Έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης (10/01) σε ηλικία 83 ετών ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ, ο οποίος νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες στο νοσοκομείο «Υγεία».
Σύμφωνα με πληροφορίες, είχε υποστεί οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Αναμένεται σήμερα να υπάρξει και το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν…
Η ταφή του θα γίνει στο Τατόι, στους βασιλικούς τάφους, σύμφωνα με πληροφορίες του iefimerida.gr, όπου έχει ταφεί και η μητέρα του Φρειδερίκη και βρίσκονται οι βασιλικοί τάφοι.
Το ερώτημα είναι εάν θα ταφεί με τιμές αρχηγού Κράτους, όπως έχει διατελέσει, κάτι το οποίο φέρεται να επιθυμεί η οικογένειά του και έχει διαμηνυθεί αρμοδίως, ωστόσο δεν είναι το επικρατέστερο σενάριο.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, για τα σχετικά με τα διαδικαστικά της ταφής του τέως βασιλιά θα γίνει συζήτηση σε διυπουργική σύσκεψη αύριο το πρωί, μετά τον πρωινό καφέ, με τη συμμετοχή του Γ. Γεραπετρίτη και του υπ. Εσωτερικών Μάκη Βορίδη, όπου θα ξεκαθαρίσουν όλα (λαϊκό προσκύνημα κλπ).
Ο Κωνσταντίνος Γλιξμπουργκ δεν ήταν Έλληνας πολίτης. Διέθετε διπλωματικό διαβατήριο της Δανίας ως «Constantine de Grecia» με το οποίο είχε επισκεφθεί την Ελλάδα το 2003. Ωστόσο, όταν εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, χρειάστηκε να βγάλει ΑΜΚΑ. Το 2021 το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους απεφάνθη ότι θα μποορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα «Κωνσταντίνος τέως Βασιλεύς Παύλου».
Στην κηδεία του τέως βασιλιά είναι πολύ πιθανόν να παραστεί εκπρόσωπος της βασιλικής οικογένειας της Βρετανίας -ίσως και ο ίδιος ο βασιλιάς Κάρολος, ο οποίος είχε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον εκλιπόντα. Άλλωστε, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε βαφτίσει τον διάδοχο του βρετανικού θρόνου, πρίγκιπα Γουίλιαμ.
Ποιος ήταν ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος
Γεννημένος στις 2 Ιουνίου 1940 στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στις 6 Μαρτίου 1964, σε ηλικία 24 ετών, διαδεχόμενος τον πατέρα του, Παύλο Α’, μετά τον θάνατό του την ίδια ημέρα.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε την τότε πριγκίπισσα της Δανίας, Άννα-Μαρία, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες.
Ήταν γιος του βασιλιά Παύλου Α’, του οίκου των Γλίξμπουργκ, και της βασίλισσας Φρειδερίκης-Λουίζας του Ανοβέρου, αδελφός τής μετέπειτα (και πρώην πλέον) βασίλισσας της Ισπανίας Σοφίας και της πριγκίπισσας Ειρήνης.
Το 1941, η οικογένειά του διέφυγε στην Κρήτη και μετά στην Αίγυπτο. Στη διάρκεια του πολέμου έζησαν για μεγάλα διαστήματα στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής.
Το 1946, μετά την απελευθέρωση, η βασιλική οικογένεια επέστρεψε στη χώρα.
Την 1η Απριλίου 1947 ο πατέρας του ανέλαβε το βασιλικό αξίωμα, ύστερα από το θάνατο του Γεωργίου Β’, και ο ίδιος ανακηρύχθηκε διάδοχος του θρόνου. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο που λειτούργησε μέσα στα ανάκτορα Ψυχικού. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στο εθνικό εκπαιδευτήριο Αναβρύτων και συνέχισε στη Σχολή Ευελπίδων.
Στις 28 Ιουνίου του 1958 ανακηρύχθηκε αξιωματικός και στα τρία όπλα. Ασχολήθηκε ενεργά με τον προσκοπισμό και το 1959 ανακηρύχθηκε αρχιπρόσκοπος. Το 1960 αναδείχθηκε χρυσός ολυμπιονίκης στη Ρώμη, στο αγώνισμα της ιστιοπλοΐας.
Στις 6 Μαρτίου 1964, την επομένη του θανάτου του πατέρα του, ανακηρύχθηκε βασιλιάς σε ηλικία 24 ετών. Στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Αννα-Μαρία της Δανίας, τριτότοκη κόρη του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ’. Από το γάμο του απέκτησε πέντε παιδιά: την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο, τη Θεοδώρα και τον Φίλιππο.
Στις 15 Ιουλίου του 1965 προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, αμφισβητώντας το δικαίωμα του πρωθυπουργού να αναλάβει προσωπικά το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Στη συνέχεια διόρισε τις βραχύβιες κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα (15 Ιουλίου) και Ηλία Τσιριμώκου (20 Αυγούστου), οι οποίες δεν συγκέντρωσαν ψήφο εμπιστοσύνης. Στις 17 Σεπτεμβρίου διόρισε νέα κυβέρνηση υπό το Στέφανο Στεφανόπουλο, η οποία διατηρήθηκε στην εξουσία επί 15 περίπου μήνες.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1966 διόρισε την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Παρασκευόπουλου, η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, και στις 3 Απριλίου 1967 διόρισε πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών. Λίγες ημέρες αργότερα, παρότι αντίθετος με την ομάδα των πραξικοπηματιών που κατέλαβαν την εξουσία την 21η Απριλίου, υπέδειξε για τη θέση του πρωθυπουργού τον Κωνσταντίνο Κόλλια και προσυπέγραψε το διορισμό τής υπό αυτόν κυβέρνησης.
Στις 13 Δεκεμβρίου οργάνωσε αντιδικτατορική κίνηση που απέτυχε. Κατέφυγε με την οικογένειά του στη Ρώμη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Την 1η Ιουνίου 1973, το δικτατορικό καθεστώς ανακοίνωσε την κατάλυση της βασιλείας και στις 29 Ιουλίου έκανε «δημοψήφισμα» για να κατοχυρώσει την απόφασή του αυτή.
Το 1974, ύστερα από την πτώση των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έγινε το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου για το πολιτειακό, με το οποίο ο Κωνσταντίνος Β’ κηρύχθηκε οριστικά έκπτωτος, με ποσοστό ψήφων 69,18% υπέρ της Προεδρευομένης Δημοκρατίας.
Μετά την έκπτωσή του, διεκδίκησε ακίνητη περιουσία (Κτήμα και ανάκτορα Τατοΐου, κτήμα και ανάκτορο Μon Repos Κέρκυρας και δασόκτημα Πολυδενδρίου Λαρίσης) και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τελικά, η απόφαση που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2002, του επιδίκασε αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ – ΜΠΕ και την ιστοσελίδα iefimerida.gr