Αύριο το βράδυ (15/09, 21:00) στο Θεατρικό Μουσείο “Ιακ. Καμπανέλλης” η προβολή μίας ταινίας σταθμός για τον ελληνικό κινηματογράφο: “Στέλλα” βασισμένη σε άπαιχτο έως τότε θεατρικό έργο (“η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”) του Ιάκωβου Καμπανέλλη (ανέβηκε το 1997) και το οποίο δίχασε τους κριτικούς για την ελευθερία της γυναίκας
Κάθε Πέμπτη και μία ταινία σταθμός στην ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Και αυτό χάρη στην ΝΟΠΠΑΠΠΠΑ Νάξου και Μικρών Κυκλάδων που τιμάει τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μέσα από ταινίες που είτε ο ίδιος σκηνοθέτησε ή έγραψε το σενάριο ή έδωσε την ιδέα μέσα από κάποιο θεατρικό του έργο. Όπως στην περίπτωση της «Στέλλας»… της ταινίας- θρύλου για τον ελληνικό κινηματογράφο, που αυτοπροβλήθηκε το 1955 και έκανε τη Μελίνα Μερκούρη σταρ διεθνούς βεληνεκούς. Μάλιστα, η ατάκα του Γιώργου Φούντα «Στέλλα κρατάω μαχαίρι» έγραψε ιστορία. Οπότε τη Πέμπτη το βράδυ (15/09, 21:00) ξέρετε; Στο Μουσείο «Ιάκωβος Καμπανέλλης» ζακετούλα και η αυλαία σηκώνεται…
Πλοκή
Την ταινία σκηνοθέτησε ο 33χρονος τότε Μιχάλης Κακογιάννης, που είχε δώσει δείγματα του ταλέντου του στην κωμωδία «Κυριακάτικο Ξύπνημα» ένα χρόνο πριν. Ο ίδιος έγραψε το σενάριο, που βασίστηκε στο άπαιχτο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (ανέβηκε για πρώτη φορά μόλις το 1997 από το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη), το οποίο μεταφέρει στα καθ’ ημάς την ιστορία της «Κάρμεν» του Μεριμέ. Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη), μια δημοφιλής τραγουδίστρια στο λαϊκό μαγαζί «Ο Παράδεισος». Είναι πανέμορφη και εκρηκτική γυναίκα, που ζει και ερωτεύεται, πέρα από τα στερεότυπα της εποχής της. Όταν γνωρίζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας), ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού που την τραβά σαν μαγνήτης, διακόπτει τον δεσμό της με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), νεαρό γόνο μιας πλούσιας οικογένειας, που αντιδρούσε στη σχέση τους. Ο Μίλτος θέλει να την κάνει γυναίκα του κι εκείνη δέχεται, αλλά το μετανιώνει σχεδόν αμέσως. Γυναίκα περήφανη, που αδιαφορεί για τις κοινωνικές συμβάσεις, την ημέρα του γάμου τους τον στήνει στην εκκλησία και περνά τη νύχτα της με τον Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς), ένα νεαρό που γνώρισε στο δρόμο. Την αυγή, επιστρέφοντας στο σπίτι της, έρχεται αντιμέτωπη με τον Μίλτο και συναντά τον θάνατο από το μαχαίρι του.
Η πρώτη φορά
Ο Κακογιάννης συνδυάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό με στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας και του μελοδράματος. Η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη είναι συγκλονιστική στο ρόλο της γυναίκας που θέλει να ζήσει ελεύθερη και ανεξάρτητη κι αποτέλεσε το διαβατήριό της για τη διεθνή καριέρα που ακολούθησε. Σπουδαίες ερμηνείες δίνουν και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ταινίας, ανεξάρτητα από το μέγεθος του ρόλου τους: ο Γιώργος Φούντας, ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Κακκαβάς, η «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο (Μαρία), ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (Μήτσος), η Βούλα Ζουμπουλάκη (Αννέτα), η Χριστίνα Καλογερίκου (μητέρα του Μίλτου) και η Τασσώ Καββαδία (αδελφή του Αλέκου). Τα σκηνικά υπογράφει ο Γιάννης Τσαρούχης και τη μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις με συνεργασία με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Κλασική είναι η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη στο τραγούδι «Αγάπη που έγινες δίκωπο μαχαίρι», ενώ στην ταινία ακούστηκαν για πρώτη φορά τα τραγούδια «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και «Το Φεγγάρι είναι κόκκινο».
