«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Μπορεί να βλέπουμε τις παραλίες μας σε καρτ ποστάλ τα επόμενα χρόνια. Μπορούμε και πρέπει με την σύμπραξη όλων, να αποτρέψουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ενεργώντας έγκαιρα, μεθοδικά, οργανωμένα και με επιστημονικό τεκμηριωμένο τρόπο. Ελπίδα υπάρχει ακόμα».
Με αυτά τα χαρακτηριστικά λόγια, ο ακαδημαϊκός, καθηγητής Ακτομηχανικής, Κώστας Συνολάκης, χτύπησε το καμπανάκι κινδύνου, μιλώντας στην ειδική μόνιμη επιτροπή Περιφερειών της Βουλής, που συνεδρίασε με θέμα «Διάβρωση ακτών – Μεθόδοι αντιμετώπισης – Θεσμικό πλαίσιο».
Κοινή παραδοχή και συμπέρασμα όλων, βουλευτών, ειδικών επιστημόνων και εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ήταν ότι η Ελλάδα, με τις εκατοντάδες χιλιάδες ακτογραμμές της, χρειάζεται άμεσα ένα εθνικό στρατηγικό, ολιστικό σχέδιο, για να αποτρέψει μελλοντικούς μεγάλους κινδύνους οι βρίσκονται προ των πυλών. Και όλοι ανεξαιρέτως, συντάχθηκαν με την άποψη του κ. Συνολάκη, ότι «χρειάζεται η δημιουργία ενός Κεντρικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου για την παράκτια ζώνη, αντίστοιχου του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, που θα εγκρίνει οποιαδήποτε παρέμβαση στην παράκτια ζώνη».
«Η επιστημονική κοινότητα είναι ενωμένη. Γυρίσαμε σελίδα. Πρέπει να γίνουν σοβαρές μελέτες με μαθηματικές προσομοιώσεις και όχι πειράματα. Η άποψη όλων είναι να μειωθεί ο υπερκαταναλωτισμός και η σπατάλη πόρων και με σοβαρό, θεσμικό και επιστημονικό τρόπο να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Πρέπει να σταματήσει ο αλόγιστος τρόπος που εκμεταλλευόμαστε τις παραλίες. Ο χρόνος δεν μπορεί να περιμένει. Είναι θέμα χρόνου τα αυθαίρετα που κτίζονται στις παραλίες να τα πάρει το κύμα. Και όπως λέει και το τραγούδι ‘είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια’», ανέφερε χαρακτηριστικά ο ακαδημαϊκός καθηγητής.
Τα στοιχεία, όπως παρουσιάστηκαν στην επιτροπή, είναι πολύ ανησυχητικά για όλο τον κόσμο, καθώς όπως τονίστηκε, «οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις ανέβασαν ανησυχητικά τη στάθμη της θάλασσας ενώ τα 30 επόμενα χρόνια, ο ρυθμός αύξησής της θα επιταχυνθεί». Ανησυχητικές είναι οι επιπτώσεις και για τη χώρα μας. Όπως τονίστηκε, εκτιμάται μεταξύ άλλων ότι:
«Η Ελλάδα, έχει χάσει περίπου 250 τετραγωνικά χιλιόμετρα παραλιών από το 1900, στο διάστημα 1986 έως 2018. Το ετήσιο κόστος μπορεί να ανέρχεται σε περίπου 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ και αυτό το νούμερο δεν υπολογίζει το κόστος από την απώλεια υπηρεσιών, από τα οικοσυστήματα. Το νούμερο αυτό αυξάνεται κατά περίπου 81 εκατομμύρια το χρόνο και θα αρχίσει να αυξάνεται πολύ περισσότερο όταν αρχίσουν να παρασύρονται σπίτια.
– Στο Κολυμπάρι Κρήτης, έχουν χαθεί πέντε χιλιάδες 5 στρέμματα παραλίας από το 1941 έως το 2024. Υπολογίζεται ότι χάνονται πέντε εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
-Στο Ανφάνδο της Ρόδου, από το 2015 έως το 2024 δημιουργήθηκε 1,5 μέτρο διάβρωσης, σε ένα παραλιακό μέτωπο ενός περίπου χιλιομέτρου».
