Ο Αντώνης Ποθητός – διπλωματούχος ξεναγός – βρέθηκε στην …πατρίδα, την Μουτσούνα και είδε ένα ακόμη ηλιοβασίλεμα… Καθισμένος στο μώλο περιγράφει στιγμές μοναδικές
Στάθηκα στην άκρη του σμυριδόχτιστου μώλου κι ατένισα το πέλαγο.
Τα παιδιά ήταν ακόμα εκεί παίζοντας “τον αστυνόμο και τον δολοφόνο” ακουμπισμένα στα ζεστά τσιμέντα του κτηρίου “του Δημοσίου” κι οι γονείς απολαμβάνουν τη δροσερή ρετσίνα ώσπου τα ψάρια να βγουν απ’το τηγάνι του Μιχαλούκου.
Στην αμμουδιά του Ράμνου η φωτιά των εφήβων έχει ανάψει όπως οι καλοκαιρινοί έρωτες στις ανυπόμονες καρδιές τους.
Τότε που δε χρειαζόσουν να τηλεφωνείς, παρά μια φορά τη βδομάδα στην Παναγιώτα, στη Ρίτα ή στο Νιότος κι αμέσως επέστρεφες στην ανεμελιά της καλοκαιρινής ραστώνης, πασπαλισμένης με μυρωδιές από μεσημέρια με τα γεμιστά της Μαριάς του Πέτρου της Καλλής και τις κρατσανιστά τηγανιτές πατάτες του Καλυμνιού. Τότε που η βεράντα του “Ύφαλου” θεωρούνταν φυσική προέκταση του σπιτιού μας και η ντίσκο του Λάγιου, απαγορευμένος καρπός από το δέντρο της γνώσης.
Τα σύννεφα ροδίζουν τρέχοντας γοργά πάνω από το Μουτσουνιώτικο ουρανό καθώς ο ήλιος καβατζάρει τις κορυφές των Φαναριών.
Ο “Μανώλης” κι η “Ειρήνη”, οι μαούνες που μετέφεραν τη σιδηρόβρωτή μας λίθο στ’ανοιχτά, ώστε να φορτωθεί στα φορτηγά πλοία, πιάσαν για πάντα λιμάνι στο Καμπί μα τα παιδιά δεν θα πάψουν ποτέ να παίζουν κρυφτό γύρω απ’το Τυροκομείο και να βουτάνε ανέμελα απ’τη Σκάλα..
@ Κείμενο – Φωτογραφία του Αντώνη Ποθητού, διπλωματούχου ξεναγού που μας αποκαλύπτει γωνιές και ιστορίες της Νάξου