Στις σκιές των βουνών της Νάξου, ένα μοναδικό στο είδος του έργο στέκει ξεχασμένο από τον χρόνο: ο εναέριος σιδηρόδρομος μεταφοράς σμύριδας, μια αθέατη αρτηρία που επί δεκαετίες κουβάλησε τον μόχθο, την ελπίδα και το ψωμί εκατοντάδων οικογενειών.
Χτισμένος στις αρχές του 20ού αιώνα, αυτό το συγκλονιστικό τεχνικό επίτευγμα ένωνε τα δυσπρόσιτα ορυχεία σμύριδας με το παραθαλάσσιο χωριό Μουτσούνα (κα τον Λυώνα), μεταφέροντας με συρματόσχοινα και εναέρια βαγονέτα τον πολύτιμο θησαυρό του νησιού.
Οι στήλες του, τα καλώδια και οι παλιές μηχανές του στέκουν ακόμη — σιωπηλοί μάρτυρες μιας άλλης εποχής. Μόνο που τώρα, το σκουριάσμένο τους σώμα δεν αντέχει πια τις πληγές του χρόνου και της αδιαφορίας.
Ο εναέριος δεν είναι μόνο ένα τεχνολογικό μνημείο. Είναι η ψυχή μιας κοινότητας, το αποτύπωμα μιας εποχής όπου η σμύριδα έθρεφε οικογένειες, στήριζε το νησί, έδινε πνοή σε ένα σκληρό και περήφανο τρόπο ζωής.
Και σήμερα, αντί να αναδειχθεί ως ζωντανό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της Νάξου και της Ελλάδας, αργοπεθαίνει από την εγκατάλειψη.
Οι κάτοικοι, οι άνθρωποι που έχουν ρίζες δεμένες με τη σμύριδα, βλέπουν με πίκρα τον εναέριο να ρημάζει. Η φωνή τους ζητά ένα και μόνο πράγμα: να μη χαθεί αυτός ο κρίκος της ιστορίας. Να αναστηλωθεί, να προστατευτεί, να αναδειχθεί — όχι μόνο ως τουριστικό αξιοθέατο, αλλά ως φόρος τιμής σε έναν τρόπο ζωής που αξίζει να θυμόμαστε.

Αρκετές υποσχέσεις έχει “ακούσει” μέχρι τώρα. Ο εναέριος σιδηρόδρομος της Νάξου δεν ζητά ελεημοσύνη. Ζητά σεβασμό. Ζητά να μείνει όρθιος, να συνεχίσει να αφηγείται την ιστορία της πέτρας, του ιδρώτα, της αξιοπρέπειας.
Πριν να είναι αργά.
Η κεντρική φωτογραφία είναι από τη σελίδα του ξεναγού Αντώνη Ποθητού στα social media που συνοδεύεται με την φράση “Η αδιαφορία κατατρώει το χθες, όπως η σμύριδα το σίδερο. Ο εναέριος της Νάξου αιωρείται στο φως της συλλογικής μας μνήμης”.