Διακρίσεις
Διακρίθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας το 1956 και με το βραβείο καλύτερης ταινίας ρετροσπεκτίβας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960. Η ταινία ήταν φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών το 1955 (1η προβολή τον Μάιο του 1955) και η Μελίνα Μερκούρη για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού· δεν κέρδισε όμως κανένα από τα δύο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε διαμάχη με αποτέλεσμα η Isa Miranda, μέλος της κριτικής επιτροπής, να δώσει στη Μερκούρη ένα ειδικό βραβείο ερμηνείας το οποίο ονομάστηκε βραβείο «Isa Miranda». Από εκεί χρονολογείται και η γνωριμία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έγινε η μούσα του στις κατοπινές του ταινίες. Ήταν επιπλέον η ελληνική υποβολή για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 1956, κέρδισε τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών του Χόλιγουντ και προτάθηκε για το Όσκαρ ενδυματολογίας (Ντένη Βαχλιώτη). Υπήρξε η τελευταία ταινία της Μήλας Φιλμ, στους ελληνικούς κινηματογράφους έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου 1955 και ήταν η πιο εμπορική της σεζόν 1955-1956, από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές που προβλήθηκαν (134.142 εισιτήρια).
Τι λέει ο Κακογιάννης
Τι λέει όμως ο Μιχάλης Κακογιάννης; Μιλώντας στον Χρήστο Σιάφκο, στη βιογραφία του «Μιχάλης Κακογιάννης σε πρώτο πλάνο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδ. Ψυχογιός), μετά το «Κυριακάτικο Ξύπνημα»: «θα μπορούσα να συνεχίσω με τη Λαμπέτη και τον Χορν αλλά αποφάσισα πως ήθελα τη Μελίνα. (…) Ήταν μάγισσα, σε γοήτευε με τη ζωντάνια της. Όταν τη γνώρισα, φορούσε μια πλεχτή κόκκινη σκούφια που πλαισίωνε δύο τεράστια καστανόχρυσα μάτια. Σαν την Κοκκινοσκουφίτσα του παραμυθιού έμοιαζε. Με έπειθε για πολλά, για ένα μόνο δεν μπόρεσε να με πείσει μέχρι τέλους, για την περιβόητη σεξουαλικότητά της. Το έπαιζε νομίζω, της άρεσε να κάνει τη γόησσα. Ο Φιλοποίμην Φίνος έλεγε γι’ αυτήν πως με το στόμα που είχε δεν θα μπορούσε να κάνει καριέρα. Ε, αυτό το στόμα εγώ το εκμεταλλεύτηκα απόλυτα».
Βασισμένη στο θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», ήταν η πρώτη ταινία της Μελίνας. Τον Φούντα, ο Μ. Κακογιάννης τον είχε δει στον κινηματογράφο. «Της τον γνώρισα κι έγινε τακτικός στα σουαρέ της (…)».
Θυμάται ακόμα τα γέλια και τις εξόδους τους με τη Μελίνα Μερκούρη. «Πηγαίναμε στα μπουζούκια στην Εθνική Οδό. Είχε πολλά τότε. Ήθελα να ρουφήξω την ατμόσφαιρα για να τη μεταφέρω στην ταινία. Ερχόταν μαζί μας κι ο Φούντας, που θεωρούσε τον εαυτό του πολύ αρσενικό». Στα ατού της ταινίας και η Βέμπο. «Ήθελα μια γνωστή τραγουδίστρια που να μπορούσε και να παίζει. Νόμιζα αρχικά ότι είχε χάσει τη φωνή της, ενώ δεν ήταν αλήθεια. Και η Βούλα Ζουμπουλάκη είχε εξαιρετική φωνή, αλλά ντρεπόταν λιγάκι που υποδυόταν τη μπουζουκσού. Τα έκανε όλα λίγο απολογητικά. Με έπεισε να την πάρω η Μελίνα». Σε μία από τις σκηνές, «που ως συνήθως ντρεπόταν να υποδυθεί τη λαϊκή τραγουδίστρια, της παίξαμε με τον Χατζιδάκι παντομίμα το ρόλο της και παρ’ολίγον να μην γίνει γύρισμα από τα γέλια».
Το λαϊκό κέντρο ο «Παράδεισος» υπήρχε όντως στη Νεάπολη. «Ήμουν πάντα της άποψης πως ήταν καλύτερο να εκμεταλλευόμαστε υπάρχοντες χώρους παρά να στήνουμε ψεύτικους». Όσο για το τρίστρατο που φαίνεται στο φινάλε, αγνώριστο σήμερα, σχηματίζεται από τη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού. Η «Στέλλα» αποτελεί μια εξαιρετική τοιχογραφία της τότε Αθήνας.
