Η ταβέρνα της Ματίνας και του Σταύρου στη Νάξο / Πνιγμένη στα λουλούδια και στο πράσινο, είναι όαση ζωής στην καρδιά ενός μικρού χωριού
Ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Νάξου είναι η Κόρωνος, που βρίσκεται σε απόσταση 30χλμ από τη Χώρα. Κτισμένη σε υψόμετρο μεταξύ των πεντακοσίων και των εξακοσίων μέτρων, μέσα σε μια λαγκαδιά με πηγές που τρέχουν ακόμα και το καλοκαίρι, πλούσια βλάστηση από φρουτόδενδρα, ελιές, καρυδιές και πλατάνια, η Κόρωνος αναπολεί τις καλές μέρες των αρχών του 20ού αιώνα που είχε ένα πληθυσμό πάνω από δύο χιλιάδες κατοίκους.
Του Γιώργου Πίττα (Greek Gastronomy Guide)
Ήταν τότε το πρώτο σμυριδοχώρι της Νάξου, όταν η σμύριγδα που έβγαζε η Κόρωνος ήταν ένα περιζήτητο παγκοσμίως μετάλλευμα, με πολύ δύσκολες συνθήκες εξόρυξης, που μοίραζε όμως πλούσιες απολαβές στους σμυριδεργάτες που δούλευαν εκεί.
Σήμερα, στο χωριό έχουν μείνει ελάχιστοι κάτοικοι, η σμύριγδα πια δεν έχει πέραση και τα περισσότερα σπίτια τον χειμώνα είναι σφαλιστά. Η Κόρωνος παρ’ όλα αυτά, χειμώνα καλοκαίρι έχει μια όαση ζωής, γιατί στην καρδιά του χωριού, μέσα σε ένα παραμυθένιο περιβάλλον, πνιγμένη στα λουλούδια και στο πράσινο και δίπλα στην πέτρινη βρύση, βρίσκεται κρυμμένη η όμορφη ταβέρνα της Ματίνας και του Σταύρου. Ο κυρ-Σταύρος καλλιεργεί στο μποστάνι του τα δικά του τα λαχανικά, έχει τα δικά του ζώα και βεβαίως τυροκομικά, όπως το ξινότυρο, το αρσενικό, το ανθότυρο και το κρασί από τις τοπικές ποικιλίες ποταμίσι και ροζακό.
Τα φαγητά που φτιάχνει η Ματίνα είναι πολλά και λαχταριστά, μαγειρευτά (χοιρινό λεμονάτο, κατσίκι κοκκινιστό, μουσακά, λαδερά, κολοκυθάκια γεμιστά, κλπ) και το βράδυ ψήνουν και στη θράκα. Διάσημες οι τηγανητές πατάτες και υπέροχο το αρνί λεμονάτο με άνηθο. Οι πίτες πεντανόστιμες, οι ντόπιες -οι σεφουκλωτές- με σέσκουλα και μάραθο, και οι κολοκυθόπιτες με κολοκύθια, κρεμμυδάκι και μάραθο (ο μάραθος είναι ποτιστικός στο μποστάνι του κυρ-Σταύρου και βαστά όλο το χρόνο). Βέβαια η θεϊκή γεύση βρίσκεται στο επιδόρπιο, στο ταψί με το μιλφέιγ-εκδοχή Ματίνας.
Η κυρά Ματίνα, τριάντα πέντε χρόνια παντρεμένη με τον κυρ-Σταύρο, με τρία παιδιά και δύο εγγόνια, είναι η καρδιά της ταβέρνας. Αεικίνητη και πανταχού παρούσα, προσφέρει το ζεστό της χαμόγελο στους Έλληνες και ξένους, που κάθονται στα τραπέζια της ταβέρνας της. Κι όταν την ρωτήσεις πώς δεν κουράζεται, σου απαντά αφοπλιστικά:
«Καλέ ποια κούραση; Δέκα μήνες ερημιά, δεν ξέρεις με πόση λαχτάρα περιμένουμε το καλοκαίρι να δούμε κόσμο, να ρθουν οι άνθρωποι, να τους περιποιηθούμε και να φύγουν ευχαριστημένοι και χορτάτοι».