορίες. Το αρχειακό υλικό περιγράφει τη σχέση της Δονούσας με τον έξω κόσμο, νομαρχίες, υπουργεία, βουλευτές. Έχει ενδιαφέρον να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους πώς επικοινωνούσαν με το επίσημο κράτος που ήταν εντελώς απόν εκείνη την περίοδο».
Πλιάτσικα και ανταλλαγές
Πολλές ιστορίες μάς μεταφέρουν στα χρόνια της Κατοχής. Οι περισσότεροι θυμούνται το πλιάτσικο που είχε γίνει στο γερμανικό καράβι που είχε χτυπηθεί στην παραλία του Κέντρου (όπως αποκαλούν οι ντόπιοι την παραλία που οι επισκέπτες γνωρίζουν ως Κέδρο), όμως υπάρχουν και συγκινητικές ιστορίες, όπως αυτή που αφηγείται η Ελευθερία Σιγάλα, σύμφωνα με την οποία οι συμπατριώτες της αντάλλασσαν ένα πιάτο στάρι, οι Δονουσιώτες έσπερναν κι είχαν κουκιά, ρεβίθια, φακές, πατάτες, με τις προίκες κοριτσιών από τα Δωδεκάνησα. «Ξέρεις πόσα πράματα δίνανε για να πάρουνε ένα πιάτο στάρι; Και εκείνο μας λειβότανε ύστερα, γιατί ερχόντανε πολλοί. Άλλους τους λυπόσουνα, άλλους τις είχανε ανάγκη. Ρούχα, πολλά ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες, των κοριτσιώ άπιαστα, άθιχτα και τα δίνανε για κομμάτι ψωμί, που λένε. Κι έτσι λοιπό μείναμε κι εμείς στο τέλος χωρίς φαΐ, γιατί δίναμε το ψωμί, δίναμε τον καρπό, επί τω πλείστω καρπό δίναμε».
Προφορικές αφηγήσεις για τα ρούχα που τα έπλεναν με στάχτη, για τον θεσμό όπου κάθε Δονουσιώτης δεσμευόταν να προσφέρει μεροκάματα για το κοινό καλό, για τη μαμή που ξεγεννούσε κατσίκια και ανθρώπους.
Χαρακτηριστική για την εποχή είναι και η ιστορία που ανασύρει από τη μνήμη του και ο Δημήτρης Κωβαίος για τη μητέρα του τα χρόνια εκείνα. Εκτός από το καράβι που χτυπήθηκε, είχε γίνει και μια αεροναυμαχία και έπεσε ένα αγγλικό αεροπλάνο. Άνοιξαν αλεξίπτωτα, αλλά δεν σώθηκε κανείς. Η γυναίκα πήγε κοντά στην πλαγιά. Έσβησε το αλεξίπτωτο που καιγόταν, έκοψε το ύφασμα, τα αλεξίπτωτα τότε ήταν από μετάξι και καθώς ήταν μοδίστρα, έφτιαξε ένα φόρεμα για τη μεγάλη της κόρη.
Προφορικές αφηγήσεις για τα μεταλλεία του νησιού, για τα παιδιά που ανέβαιναν στα βαγονέτα και κατέβαιναν στις γαλαρίες για παιχνίδι, για τις καλλιέργειες κρεμμυδιού, για τον σηλυβριανό, τον αντικριστό χορό που χορεύουν δύο άντρες, τα ρούχα που τα έπλεναν με στάχτη, για τα γλέντια, για τον θεσμό της προσωπικής εργασίας όπου κάθε Δονουσιώτης δεσμευόταν να προσφέρει μεροκάματα για το κοινό καλό, για τη μαμή που ξεγεννούσε κατσίκια και ανθρώπους. «Ό,τι ηκακογένναν εμένα ηφέρνα. Βρε στη Μεσσαριά, βρε στην Καλοταρίτισσα, βρε εδώ κάτω, βρε παντού», θυμόταν τον Οκτώβριο του 2006 και η Ευαγγελία Πρασίνου.
Γέλιο προσφέρουν και οι ιστορίες που αφηγήθηκε στην ομάδα τον Φεβρουάριο του 2007 η αρχαιολόγος Φωτεινή Ζαφειροπούλου για τότε που έκαναν την ανασκαφή στο Βαθύ Λιμενάρι (1969-1970). Για να μιλήσουν στο τηλέφωνο οι αρχαιολόγοι και να παραγγείλουν ψωμί από την Απείρανθο, στη Νάξο, περπατούσαν μιάμιση ώρα. Έπεφτε η γραμμή και στο επόμενο τηλεφώνημα παρεμβαλλόταν η Ηρακλειά. Μιλάει όμως και για τη συγκίνηση των κατοίκων όταν αποκάλυψε τον γεωμετρικό οικισμό στην περιοχή. «Θα το θυμόμαστε εμείς και τα παιδιά μας αυτό το πράγμα», της έλεγαν οι Δονουσιώτες, με το στόμα της υπέργηρης Σοφίας Σιγάλα να βεβαιώνει τον Οκτώβριο του 2010: «Ήτανε, λέει, πολιτεία από κείνο τον κάβο που είναι τα αρχαία μέχρι το Λιβάδι. […] κι εκεί μέσα, λέει, είχανε κουκλάκια μέσα, λαγγίνες, κουρουπάκια απ’ όλα. Αυτά τα κουκλάκια είχαν μεγάλη αξία».