Προς κατάργηση οδεύει η επιβολή τέλους επιτηδεύματος για κάθε ακίνητο που διαχειρίζονται οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη βραχυχρόνια μίσθωση, εκτός κι αν υπάρξει κάποια διαφοροποίηση των σημερινών δεδομένων από την Ολομέλεια του ΣτΕ. Hδη πάντως, με την υπ’ αριθμ. 601/2025 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατυπώθηκε θετική κρίση –σε πρώτη φάση– για την προσφυγή του Συνδέσμου Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων (Stama) στην αντιμετώπιση των υπό διαχείριση ακινήτων ως φορολογικών υποκαταστημάτων.
Ο Stama είχε προσφύγει στο ΣτΕ έπειτα από τη διευκρινιστική εγκύκλιο που είχε δημοσιεύσει η ΑΑΔΕ τον περυσινό Απρίλιο, στο πλαίσιο της εξειδίκευσης των μέτρων για τη βραχυχρόνια μίσθωση. Σε αυτήν υπήρχε διάταξη βάσει της οποίας κάθε ακίνητο που λειτουργεί ως κατάλυμα βραχυχρόνιας μίσθωσης οφείλει να λειτουργεί ως φορολογικό υποκατάστημα, που ασφαλώς υπόκειται και αυτό σε τέλος επιτηδεύματος και άλλα διαχειριστικά κόστη (π.χ. τήρησης έδρας κ.τ.λ.).
Συγκεκριμένα, αναφερόταν ότι «τα ακίνητα που μισθώνονται ή εκμισθώνονται ή υπεκμισθώνονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 από νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, χωρίς την παροχή άλλων υπηρεσιών, πλην της παροχής κλινοσκεπασμάτων, λογίζονται ως επαγγελματικές εγκαταστάσεις (έδρα και υποκαταστήματα) των ως άνω προσώπων και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), περί επιβολής τέλους επιτηδεύματος».
Ωστόσο, στην αντίστοιχη διευκρινιστική εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, που είχε εκδοθεί το 2019, στο άρθρο 11 αναφερόταν ακριβώς η ίδια διάταξη, αλλά γινόταν ρητή επισήμανση ότι «τα ακίνητα δεν λογίζονται ως υποκατάστημα» και επομένως δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν τέλος επιτηδεύματος.
Μια τέτοια υποχρέωση πολλαπλασιάζει το φορολογικό κόστος των εταιρειών διαχείρισης καταλυμάτων, καθώς κάθε ακίνητο θα υπόκειται σε τέλος επιτηδεύματος, ύψους 600 ευρώ. Αν δηλαδή μια εταιρεία διαχειρίζεται π.χ. 10 ακίνητα, θα πρέπει να πληρώνει κάθε χρόνο 6.000 ευρώ, πέραν του φόρου.
Eτσι, για κέρδη 10.000 ευρώ ετησίως, το συνολικό φορολογικό κόστος θα διαμορφωθεί σε 9.300 ευρώ, ενώ με βάση το πρότερο καθεστώς το κόστος ήταν 3.300 ευρώ (φόρος εισοδήματος και προκαταβολή φόρου).
Ο Stama εξαρχής αντέδρασε στο μέτρο αυτό, καθώς θα είχε πολλαπλασιαστική επιβάρυνση για τη λειτουργία των εταιρειών διαχείρισης ακινήτων, αντί το τέλος επιτηδεύματος να επιβάλλεται εφάπαξ σε κάθε εταιρεία μία φορά τον χρόνο.
Αλλωστε, το τέλος επιτηδεύματος θεσπίστηκε για να επιβάλλεται σε περιπτώσεις καταστημάτων, όπου πωλούνται προϊόντα και λαμβάνονται παραγγελίες, ή σε παραγωγικές μονάδες, όπου κατασκευάζονται προϊόντα.
Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος και στα καταλύματα θα αφορούσε περίπου 50.000 ακίνητα πανελλαδικά, που αποτελούν αντικείμενο επαγγελματικής διαχείρισης από τις εταιρείες-μέλη του Stama ή και από ιδιώτες ιδιοκτήτες, αρκετοί εκ των οποίων διαθέτουν π.χ. 3-6 ακίνητα έκαστος.
Ακόμα κι αν ληφθούν υπόψη οι αισιόδοξοι αριθμοί για 200.000 λειτουργούντα καταλύματα πανελλαδικά, η διάταξη αυτή επηρεάζει σχεδόν το 25% της αγοράς, ή περίπου το 40%-45%, λαμβάνοντας υπόψη άλλες εκτιμήσεις για περίπου 120.000-130.000 καταλύματα πανελλαδικά.