Μερικές φορές, δεν χρειάζονται πολλά για να ανοίξει η μνήμη. Ένα τραπεζομάντηλο στο ιερό, μια ανάμνηση που δεν έζησες αλλά σε διαπερνά, μια κουβέντα ψιθυριστή.
Ο Λεωνίδας Μαγκανάρης (με καταγωγή από τη Μονή της Νάξου), με τη δύναμη της σιωπής και τη ζεστασιά της οικογένειας, μας ταξιδεύει σε μια ιστορία βαθιά ανθρώπινη – εκεί όπου η καθημερινότητα των προγόνων αποκτά ιερότητα και μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε.
Μια μαρτυρία σεβασμού, ριζωμένη στην παράδοση, ραμμένη με αγάπη, και αφιερωμένη σε εκείνους που δεν ζουν πια, αλλά ποτέ δεν έφυγαν.
Ας διαβάσουμε με προσοχή την ανάρτηση του κου Μαγκανάρη στα social media με τίτλο “το έργο των προγόνων”
“Ήταν Μεγάλο Σάββατο, λίγο μετά την Πρώτη Ανάσταση, όταν ο πατέρας Χρυσόστομος μου ζήτησε να τον βοηθήσω στην αλλαγή των αμφίων. Μπήκαμε μαζί στο ιερό της Αγίας Φωτεινής — εκεί όπου η σιωπή είχε μέσα της κάτι ιερό, κάτι πιο δυνατό κι από τα λόγια. Βγάλαμε τα μωβ και μαύρα αμφία των Παθών και φορέσαμε τα λευκά, αναστάσιμα.
Καθώς ετοιμάζαμε την Αγία Τράπεζα, ο πατέρας Χρυσόστομος σταμάτησε ξαφνικά.
Ακούμπησε και με τα δύο του χέρια ένα λιτό, αλλά περίτεχνα κεντημένο τραπεζομάντηλο και ψιθύρισε συγκινημένος:
— «Αχ… είναι της πρεσβυτέρας Αικατερίνης…»
Έμεινα. Πετάχτηκα. Συνειδητοποίησα πως κρατούσα στα χέρια μου ένα εργόχειρο της προγιαγιάς μου.
Ήταν εκεί. Το εργόχειρο της πρεσβυτέρας Αικατερίνης. Καλοδιατηρημένο, σεμνό, με τη σφραγίδα μιας άλλης εποχής. Ένα κομμάτι ψυχής που όχι μόνο δεν ξεχάστηκε, αλλά συνεχίζει να κοσμεί το πιο ιερό σημείο της εκκλησίας. Δεν τη θυμάμαι την προγιαγιά μου, αλλά εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να μου ψιθύριζε:
«Εδώ είμαι, παιδί μου. Δεν έφυγα ποτέ.»
Λένε πως περπατούσε σκυφτή, με το μαγκουράκι της. Η σκολίωση την είχε λυγίσει, αλλά δεν την είχε σπάσει. Στεκόταν στον τοίχο να πάρει ανάσα και μουρμούριζε:
— «Αχ… είκοσι τρεις γεννές… τα δεκαεφτά εζήσαν…»
Ναι, καλά διαβάσατε. Δεκαεπτά παιδιά. Ένα ολόκληρο χωριό.
Οι νύφες τη ρωτούσαν πώς τα κατάφερε. Κι εκείνη γελούσε:
— «Το ένα μεγάλωνε τ’ άλλο…»
Μερικοί τη θεωρούσαν ξεχασιάρα. Δεν πείραζε. Η μνήμη μπορεί να ξεγελά, αλλά η αγάπη ποτέ. Μέσα από φτώχεια, πολέμους, πείνα, η Αικατερίνη στάθηκε βράχος. Μερικά παιδιά της χάθηκαν στους πολέμους. Άλλα ξενιτεύτηκαν. Άλλα ρίζωσαν και συνέχισαν το δέντρο της ζωής. Άλλα όχι.
Ο προπάππους μου, ο παπα-Μάρκος, πέθανε έναν χρόνο πριν γεννηθώ. Κι όμως, νιώθω πως τον ξέρω. Τον έμαθα από τις ιστορίες του πατέρα μου και του παππού μου. Ήταν αμισθί ιερέας στο χωριό της Μονής. Το βράδυ γύριζε από τα χωράφια, άφηνε το ινί έξω από την εκκλησία, έβγαζε τα πανιά που σκέπαζαν τα παπούτσια του — παπούτσια φτιαγμένα από λάστιχα αυτοκινήτου — για να μη λερώνεται το ιερό, και έμπαινε να κάνει τον εσπερινό.
Αν είχε γαϊδουράκι, το ζεύε. Αν όχι, ζευόταν ο ίδιος με το ινί και όργωνε.
Το πρωινό του; Ένα κρεμμύδι, ένα ποτήρι κρασί, λίγο ψωμί — αν υπήρχε. Όχι από άγνοια ή αμέλεια, αλλά για να μη στερηθούν τίποτα τα παιδιά του. Ούτε ένα ψίχουλο. Και κάθε σούρουπο, και ένας εσπερινός. Με χέρια σκαμμένα από τη γη και ψυχή φωτισμένη απ’ τον ουρανό.
Σήμερα, κοιτάζω πίσω και αναρωτιέμαι. Όχι μόνο ποιοι ήταν — αλλά ποιοι είμαστε εμείς. Αν έχουμε κρατήσει κάτι απ’ τη ρίζα που μας έθρεψε. Αν το ψωμί που τρώμε έχει ακόμα τη γεύση της θυσίας. Αν το βλέμμα μας σηκώνεται με την ίδια αξιοπρέπεια.
Γιατί η ιστορία δεν είναι γραμμένη μόνο σε βιβλία. Είναι ραμμένη σε υφάσματα ιερά, σε κάλους στα χέρια, σε παπούτσια από λάστιχο, σε δάκρυα γερόντισσας που γεννούσε παιδιά και ελπίδα. Κι όσο την τιμούμε, δεν χανόμαστε.
Γινόμαστε κι εμείς κρίκοι στη δική μας αλυσίδα”.