Μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού, που μπορεί να προσεγγίσει και τα 70 ευρώ, αναμένεται να αποφασίσει εντός του πρώτου 15νθημέρου του Μαρτίου το υπουργείο Εργασίας, προκειμένου να διαμορφωθεί από 713 ευρώ σήμερα ακόμη και στα 780 ευρώ.
Σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού αλλά και έντονης προεκλογικής πόλωσης, η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα επίπεδα προ μνημονίων, ήτοι στα 751 ευρώ, θεωρείται δεδομένη, ενώ στο οικονομικό επιτελείο συζητούν πλέον, ως ισχυρό, το ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού ακόμη και κατά 9% με 9,5%, προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες των εισοδημάτων περίπου 650.000 μισθωτών του ιδιωτικού τομέα από την αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Στο υπουργείο Εργασίας αναγνωρίζουν ότι οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις, η ακρίβεια και το υπέρογκο ενεργειακό κόστος δεν εξαντλούν τις αντοχές μόνο των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό δεν αποκλείεται οι όποιες αποφάσεις να συνδυασθούν, όπως ζητούν άλλωστε και οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών φορέων, με κίνητρα προς την κατεύθυνση της περαιτέρω μείωσης της φορολόγησης και του ενεργειακού κόστους.
Σε αυτό το μήκος κύματος, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας στο «Πρώτο Πρόγραμμα» της ΕΡΤ έκανε λόγο για σημαντική αύξηση, «που θα λαμβάνει υπόψη όμως και τις ανάγκες των επιχειρήσεων», οι οποίες όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο υπουργός «πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές και ανταγωνιστικές». «Η αύξηση θα είναι δίκαιη, θα είναι σημαντική, αλλά δεν θα είναι μια αύξηση η οποία θα προξενήσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην αγορά και τελικά και στους ίδιους τους εργαζομένους» τόνισε.
Το νέο χρονοδιάγραμμα με την επίσπευση των διαδικασιών, προκειμένου φέτος η αύξηση να εφαρμοστεί νωρίτερα από τα προβλεπόμενα, από την 1η Απριλίου, αναμένεται να συμπεριληφθεί σε τροπολογία που θα κατατεθεί άμεσα στη Βουλή. Και θα προβλέπει ως καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή της τελικής πρότασης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και της επιτροπής εμπειρογνωμόνων προς το υπουργείο Εργασίας την 28η Φεβρουαρίου.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι την επόμενη εβδομάδα θα αποσταλεί επιστολή προς τους επιστημονικούς φορείς (Τράπεζα της Ελλάδος, ΙΟΒΕ, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, INEMY EΣΕΕ, ΙΝΣΕΤΕ και ΟΜΕΔ) ώστε έως την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου να έχουν ολοκληρώσει τις εκθέσεις με τις προτάσεις τους. Θα υπάρξει ένα μικρό περιθώριο προφορικής διαβούλευσης μεταξύ των φορέων, προκειμένου το τελικό υπόμνημα να φθάσει στα χέρια των μελών του ΚΕΠΕ και της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, ώστε με τη σειρά τους να υποβάλουν στο υπουργείο Εργασίας την τελική τους πρόταση έως το τέλος Φεβρουαρίου.
Βέβαια, η οριστική απόφαση θα ληφθεί από τον αρμόδιο υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη εντός του πρώτου 10ημέρου του Μαρτίου, έπειτα από έγκριση του υπουργικού συμβουλίου.
Η αύξηση της τάξης του 5,5% που αντιστοιχεί σε 39 ευρώ, προκειμένου ο κατώτατος μισθός από 713 ευρώ που είναι σήμερα να επανέλθει στα επίπεδα προ μνημονίων (751 ευρώ), έχει εν πολλοίς προεξοφληθεί. Ωστόσο, στις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης αλλά και «τις ανάγκες τόσο της κοινωνίας όσο και των επιχειρήσεων», όπως λένε χαρακτηριστικά, βρίσκεται το σενάριο αύξησης του κατώτατου μισθού τουλάχιστον κατά 7,75% με 8%, όσο δηλαδή αυξήθηκαν και οι συντάξεις. Αυτό οδηγεί σε νέο κατώτατο μισθό κοντά στα 768 με 770 ευρώ (αύξηση κατά 55 με 57 ευρώ).
Το τελευταίο διάστημα κυβερνητικά στελέχη κάνουν λόγο για «εκπλήξεις» όσον αφορά το ύψος του νέου κατώτατου μισθού, με τους ειδικούς να εκτιμούν ως πιθανή ακόμη και μια αύξηση κοντά στο ύψος του πληθωρισμού, έως και 9,5%.
Δεν αποκλείεται ο νέος κατώτατος μισθός να αυξηθεί κατά 67 ευρώ και να διαμορφωθεί στα 780 ευρώ τον μήνα. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα εκτιμάται ότι η κυβέρνηση θα ακυρώσει ένα ισχυρό προεκλογικό όπλο στα χέρια της αντιπολίτευσης, που δεσμεύεται για αύξηση του κατώτατου στα 800 ευρώ.
Κύκλοι των εργοδοτικών φορέων επισημαίνουν ότι σε περίπτωση αύξησης του κατώτατου μισθού πέριξ του 9%, η επιβάρυνση των επιχειρήσεων θα είναι σημαντική, ενώ θα υπάρξουν πιέσεις και από την πλευρά των εργαζομένων που σήμερα αμείβονται με μισθούς κοντά στα 800 ευρώ. Η ΓΣΕΕ από την πλευρά της ζητεί αφενός η ευθύνη της διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού να επανέλθει στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, αφετέρου το ύψος του να φθάσει στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, ήτοι περίπου 850 ευρώ.
Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα kathimerini.gr