«Η κλιματική αλλαγή δεν θα επιφέρει μονάχα αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Οι επιπτώσεις της θα δημιουργούν ακραίες καταιγίδες κάθε πέντε χρόνια, όταν παλιά συνέβαιναν κάθε 25 χρόνια», σημείωσε ο κ. Συνολάκης και συμπλήρωσε:
«Ένα πράγμα στο οποίο πάσχουμε στην Ελλάδα, είναι ότι δεν έχουμε διαχρονικά κυματικές μετρήσεις πολύ κοντά στην ακτή και μετρήσεις κυμάτων και ρευμάτων, ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε αξιόπιστα συμπεράσματα για το πώς να σχεδιάσουμε τα τεχνικά έργα. Δεν είναι υπερβολή να σας πω ότι, τα περισσότερα έργα σχεδιάζονται με το μάτι, χωρίς κυματικές μετρήσεις.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της θάλασσας και τον κίνδυνο μεγάλων πλημμυρών κατά μήκος των ακτογραμμών το κόσμου
Βλέπουμε ότι σταδιακά, οι ακραίοι κυματισμοί αυξάνουν. Μπορεί να φτάσουν σε μια μεγάλη καταιγίδα, ακόμα και τα 8,5 μέτρα. Έχουμε παρατηρήσει διαχρονικά, ότι αυτός ο αριθμός αυξάνει. Τα κύματα μπορεί να είναι ακόμα και 8,5 μέτρα ενώ σε 10 χρόνια μπορεί να φτάνουν τα 8,7 μέτρα. Θα δημιουργούνται ακραίοι κυματισμοί με κάθε μεγάλη καταιγίδα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο».
Ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, συντάχθηκε πλήρως με «την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα κεντρικό συμβούλιο που θα αποφασίζει χωρίς χρονοτριβή και με επιστημονικά τεκμηριωμένες γνωμοδοτήσεις και δεν θα περιμένεις από 100 φορείς να αποφασίζουν για να φτιαχτεί κάτι στην Ελλάδα».
«Πρέπει να φτιαχτεί ένα χρηματοδοτικό εργαλείο για να αρχίσουμε να κάνουμε έργα» τόνισε, ενώ έκανε γνωστό ότι το ΤΕΕ προχωρά άμεσα, με δική του πρωτοβουλία, στη δημιουργία ενός Εθνικού Παρατηρητηρίου που θα παρακολουθεί και θα καταγράφει όλα τα φαινόμενα και θα λειτουργήσει τους επόμενους μήνες.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε όλοι με πράξεις. Να προτεραιοποιήσουμε τις ανάγκες. Πράξεις χρειάζονται όχι θεωρίες. Βαρέθηκα τις ατέρμονες συζητήσεις. Έτσι δεν πάμε πουθενά. Θα πάρουμε μόνοι μας πρωτοβουλία για να δημιουργήσουμε ένα Παρατηρητήριο και να παρακολουθούνται όλα τα φαινόμενα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Ταξιάρχης Βέρρος, πρόεδρος της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Βορείου Αιγαίου, εστίασε στην ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του τεράστιου προβλήματος της διάβρωσης του εδάφους κοντά στις ακτές».
Στο ίδιο πρόβλημα αναφέρθηκε και ο Χριστόδουλος Τοψίδης, περιφερειάρχης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝΠΕ), τονίζοντας ότι «είναι πολύ επιζήμιες οι συνέπειες της διάβρωσης των ακτών, στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία, και υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη αναθεωρημένου πλαισίου διαχείρισης».
«Η συνεχής παρακολούθηση της διάβρωσης των ακτών είναι ζωτικής σημασίας για την βαθιά κατανόηση, πρόβλεψη και μετριασμό των επιπτώσεων της σε διάφορους τομείς», ανέφερε.
Ο Γιώργος Στασινόπουλος, προέδρος Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Ιονίων Νήσων και δήμαρχος Ζακύνθου, επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι «στην περιοχή του Αργασίου στη Ζάκυνθο, άκρως τουριστική, από το 1945 μέχρι το 2016 η ακτή έχει υποχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, ιδίως στη νότια πλευρά της, και σε αρκετά σημεία σταματάει πλέον σε ιδιοκτησίες, έχοντας απολέσει εκεί ολοκληρωτικά το σύνολό της».
Ο Μανώλης Σαββής, εκπρόσωπος της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Αιγαίου, πρώην δήμαρχος και συνεργάτης του δήμου Ρόδου, συμφώνησε πλήρως στην πρόταση για την δημιουργία ενός κεντρικού συμβουλίου, αντίστοιχο του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, που όπως είπε, «έπρεπε να γίνει χθες» καθώς και στην άμεση ενεργοποίηση χρηματοδοτικού εργαλείου.
Ο Βασίλης Καψιμάλης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, χαρακτήρισε «μείζον το θέμα της διάβρωσης των ακτών και το πώς αυτή αντιμετωπίζεται». Όπως είπε, «το συνολικό μήκος της ελληνικής ακτογραμμής είναι 20.816 χιλιόμετρα», προσθέτοντας ότι «το 28,6% έχει δείξει ότι αυτή η ακτογραμμή υποχωρεί, έχουμε οπισθοχώρηση περίπου στο 1/4 της ελληνικής ακτογραμμής, δηλαδή έντονα φαινόμενα διάβρωσης».
