Ψάρεμα στα νερά των Κυκλάδων (ανάμεσα σε Νάξο – Σύρο – Μύκονο) με την μηχανότρατα “Α/Κ Παναγιώτης” … Μία μοναδική εμπειρία όπου στο τέλος αυτής το ψάρι γίνεται ακόμη πιο γευστικό όταν είναι στο πιάτο σου
«Μόνο με μπουνάτσα θα σε πάρουν μαζί…» μου λέει ο έτερος Παναγιώτης, ο στεριανός, ο ξάδελφος του καπετάνιου. Αυτός γνωρίζει από πρώτο χέρι. «Αν έχει μελτέμι, δεν θέλεις να ξέρεις πώς είναι…» Ξεκάθαρη κουβέντα, αυστηρή και, σίγουρα, ποτισμένη με εμπειρία. Το βλέμμα είναι καθαρό, δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Η άγνοια και η έπαρση δεν είναι καλοί συνοδοιπόροι στη θάλασσα, ειδικά μέσα σε ένα αλιευτικό σκάφος, όντας παρατηρητής ανάμεσα σε επαγγελματίες που εργάζονται· σε μία από τις πιο δύσκολες δουλειές.
Κείμενο – Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας (kathimerini.gr)
Τα σχεδόν ακίνητα αλιευτικά στα ανοιχτά, όχι πολύ μακριά από κάθε ακτή, αλλά ούτε και τόσο κοντά, προκαλούν τη σκέψη. Όπως επίσης και τα φώτα τους τις νύχτες· δυνατά, λευκά, αλλά αθόρυβα μέσα στον σκοτεινό «θάλαμο» του μαύρου ορίζοντα. Μια καλή κουβέντα, ένα δυο τηλεφωνήματα ήταν αρκετά για να βρεθώ φιλοξενούμενος στη μηχανότρατα «Α/Κ Παναγιώτης», κάπου ανάμεσα στη Νάξο, τη Σύρο και τη Μύκονο, για περίπου 30 ώρες.
Ο καιρός είναι καλός. Τρία μποφόρ, όχι παραπάνω. Η μηχανότρατα είναι δεμένη στον βραχίονα του λιμανιού της Νάξου. Κινητικότητα πολλή στο πλάι της. Φορτηγά-ψυγεία, μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα, δέχονται με ρυθμό τα φελιζόλ με τα άριστα τακτοποιημένα ψάρια. Είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξη και περίμεναν. Με τα ψάρια, κάθε λεπτό μετράει. Με το πέρας της οικείας αυτής διαδικασίας, έχουμε άμεση αναχώρηση. Το σκάφος αναπτύσσει ταχύτητα και πλέει σχετικά γρήγορα, μέχρι να συναντήσει μία από τις προσχεδιασμένες γραμμές πλεύσης με οδηγό το ραντάρ. Εκεί η ταχύτητα πέφτει στους 2-3 κόμβους, ο μηχανισμός από το βίντσι ακούγεται να παίρνει μπρος και το δίχτυ βυθίζεται στο πέλαγος από την πρύμνη. Η διαδικασία αρχίζει. Με αυτή την ταχύτητα, με τη μηχανή του σκάφους μόλις να ακούγεται, ευλαβικά πάνω στην προδιαγεγραμμένη πορεία, για δυόμισι με τρεις ώρες.
Επιδιόρθωση των διχτυών με ευφάνταστο ομπρελοκαπέλο.
Ο «ενδιάμεσος χρόνος»
Είναι ο «ενδιάμεσος χρόνος». Χρόνος για μαγείρεμα (όχι μόνο ψάρι), μικροδουλειές, λίγο ύπνο με βάρδιες, μια μπουγάδα… Η ζωή μέσα στο αλιευτικό είναι μια διαρκής επανάληψη. Χωρισμένη σε τρίωρα. Όσο διαρκεί μία ψαριά. Όσο διαρκεί η αλιευτική περίοδος. Όταν έχει καλή θάλασσα.
Στο σκάφος είναι μόνιμα ο καπετάνιος Παναγιώτης Σορώκος, ο μηχανικός Γιώργος Καραντάνης και οι τέσσερις Αιγύπτιοι αλιείς-μέλη του πληρώματος, άνθρωποι για όλες τις δουλειές. Ο Χασάν, ο Μαχμούτ, ο Αμπντούλ και ο Γιαχούντ αρκούνται να δώσουν μόνο τα μικρά τους ονόματα, αλλά μοιράζουν απλόχερα τη φιλοξενία τους, τις ικανότητές τους στη ναυτοσύνη και στην αλιεία και τον επαγγελματισμό τους. Όλα είναι διαρκώς υπό έλεγχο, και αυτές οι ικανότητες έχουν κάνει τους Αιγύπτιους αλιείς περιζήτητους. Ο καπετάνιος Παναγιώτης παρατηρεί από το πίσω μέρος της πιλοτίνας, δίνει κάποιες οδηγίες, αλλά δείχνει ήσυχος. Η ώρα πλησιάζει…
Η κακαβιά ετοιμάζεται στην κατσαρόλα.
Η μεγάλη ωρα
Το σήμα δίνεται, φοριούνται οι νιτσεράδες και οι γαλότσες, τα δίχτυα τραβιούνται στο σκάφος, αργά, αλλά σταθερά. Το βίντσι σηκώνει τον πράσινο μπόγο ψηλά, πάνω από την κουβέρτα, ο κόμπος λύνεται και μια θάλασσα από ψάρια αδειάζει. Όλο το σκάφος μοιάζει να σπαρταράει. Η διαλογή αρχίζει, η ταξινόμηση είναι άμεση, όλα γίνονται με μαθηματική ακρίβεια. Οι εργάτες συζητούν, λένε ιστορίες, συνεχίζουν, ίσως, μια κουβέντα που είχαν πριν από τρεις ώρες, την οποία μπορεί να συνεχίσουν ξανά… Τα καφάσια πλένονται, η κουβέρτα επίσης, τα ψάρια μπήκαν στα φελιζόλ, σκεπάστηκαν με τριμμένο πάγο και κατέβηκαν στο ψυγείο. Σε λίγες ώρες θα έχουν μοιραστεί στο εμπόριο.
Στις ενδιάμεσες ώρες, οι ναυτικοί μού μιλούν για τις οικογένειές τους, για κάποιες αναποδιές, αλλά και για στιγμές δυνατές, όμορφες, σαν να έχουν την ανάγκη να τις μοιραστούν. Ο «ξένος» μέσα στο σκάφος είναι σίγουρα αυτός που σπάει τη μονοτονία, έστω για λίγο.
Στον χρόνο που πέρασα στη μηχανότρατα, σε αυτές τις περίπου 30 ώρες, έζησα οκτώ ψαριές, κοιμήθηκα τρεις φορές από δύο ώρες, απόλαυσα καταπληκτική κακαβιά μαγειρεμένη από τον καπετάνιο Παναγιώτη, έφαγα δύο φορές ολόφρεσκα τηγανητά ψάρια, κάηκα στον σβέρκο από τον ήλιο, κουνήθηκα αρκετά (τόσο ώστε να μην μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να είναι η ίδια εμπειρία με 5 μποφόρ, για παράδειγμα) και βίωσα την πλήρη απομυθοποίηση της δουλειάς του ψαρά στο Αιγαίο. Πάντως, από δω και πέρα το ψάρι είναι για μένα λίγο πιο νόστιμο.