Πως είναι η ζωή στα μικρά νησιά των Κυκλάδων; Ελευθερία, Μαρία, Γιάννης και τα άλλα παιδιά σε Αμοργό και Τήνο μας λένε «Αν ήθελαν να μας προστατεύσουν, θα θωράκιζαν το δημόσιο σύστημα Υγείας για να μπορεί ν’ αντέξει»
Οι χειμώνες είναι πάντα δύσκολοι στα νησιά. Ειδικά στα μικρότερα. Η φετινή κατάσταση όμως ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Ο κόσμος δεν αναπολεί το γεμάτο από κόσμο και ζωή καλοκαίρι, αλλά νοσταλγεί τον περσινό χειμώνα. Έναν οποιονδήποτε χειμώνα απ’ τα παλιά για την ακρίβεια. Όπου τα καλντερίμια θα είναι πάλι άδεια, αλλά θα έχουν κάπου στο βάθος ένα καφέ ανοιχτό. Ο ένας θα κάθεται δίπλα στον άλλο, οι κουβέντες θα γίνονται χωρίς περιορισμούς. Τα ζάρια θα πέφτουν και θα κάνουν θόρυβο στο ξύλινο τάβλι, οι παρέες θα δοκιμάζουν γλυκό απ’ το ίδιο κουτάλι, κάποιος θα φτερνίζεται και δεν θα τον κοιτάζει όλο το μαγαζί.
Η απώλεια της καθημερινότητας που καταλάβαμε όλοι πόσο απαραίτητη μας είναι τώρα που χάθηκε, στους λιγοστούς κατοίκους των νησιών φαίνεται ότι κοστίζει διπλά. Μιλώντας μαζί τους (σ.σ. ο Κώστας Παπαντωνίου για την εφημερίδα “Αυγή”) καταλάβαμε ότι ένα όμορφο σπίτι στις Κυκλάδες, με ωραία θέα κι ένα γραφικό καλντερίμι να περνά απέξω δεν είναι αρκετό αν δεν μπορείς να το μοιραστείς με τον άλλο. Η μοναξιά γίνεται αφόρητη. Κι όταν φυσάει παραπάνω, και στο Αιγαίο φυσάει πολύ και συχνά, ένα ερώτημα βουίζει μόνο στο μυαλό των ανθρώπων εκεί: «Θα τελειώσει ποτέ όλο αυτό;»
Οι καρέκλες ανάποδα
Η περιοχή Μάντρισμα της Αμοργού είναι ένα από τα σημεία που πιάνει πολύς αέρας στο νησί. Στην επικοινωνία με πέντε κατοίκους του νησιού η επαφή μας διά του τηλεφώνου κάθε τόσο χάνεται. «Ερχόμαστε στο Μάντρισμα για να ξεμαντρωθούμε» μου λέει η Ελευθερία Ψυχογιού. Είναι δημοτική σύμβουλος και ο άνθρωπος που κάθε τόσο, επί χρόνια, μας μεταφέρει τι κουβαλά στην ψυχή της η Αμοργός.
Στο Μάντρισμα λοιπόν, σ’ έναν δρόμο 200 μέτρων που έχει στη σειρά πέντε μαγαζιά, όλα σήμερα είναι κλειστά. «Είμαστε δέκα άνθρωποι. Αντί να καθόμαστε δυο άτομα στο καθένα, τουρτουρίζουμε απέξω».
Οι φίλοι της συμφωνούν. Είναι η Μαρία, ο Γιάννης, ο Δημήτρης και η Κατερίνα. Όλοι τους είναι νέοι, 30 και 35 χρόνων. Οι τρεις τους ήταν άνθρωποι που έμεναν κάποτε στην Αθήνα κι αποφάσισαν ν’ αλλάξουν ζωή. Ο ένας πάλι δεν θέλησε ποτέ ν’ αποχωριστεί το νησί.