«Από τις παραλίες στις οποίες έχουν καταγραφεί, μεγάλες και μικρές, βλέπουμε ότι διαβρώνεται ένα μεγάλο ποσοστό από αυτές που φτάνει, περίπου, στο 25,7%, δηλαδή, έχουμε μια απώλεια εδάφους της τάξεως των 13, περίπου, τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι διαθέσιμες λύσεις είναι πάρα πολλές, που ξεκινάνε από την φυσική αποκατάσταση ή και την φυσική ενίσχυση κάποιων παραλιών. Όμως είναι μία επιτακτική ανάγκη, η τελική λύση των έργων ή οποιωνδήποτε δράσεων ανάσχεσης της διάβρωσης των ακτών, να περνάει μέσα από ένα συντονισμό της επιστημονικής κοινότητας» επεσήμανε ο κ. Καψιμάλης.
Από την πλευρά της, η Αθηνά-Μαρία Κόλλια, γενική γραμματέας Δημόσιας Περιουσίας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, συντάχθηκε με την πρόταση του κ. Συνολάκη, επισημαίνοντας ότι «άστοχα έργα δεν λύνουν το πρόβλημα» και πρόσθεσε ότι «είμαστε και εμείς σε αυτή την κατεύθυνση, γι’ αυτό έχουμε αρχίσει και μπλέκουμε με το Περιβάλλοντος και το έχουμε ήδη σκεφτεί».
Ο Θεοφάνης Καραμπάς, καθηγητής Παράκτιας Μηχανικής και Τεχνικών Προστασίας Ακτών του ΑΠΘ, υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι «θα πρέπει οι νόμοι να μην είναι ασαφείς, να είναι συγκεκριμένοι», «να υπάρξουν χρηματοδοτικά εργαλεία» και «όλοι οι αρμόδιοι να συντονιστούν και να συνεργαστούν, γιατί δεν γίνεται αποσπασματικά να παραχθεί υλικό».
Ο Θωμάς Χασιώτης, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ανέφερε ότι «σχετικά με τη διάβρωση και για την παράκτια διάβρωση στον ελληνικό χώρο, δεν είμαστε τόσο κακά και τόσο άσχημα όσο άλλα κράτη παγκοσμίως».
«Η διαφορά με τα άλλα κράτη – ειδικά τα βορειοευρωπαϊκά – είναι ότι η δική μας οικονομία, σε μεγάλο ποσοστό εξαρτάται από τον τουρισμό, οπότε το να χάσουμε το 3S μοντέλο – Sea, Sun and Sand – σημαίνει απώλεια εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, οπότε από αυτό πάμε κυρίως να προφυλαχθούμε», σημείωσε.
Στην ανάγκη δημιουργίας Κεντρικού Συμβουλίου, αντίστοιχου του ΚΑΣ συμφώνησε και ο Αντώνης Μαγούλας, πρόεδρος του ΔΣ και διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), προσθέτοντας ότι «είναι επίσης ανάγκη και η δημιουργία ακτολογίου ή παραλιολογίου, το οποίο θα λάβει υπόψη και τις τεχνικές, τεχνολογικές δυνατότητες που έχουμε στις μέρες μας, ούτως ώστε αυτή η παρακολούθηση να επιτρέψει τη δημιουργία αυτού του κτηματολογίου να είναι πιο λεπτομερής και πιο συστηματική».
Ο Ορέστης Μεσοχωρήτης, πολιτικός μηχανικός, ακτογράφος και μέλος της αντιπροσωπείας του ΤΕΕ, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι «το 25% των ακτών της Ευρώπης ήδη διαβρώνεται και πρέπει να υπάρξει ολοκληρωμένη διαχείριση του προβλήματος, με συνολικό σχεδιασμό και συντονισμό, γιατί μόνο έτσι θα δώσουμε λύσεις βιώσιμες».
Τέλος, ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής, Μανώλης Κόνσολας, έκανε λόγο για «ένα κορυφαίο σημαντικό πρόβλημα που στα επόμενα χρόνια θα καταστεί πρώτο στην ατζέντα των πολιτικών λύσεων», τονίζοντας ότι «τα έργα προστασίας των ακτών πρέπει να προχωρήσουν χωρίς άλλη χρονοτριβή, με αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και με ένα ολιστικό εθνικό σχέδιο που θα υπερβαίνει τον χρονικό ορίζοντα μιας κυβερνητικής θητείας.
Είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα που απασχολεί όλες τις παράκτιες χώρες είναι και ευρωπαϊκό πρόβλημα για αυτό πρέπει να εξετάσουμε με ποιους τρόπους θα διεκδικήσουμε κοινοτικά κονδύλια», επεσήμανε ο κ. Κόνσολας.