Στις 30 Μαΐου 1941, ανακοινώνεται από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Ελλάδα από τον Απρίλιο. Μεταξύ των ακροατών είναι και δύο φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας. Αποφασίζουν να υλοποιήσουν ένα σχέδιο που είχαν από καιρό: να κατεβάσουν τη ναζιστική σημαία που κυμάτιζε στην Ακρόπολη. Οι δύο νέοι είχαν μελετήσει τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια στην Εθνική Βιβλιοθήκη και είχαν ανακαλύψει όλες τις σπηλιές του Ιερού Βράχου.
Το βράδυ της 30ής προς την 31η Μαΐου, «οπλισμένοι» με ένα φαναράκι και ένα μαχαίρι, καταφέρνουν να ξεφύγουν από την προσοχή της φρουράς που βρισκόταν στα Προπύλαια της Ακρόπολης και να κατευθυνθούν έρποντας προς τη σπηλιά-βάραθρο στο Πανδρόσειο. Χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, σκαρφάλωσαν στον βράχο από τις σκαλωσιές που είχαν τοποθετήσει οι αρχαιολόγοι και με μεγάλη προσπάθεια κατέβασαν από τον ιστό την τεράστια σημαία με την σβάστικα. Έσκισαν ένα κομμάτι από τον αγκυλωτό σταυρό, το οποίο και πήραν μαζί τους, και πέταξαν τη σκισμένη σημαία στο σπήλαιο.
Την επόμενη μέρα, η γερμανική φρουρά συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι έλειπε η σημαία από τον Ιερό Βράχο, την οποία αντικατέστησαν μόλις στις 11 το πρωί. Την ίδια ώρα, οι αθηναϊκές εφημερίδες που τελούσαν υπό καθεστώς γερμανικής λογοκρισίας, δημοσίευαν τις καταδικαστικές δηλώσεις των γερμανικών αρχών κατοχής και της κυβέρνησης Τσολάκογλου.
Τι είπαν οι πρωταγωνιστές
«Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, “Μάνα!”. Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, “Πού ήσουν;”. Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, “Πήγαινε κοιμήσου”.
Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, “Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;”. Του απαντάει, “Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη”. Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου» είχε πει ο Μανώλης Γλέζος σε παλαιότερη συνέντευξή του και πρόσθετε: «Πώς κατεβάσαμε τη σημαία; Έγινε ένα σκαρφάλωμα, αλλά δεν μπορέσαμε να την κατεβάσουμε αρχικά. Κρεμαστήκαμε μαζί με τον Λάκη, αλλά υπήρχαν τρία συρματόσχοινα που έπρεπε να κόψουμε. Τα λύσαμε. Και τότε την ταρακουνήσαμε και μετά από λίγο, έπεσε πάνω μας. Μας κουκούλωσε. Η ώρα κόντευε μία το πρωί. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας μας και το υπόλοιπο το ρίξαμε στο σπήλαιο της Αγραύλου όπως ήταν ως τότε γνωστό. Σήμερα οι αρχαιολόγοι το χαρακτηρίζουν ως Μυκηναϊκή Κρήνη».
Από την πλευρά του ο Λάκης Σάντας είχε πει: «Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κοιτούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία στην Ακρόπολη, όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως. Η γερμανική φρουρά, η οποία απετελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Κατά τις 11 η ώρα πήγαν και βάλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή».
Πως είχε δει την “είδηση” η Καθημερινή
Μεταξύ αυτών και η επίσης τελούσα υπό γερμανική λογοκρισία «Καθημερινή», η οποία δημοσίευε τις δηλώσεις του πρωθυπουργού: «Παρετήρησα μετά μεγάλης λύπης ότι αι επανειλημμέναι εκκλήσεις μου και λοιπαί συστάσεις προς τον ελληνικόν λαόν όπως χαλιναγωγηθούν αι ανόητοι εκδηλώσεις μερικών ατόμων, παν άλλο ή το ελληνικόν συμφέρον εξυπηρετούντων, δεν έσχον προσδοκώμενον αποτέλεσμα. […] Είναι λυπηρόν ότι ο αντίκτυπος των ανοήτων –άτινα, είμαι βέβαιος, δεν ερμηνεύουν την γνώμην της ολότητος του ελληνικού λαού, ούτε την θέλησιν των γενναίων πολεμιστών, εις την έντιμον τάξιν των οποίων ασφαλώς τα άτομα ταύτα δεν ανήκουν– επιπίπτει επί των ώμων του εχεφρονούντος και νομοταγούς ελληνικού λαού».
Επίσης, η κυβέρνηση Τσολάκογλου προέβη στην απόλυση του αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων και την αποστράτευση του αρχηγού της Χωροφυλακής και «εις την εκ του σώματος συντάξεως των διοικητών των αστυνομικών τμημάτων των περιφερειών Ακροπόλεως και “Αθηναϊκής Λέσχης”, ως και των αξιωματικών της υπηρεσίας ένθα εσημειώθησαν τα τελευταία γεγονότα, ως και των αξιωματικών της υπηρεσίας, αρχιφύλακος και αστυφυλάκων, οι οποίοι εξετέλουν υπηρεσίαν κατά την ώραν των επεισοδίων». Οι άνδρες της γερμανικής φρουράς που υπηρετούσαν εκείνο το βράδυ, εκτελέστηκαν και ξεκίνησε μια διαδικασία σκληρών ανακρίσεων.
Η υπό λογοκρισία «Καθημερινή», δημοσίευε την ανακοίνωση του γερμανικού φρουραρχείου: «Βάσει των κάτωθι γεγονότων και εξακριβώσεων προσδιορίζεται η αστυνομική ώρα εν Αθήναις και Πειραιεί μετ’ αμέσου ισχύος, η 22α: Κατά την νύκτα της 30ης προς την 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Οι Γερμανοί, πάντως, δεν κατάφεραν ποτέ να διαλευκάνουν την υπόθεση, καταδίκασαν όμως τους ενόχους ερήμην σε θάνατο. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής για την αντιστασιακή τους δράση, χωρίς να αποκαλύπτεται ποτέ ότι εκείνοι ήταν πίσω από την πρώτη πράξη αντίστασης στην κατεχόμενη Ελλάδα. Μόνο την 25η Μαρτίου 1945 θα γινόταν γνωστό ποιοι κατέβασαν τη ναζιστική σημαία, από ένα δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη».
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Θανάσης Συροπλάκης