Μες την αντάρα του μυαλού και της ψυχής συνάμα, τον άνεμο αναζητάς μ απίστευτη λαχτάρα.
Κείμενο – Φωτογραφία: Μαρία Διαμαντάρα
Κι εκεί στην άκρη του γιαλού, τη σωτηρία βρίσκεις. Κάθεται εκεί κι σε κοιτά, μα δε μπορείς ν αγγίξεις.
Και τα φτερά του διάπλατα, απότομα ανοίγει. Προς τον ήλιο ξεκινά κι έπειτα στο φεγγάρι, τη λευτεριά περήφανα, σου δείχνει με καμάρι.
Μα είναι κι εκείνες οι στιγμές, που σε ομάδες μπαίνει και σαν δαίμονας ψυχής, την τράτα γυροφέρνει.
Είναι η στιγμή που η τράτα ξεπροβάλλει στην είσοδο του λιμανιού, περιτριγυρισμένη από σμήνος γλάρων προσπαθώντας να κλέψουν από τη λεία των ψαράδων.
Καθώς το ψαροκάικο δεχόταν την επίθεση των γλάρων από την έλξη των ψαριών, η τράτα πήρε στα μάτια μου ανθρώπινη μορφή.
Πόσες φορές ένιωσες το σώμα σου, την ψυχή σου περικυκλωμένη από φόβο, ανασφάλεια, άγχος, δεύτερες σκέψεις, επιθέσεις τρίτων να βάλλεται;
Πόσες φορές ένιωσες να κλέβουν κομμάτια του κόπου σου, των συναισθημάτων σου, της ψυχής σου;
Πόσες φορές ένιωσες πως αδειάζεις; Και τι; Δε θα μπορούσες να προστατεύεις; Μπορούσες! Απλά δεν ήθελες. Έδωσες σ αυτόν που ήθελες να δώσεις. Κι ας ήξερες πως έπαιρνε ένα δικό σου κομμάτι.
Το σημαντικό είναι ένα.
Τις αποφάσεις που πήρες σε κατάσταση ηρεμίας, αυτές να κρατήσεις όσες επιθέσεις και να δεχτείς. Αυτό είναι το λιμάνι σου.