Η Μαρία και ο Γιάννης έχουν καφέ. Κάθε χειμώνα τα κρατούν ανοιχτά. «Με συναντούν στον δρόμο και μου λένε να το ανοίξω. Έστω για λίγο…» λέει η Μαρία, που άφησε την Αθήνα στην κορύφωση της κρίσης, το 2012, ως «οικονομική μετανάστρια». Όπως παρατηρεί, εκείνοι που ζορίζονται πιο πολύ είναι οι 50άρηδες και 60άρηδες. «Έχουν χάσει την κοινωνικοποίησή τους. Να συζητάνε κάπου τα προβλήματά τους».
«Δεν περνάγανε πάνω από πέντε – δέκα άτομα τον χειμώνα» λέει ο Γιάννης για το δικό του παραδοσιακό καφέ. «Αγρότες, οικοδόμοι, βοσκοί. Πίνανε το καφεδάκι τους για λίγο και φεύγανε. Μετά ξαναπερνούσαν. Ήταν ένα διάλειμμα από τη δουλειά».
«Η Ερμού κι εμείς»
Η Ελευθερία αδυνατεί να καταλάβει τη λογική πίσω από τις αποφάσεις τής κυβέρνησης. «Βλέπω τις ατελείωτες ουρές στην Ερμού κι αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι πόσο θα κινδύνευε η δημόσια υγεία εάν τέσσερις άνθρωποι πίνανε έναν καφέ μαζί σε ένα καφενείο, π.χ. στην Αμοργό ή τη Δονούσα».
Άπαντες συμφωνούν ότι δεν γίνεται μικρά νησιά, όπως το δικό τους, να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως μια μεγάλη πόλη. «Είναι πολύ εύκολο να γίνει ο έλεγχος στον κόσμο που έρχεται. Δύο λιμάνια έχουμε μόνο. Στην Αιγιάλη και στα Κατάπολα. Δεν έχουμε αεροδρόμιο. Δέκα άνθρωποι έρχονται, δέκα άνθρωποι φεύγουν».
Αντίστοιχη θα μπορούσε να είναι η αντιμετώπιση και στα σχολεία. «Ακολουθήσαμε όλα τα πρωτόκολλα. Τα παιδιά είναι με μάσκες και κάθονται ξεχωριστά στα θρανία. Μόνο που εμείς έχουμε πέντε με δέκα μαθητές. Όταν οι δάσκαλοι στην Αθήνα ζητούσαν ν’ αραιώσουν οι τάξεις και να μείνουν δεκαπέντε παιδιά σε κάθε τάξη, εμείς είχαμε ήδη λιγότερα» λέει η Κατερίνα που είναι δασκάλα. Την έφερε το επάγγελμα πριν από λίγα χρόνια στο νησί κι έμεινε μόνιμα. «Νιώθουμε ότι δεν μας υπολογίζουν στις κεντρικές αποφάσεις. Αισθανόμαστε σαν παράπλευρες απώλειες».
«Έγινα μοναχός χωρίς να το θέλω»
Ταυτόχρονα, η ξαφνική αλλαγή του τρόπου ζωής έχει φέρει ανασφάλεια κι αβεβαιότητα. «Είναι περίεργα. Δεν ξέρεις τι θα γίνει κι αυτό σ’ επηρεάζει. Είμαι 29 χρόνων και ξαφνικά, χωρίς να είναι επιλογή μου, με βάλανε να γίνω μοναχός. Να κάνω ασκητική ζωή» λέει ο Γιάννης, που αισθάνεται ακόμη πιο άσχημα για τις ανθρώπινες σχέσεις. «Έρχεται ένας φίλος σου από την Αθήνα και τον βλέπεις με μισό μάτι. Από εκεί που έσφιγγες του άλλου το χέρι, τώρα φοβάσαι».
Ο Δημήτρης, που δουλεύει ως ηχολήπτης και δυσκολεύεται πολύ να βρει μεροκάματο στο νησί, ξεκαθαρίζει πάντως ότι δεν θα ήταν καλύτερη η ζωή του στην πόλη. «Προτιμώ να είμαι εδώ, στη φύση». «Έχουμε γίνει όλοι χειμερινοί κολυμβητές» λέει η Μαρία γελώντας. Διέξοδο στην καθημερινότητα δίνει και το περπάτημα στα μονοπάτια του νησιού – παλιότερα ήταν και ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των χωριών.