Κριτική
Υπήρχε ωστόσο και μια μερίδα της κριτικής που δεν καλοδέχτηκε την ταινία: κάποιοι χαρακτήρισαν τον Κακογιάννη ως σνομπ μεγαλοαστό που δεν ήξερε το αντικείμενο το οποίο πραγματευόταν. Όπως λέει ο ίδιος στη βιογραφία του, «ανέφεραν ως παράδειγμα τους στίχους μου “τα παλικάρια παρατούνε τα ζάρια κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά”, διερωτώμενοι τι γνώριζα εγώ από τα παλικάρια, που όλη την ημέρα δούλευαν και δεν έπαιζαν ούτε τάβλι ούτε τίποτα. Γελοίες κριτικές, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, που ξεχάστηκαν εντελώς».
Η «Στέλλα» πήγε στις Κάνες και δημιούργησε σάλο -τότε μάλιστα ήταν που η Μελίνα γνώρισε τον Ντασσέν. Ή μάλλον που έσπευσε αυτός να τη γνωρίσει. Κι έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Η νεότατη τότε Ροζίτα Σώκου στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι με αφορμή την ταινία ο ελληνικός κινηματογράφος συζητήθηκε και θεωρήθηκε επιτέλους υπολογίσιμος παράγοντας στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παραγωγή. Σύμφωνα με την Ελένη Βλάχου, «η “Στέλλα” είναι ένα καλοχτισμένο μελόδραμα που διηγείται με ευφυΐα και αίσθημα την ιστορία μιας ατίθασης, υπερήφανης και αρκετά άτακτης κοπέλας, της «Στέλλας» που ζητεί να συνδυάσει τον έρωτα και την ελευθερία και να βρει μια ευτυχία χωρίς δεσμούς».
Εχθρική ήταν η στάση των εντύπων της Αριστεράς. «Το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να ‘χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας;» διερωτάται ο Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Επιθεώρηση Τέχνης», ενώ ο Κώστας Σταματίου από τις στήλες της Αυγής χαρακτηρίζει την ταινία «ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα». Κατά τον ιστορικό Γιάννη Σολδάτο, η Στέλλα εξέφραζε τις επιθυμίες πολλών γυναικών, λίγες από τις οποίες ωστόσο τολμούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Ειδικότερα, προσωποποιεί τη σύγκρουση των παραδοσιακών αξιών, του ηθικού κώδικα και της τιμής με το ερωτικό πάθος που τελικά δε διασώζεται σε αυτά τα πλαίσια.
Η αφίσα
Στην περίφημη αφίσα της “Στέλλας”, του Κακογιάννη, που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος και μάστορας της γιγαντοαφίσας Γιώργος Βακιρτζής, μέσα από έντονες εξπρεσιονιστικές πινελιές τονίζονται ο ερωτισμός, η περηφάνια και η μαγκιά της Μελίνας Μερκούρη. Την ίδια εποχή, οι γάλλοι ομότεχνοί του προτιμούν να προβάλλουν τη φινέτσα και το πάθος της πρωταγωνίστριας με ένα κατακόκκινο μαντίλι στο λαιμό της, ενώ η ιταλική αφίσα της ταινίας έχει την αισθητική της Τσινετσιτά. Ο Γιώργος Πηλιχός συγκέντρωσε αυτές και πολλές ακόμα (479!) αφίσες της Μελίνας σε έναν ογκώδη, πολυτελή τόμο («Μελίνα. Κυριακή για πάντα», εκδόσεις «Κέρκυρα»).
Η «Στέλλα» μέσα από τους τίτλους
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κακογιάννης
Παραγωγή: Μήλλας Φιλμ
Σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης
Ιστορία: Ιακώβου Καμπανέλλη
Βασισμένο σε: Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια (θεατρικό)
Πρωταγωνιστές: Μελίνα Μερκούρη (πρώτη εμφάνιση), Γιώργος Φούντας, Αλέκος Αλεξανδράκης, Χριστίνα Καλογερίκου, Βούλα Ζουμπουλάκη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Σοφία Βέμπο, Κώστας Κακκαβάς (πρώτη εμφάνιση)
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Τραγούδι: Μελίνα Μερκούρη, Σοφία Βέμπο, Βούλα Ζουμπουλάκη
Φωτογραφία: Κώστας Θεοδωρίδης
Μοντάζ: Γιώργος Τσαούλης
Σκηνογραφία: Γιάννης Τσαρούχης, Βλάσσης Κανιάρης
Πρώτη προβολή: 21 Νοεμβρίου 1955 (Ελλάδα)
Κυκλοφορία: 11 Νοεμβρίου 2007 (DVD)
Διάρκεια: 90΄
Προέλευση: Ελλάδα
Γλώσσα: Ελληνική