Αύξηση της θερμοκρασίας, παρατεταμένοι καύσωνες και μείωση των βροχοπτώσεων. Ο αντίκτυπος της κλιματικής κρίσης είναι ήδη εμφανής σε όλο τον πλανήτη και επηρεάζει την καθημερινότητά μας. Ωστόσο μία νέα πρωτοποριακή έρευνα, η πρώτη που μελετά την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στο μελλοντικό μικροκλίμα των μνημείων, δείχνει πώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα αναμένεται να επηρεάσουν και την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας.
Για την εκπόνηση της έρευνας χρειάστηκε να συλλεχθούν δεδομένα από τρεις τοποθεσίες στην Ελλάδα: τον Αρχαιολογικό Χώρο και το Μουσείο των Δελφών, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και τον Ιερό Ναό Παναγίας Αχειροποιήτου που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα. Τα δεδομένα για τις θερμοκρασίες και την υγρασία των μουσείων, των αρχαιολογικών χώρων και της εκκλησίας αντλήθηκαν από ειδικούς αισθητήρες.
Η αύξηση της θερμοκρασίας μπορεί να οδηγήσει σε επιταχυνόμενη διάσπαση ή αποσύνθεση ορισμένων υλικών ή στην ανάπτυξη μούχλας.
«Οπως και ο ανθρώπινος οργανισμός, έτσι και τα μνημεία είναι με τέτοιον τρόπο κατασκευασμένα ώστε να αντέχουν σε ένα συγκεκριμένο εύρος θερμοκρασιών. Με τη συλλογή των δεδομένων από τους αισθητήρες, αλλά και με δεδομένο πως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στο περιβάλλον αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2099, υπολογίσαμε τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στο εσωτερικό των μουσείων και στους αρχαιολογικούς χώρους», εξηγεί στην «Καθημερινή» η συγγραφέας της μελέτης, Ευσταθία Τρίγγα, μετεωρολόγος – κλιματολόγος και υποψήφια διδάκτορας στον τομέα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας στο Τμήμα Γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το γενικό συμπέρασμα της έρευνας είναι πως η αύξηση της θερμοκρασίας σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά υγρασίας που θα επικρατήσουν τα επόμενα χρόνια μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη χημική σύνθεση ορισμένων υλικών που χρησιμοποιούνται στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς. Ενδεχομένως, λοιπόν, μπορεί να οδηγήσει σε επιταχυνόμενη διάσπαση ή αποσύνθεση ορισμένων υλικών ή στην ανάπτυξη μούχλας.
Πιο εκτεθειμένα τα μνημεία εξωτερικού χώρου
Αναφορικά με τα μνημεία που βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους, αναμένεται να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη μελλοντική πρόκληση, καθώς «θα κληθούν να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες θερμοκρασίας».
Η πιθανότητα βλάβης σε ένα μνημείο αυξάνεται όταν το κλίμα γίνεται πιο ακραίο.
Ειδικότερα τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πιθανότητα βλάβης σε ένα μνημείο αυξάνεται όταν το κλίμα γίνεται πιο ακραίο προκαλώντας ανησυχίες για το μέλλον (δηλαδή όταν έχουμε ακραίες τιμές θερμοκρασίας και υγρασίας).
«Οι συνθήκες θερμοκρασίας για τα μνημεία αναμένεται να αυξηθούν κατά μέσο όρο 2,5°C έως τα τέλη του 21ου αιώνα. Ειδικότερα μέχρι το 2099 τα έτη υψηλού ρίσκου για τα μνημεία θα είναι 12% περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν», εξηγεί η ερευνήτρια.
Μεταβολές στο εσωτερικό των μουσείων
Εκτός όμως από τα μνημεία που στέκουν αγέρωχα στην αιωνιότητα, μικρές μεταβολές παρατηρήθηκαν και στο εσωτερικό των δύο μουσείων, παρά τη λειτουργία συστημάτων κλιματισμού.
Γενικά το καλοκαίρι τα μουσεία ήταν πιο δροσερά σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, παραμένοντας κάτω από τους 30°C ακόμα και όταν οι εξωτερικές θερμοκρασίες έφταναν τους 40°C. Από την άλλη, χωρίς σύστημα κλιματισμού, η εσωτερική θερμοκρασία της αρχαίας εκκλησίας αυξανόταν σταθερά σε σχέση με τις εξωτερικές θερμοκρασίες, μερικές φορές φτάνοντας κοντά στους 35°C.
«Τα επίπεδα θερμοκρασίας δεν μεταβλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο παρατηρήσαμε απότομες μεταβολές τον περασμένο Ιούλιο, όταν ήταν σε εξέλιξη στη χώρα μας ο καύσωνας μακράς διαρκείας», επισημαίνει η κ. Τρίγγα. Η εξωτερική ακραία θερμοκρασία, οι αυξημένες τουριστικές ροές αλλά και το σύστημα κλιματισμού ήταν οι βασικές αιτίες που επηρέασαν τη θερμοκρασία και στο εσωτερικό των μουσείων.
Χωρίς τα κατάλληλα μέτρα, η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να τροποποιήσει τις υγρο-θερμικές συνθήκες των μουσείων και των ιστορικών κτιρίων.
Πηγή kathimerini.gr