Πριν από δύο χρόνια ήρθαν στην Σύρο τέσσερις ιερείς από Πολωνία και Ρουμανία…. Σήμερα ο 33χρονος πατήρ Πέτρος Παύλος από τη Πολωνία μιλάει για την εμπειρία του στην Σύρο, αποκαλύπτει μικρές στιγμές της καθημερινότητας και εξηγεί γιατί έχει χαρακτηρίσει από τη πρώτη στιγμή την πρωτεύουσα των Κυκλάδων ως παράδεισο
Σεπτέμβριος του 2015 και ανήμερα της εορτής της Παναγίας της Φανερωμένης ο Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Σύρου π. Πέτρος Στέφανος προχωρεί σε…. Αποκαλυπτήρια. Παρουσιάζει στους πιστούς τέσσερις νέους σε ηλικία ιερείς οι οποίοι ήρθαν στην Σύρο προκειμένου να ενισχύσουν και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην τοπική Εκκλησία. Και η έλευσή τους ήταν απόρροια των ταξιδιών και επαφών που είχε ο π. Στέφανος με Επισκόπους από την Πολωνία και τη Ρουμανία, προκειμένου να μπορέσει να εξασφαλίσει την πολύτιμη βοήθειά τους, με την παραχώρηση ιερέων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στις ανάγκες της τοπικής Εκκλησίας. Και απευθυνόμενος στους πιστούς είχε τονίσει ότι «Υπάρχουν ανάμεσά μας 4 νέοι Ιερείς: Ο π. Μίρεκ, ο π. Πιότρ και ο π. Αντρέας από την Πολωνία και ο π. Κλαούντιο από τη Ρουμανία. Ήρθαν στην Ελλάδα για να ενταχθούν στις τρεις Εκκλησιαστικές μας Επαρχίες για μερικά χρόνια και να μας βοηθήσουν στο δύσκολο και μεγάλο έργο της Εκκλησίας μας. Θα παραμείνουν στη Σύρο για ένα χρόνο, ώστε να μάθουν την ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια – ανάλογα με τις ανάγκες μας -, θα τους ανατεθεί μια αποστολή. Όμως η παρουσία τους δεν πρέπει να μας εφησυχάζει».
Και δύο χρόνια μετά, ο 33χρονος Πολωνός ιερέας με το διπλό όνομα Πέτρος (Πιοτρ) Παύλος Κλιμ μέσα από την εφημερίδα «Καθημερινή» μιλάει για την εμπειρία του στην Ελλάδα και την Σύρο, την «Αρχόντισσα των Κυκλάδων…» Τι λέει στην Βασιλική Χρυσοστομίδου; «Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να μας “ανάψει φωτιά” με τη φλόγα του Αγίου Πνεύματος. Ομως εμείς έχουμε συχνά στη ζωή μας “πυροσβεστήρες”, που σβήνουν αυτό το φως – καθημερινές ασχολίες, πλούτη… Ποιο είναι το δικό σας εμπόδιο να δείτε τον Χριστό;». Με ανάλογους ευρηματικούς –αν όχι ανατρεπτικούς– τρόπους προσεγγίζει ο καθολικός πατέρας Πιοτρ το ποίμνιό του κάθε εβδομάδα στον Ναό της Αμιάντου Συλλήψεως της Θεοτόκου στη Βάρη της Σύρου. «Πολλές φορές έχουμε κάτι μέσα μας, που βράζει σαν το ανθρακικό, και το εκτονώνουμε με καβγάδες, με άσχημα λόγια, με κουτσομπολιά… Ας μάθουμε να το ελέγχουμε. Μελετώ το Ευαγγέλιο και χρησιμοποιώ παραδείγματα, εικόνες από την καθημερινή ζωή για να το εξηγήσω στον κόσμο παραστατικά. “Πατέρα, αυτό με άγγιξε”, μου λένε κάποιοι – αυτό είναι το ζητούμενο».
Η εικόνα του σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει στην ιδιότητά του – μόνο όταν φορέσει το μικρό κολάρο στον λαιμό. Μαθημένοι οι συγχωριανοί να τον βλέπουν πλέον ανάμεσά τους να κυκλοφορεί πότε με τη μηχανή, πότε να πηγαίνει με σορτσάκι βόλτα τον σκύλο του, Ντάκτιλ, άλλες φορές να βγαίνει για τρέξιμο ή κολύμπι.