«Αν ήθελαν να μας προστατεύσουν, θα θωράκιζαν το δημόσιο σύστημα Υγείας για να μπορεί ν’ αντέξει. Θα μας άφηναν στη γλυκιά ησυχία του χειμώνα μας, να ζούμε αυτά τα λίγα που άφησαν να δικαιούμαστε, μαζί!» λέει η Ελευθερία, που θέλει να προλάβει τους κακεντρεχείς: «Δεν είμαστε ούτε ψεκασμένοι, ούτε αρνητές του ιού. Ζούμε σε μια διαφορετική συνθήκη, όπου αν στραμπουλήξω το πόδι μου, θα πρέπει να πάρω καράβι για τη Νάξο. Δεν έχουν κανένα δικαίωμα να συνθλίβουν περισσότερο τις ζωές μας».
Οι νησιώτες είναι παραδοσιακά άνθρωποι κοινωνικοί
Αν τυχόν βρεθείς στην Τήνο μετά τις 8 το απόγευμα, η αίσθηση που αποκομίζεις είναι ότι το νησί έχει εγκαταλειφθεί. Περί αυτού μας διαβεβαιώνει ο Πέτρος, 38 χρόνων, καθηγητής Μουσικής, που ζει μόνιμα στο χειροποίητο, κατά Καστοριάδη, κυκλαδονήσι. Όπως τονίζει, από πέρυσι τον Μάρτιο άλλαξαν πολλά. Άλλαξαν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε ν’ αντέξει ένας φίλος του μουσικός, που έπαιζαν μαζί σε ταβέρνες. «Από πέρυσι εννοείται ότι έχουν σταματήσει τα πάντα. Χάθηκε μια ολόκληρη σεζόν. Εμένα δεν είναι η κύρια ασχολία μου, για εκείνον όμως ήταν. Σήμερα είναι πλέον μπογιατζής».
Το πρόβλημα δεν είναι η προσωρινή αλλαγή επαγγέλματος, αλλά η δυσκολία, όπως λέει ο Πέτρος, να επανέλθει ένας δεξιοτέχνης μουσικός στο επίπεδο που βρισκόταν. «Τα χέρια δεν επανέρχονται εύκολα. Δεν μπορείς να κάνεις τέτοιες εργασίες και ξαφνικά να ξαναπαίξεις δεξιοτεχνικά».
Το παράδειγμα αυτό το επικαλείται ο Πέτρος για να δείξει ότι και στην Τήνο η οριζόντια εφαρμογή των μέτρων, αντί να προστατεύει τον κόσμο από τον ιό, στην πραγματικότητα το μόνο που έχει καταφέρει είναι να τον πληγώσει. Και οικονομικά, και ψυχολογικά, κάποιες φορές ανεπανόρθωτα. «Υπήρξαν κρούσματα πριν από πάρα πολύ καιρό. Κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν παρθεί κάποια μέτρα για τις αφίξεις στο λιμάνι και να συνεχιζόταν κανονικά η εμπορική δραστηριότητα». Αντ’ αυτού, οι μόνες ουρές που σχηματίζονται είναι «έξω από τις εταιρείες κούριερ».
«Οι νησιώτες, που παραδοσιακά ήταν άνθρωποι κοινωνικοί και η καθημερινότητά τους βασιζόταν στην αλληλεπίδραση με τον συνάνθρωπο, αντιμετωπίζουν μια μεγάλη ψυχολογική κατάπτωση, εντελώς ξένη προς αυτούς» μας λένε ο Λευτέρης και η Μαρία, δύο νέοι άνθρωποι που γνωρίστηκαν στη Σύρο και ζουν εκεί μόνιμα τα τελευταία πέντε χρόνια δουλεύοντας στην Εκπαίδευση. Η άποψή τους είναι ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να πάρει μέτρα που θα εφαρμόζονταν «κλιμακωτά, ανά περιοχή, βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων και κρουσμάτων».