Πώς βρέθηκε από τα βουνά της επαρχίας Przemysl στο νησί; «Αν και ως μαθητής περισσότερο με ενδιέφερε να ακολουθήσω πολιτική δημοσιογραφία, αισθάνθηκα το κάλεσμα του Θεού όταν μπήκα σε μία εκκλησία Φραγκισκανών. Μοναχοπαίδι, όμως, οι γονείς μου το αποδέχθηκαν: “Είναι η ιεραποστολή σου, δεν μπορούμε να σου ορθώσουμε τείχος”, είπαν. Εχοντας συμπληρώσει έξι χρόνια ως ιερέας σε τρεις διαφορετικές ενορίες, με πήρε ο επίσκοπος: “Θα ήταν ωραίο να πας στην Ελλάδα. Υπάρχουν ανάγκες εκεί” και ζήτησα να το σκεφτώ. Στην επαρχία μου, για ένα πληθυσμό 747.000 ατόμων, υπάρχουν 398 ενορίες και 1.154 ιερείς. Αποφάσισα να πάω εκεί όπου με χρειάζονται», λέει.
Καλοκαίρι του 2015, μεσούσης της κρίσης και των capital controls, ο πατέρας Πιοτρ, ύστερα από μία εβδομάδα παραμονής στην Αθήνα, φτάνει στη Σύρο. «Ενιωσα ότι έφτασα στον παράδεισο μόλις αντίκρισα το νησί. Καθαριότητα, φύση. Η Ερμούπολη. Είπα, “εδώ μπορώ να ζήσω”. Ηρθε ο ίδιος ο επίσκοπος στο λιμάνι, με πήγε σπίτι του, με κέρασε, με σύστησε στον κόσμο, ο οποίος αμέσως με αγκάλιασε. Ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα», αποτυπώνει τις πρώτες εντυπώσεις του. Αφού παρέμεινε για περίπου οκτώ μήνες στο μοναστήρι δίπλα στον καθεδρικό ναό, όπου έκανε μαθήματα γλώσσας, του ανατίθενται δύο ενορίες, η ευθύνη της νεολαίας, καθώς και το κατηχητικό.
Πώς καταγράφει ο ίδιος την ισορροπία ανάμεσα σε ορθόδοξους και καθολικούς; «Μισοί μισοί περίπου. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το μόνο που μας ξεχωρίζει είναι το δόγμα. Στην ενορία μου, το 75% είναι μεικτές οικογένειες. Ερχονται οι ορθόδοξοι σ’ εμάς, πηγαίνουν οι καθολικοί στις ορθόδοξες εκκλησίες. Προσκαλούμε τους ιερείς στις εκδηλώσεις μας, το ίδιο κι εκείνοι. Υπάρχει αλληλεπίδραση. Εχω κάνει πολλούς φίλους ορθόδοξους».
Αναμφίβολα, οι δύο πλευρές επηρεάζουν τις συνήθειες η μία της άλλης. «Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε όλο τον καθολικό κόσμο, η εξομολόγηση εδώ δεν βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητες των πιστών –τρία-τέσσερα άτομα πριν από το Πάσχα– όταν στην Πολωνία είχα 200-300 άτομα. Σιγά σιγά όμως οι πιστοί παίρνουν τα μηνύματα. Οπως στην αρχή, που έμπαινα στην εκκλησία κι άκουγα φασαρία, ενώ τώρα επικρατεί ησυχία».
Σχεδόν δύο χρόνια στην ενεργό δράση, ο ιερέας αναφέρει πως «κάνουμε πολλές δραστηριότητες για τα παιδιά. Την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα, κοινωνώ τους ασθενείς. Επίσης, μία φορά τον μήνα διαλέγουμε ένα σπίτι ηλικιωμένου που δεν μπορεί να έρθει στην εκκλησία για να κάνουμε τη λειτουργία εκεί. Τώρα που έχω μάθει πια την ενορία, θέλω να αρχίσω να πηγαίνω ο ίδιος στα σπίτια, να τους μιλάω. Οπου βλέπω ανάγκη. Ιδίως σ’ αυτούς, που είναι λίγο μακριά από την εκκλησία».
Οι σχέσεις των ανθρώπων
Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, ο νεαρός ιερέας εντυπωσιάζεται από τις σχέσεις των ανθρώπων στο νησί: «Είναι τόσο δυνατές! Είναι όλοι σαν μία μεγάλη οικογένεια κι εγώ νιώθω κομμάτι της. “Μη φοβάστε. Θα τον προσέχουμε σαν παιδί μας” έλεγαν στους γονείς μου όταν με επισκέφθηκαν». Θα νιώσει ότι η παρουσία του εκεί θα είναι επιτυχημένη όταν «φέρει έστω κι ένα πιστό πιο κοντά στον Θεό».